Κάποιος μέσα μας που κλαίει για ένα θάνατο σε τόπο μακρινό που μόνο ο άνεμος γνωρίζει,
μια ξαφνική νεροποντή που μας ζεσταίνει και ξεπλένει τον άνεμο από τις φυλλωσιές των δέντρων,
κλειδαριές ασφαλείας που ανοίγουν με γδούπο τα κλειστά για μέρες διαμερίσματα
- ή μήπως είναι η μνήμη που αρνείται να μπει
κι' όλο χτυπάει το διάφανο κορμί της
στο κούφιο κέλυφος του χρόνου,
έτσι όπως γύριζε αδέσποτη μες στα λιοπύρια και τα σούρουπα _
γνώριμη μυρωδιά του σπιτιού ξεθυμασμένη από τους καύσωνες και τους αλλοπρόσαλλους καθρέφτες της θάλασσας,
πόλη μισοξύπνια με το θρόισμα των ονείρων στο μέτωπο ,
αναλαμπές θαμμένων αισθημάτων κάτω απ' τη λεπτή κρούστα της σκόνης των αγαπημένων πραγμάτων
πίσω απ' το αιωρούμενο στη νύχτα φως των λαμπτήρων των δρόμων,
βήματα νευρικά που τρέχουν να ξεφύγουν,
βήματα που κοντοστέκονται...
Είμαστε ακίνητοι σε ένα δωμάτιο που ζουν οι αντίλαλοι μιας απουσίας
αδυνατισμένοι από την καλοκαιρινή κατάχρηση των σωμάτων για να μπορούμε να φάμε απ ’τις σάρκες μας,
όπως συνηθίζουμε τα βροχερά απογεύματα του χειμώνα μπροστά απ ’τις φλόγες ενός τζακιού ή τις σελίδες ενός βιβλίου,
και ό,τι ζήσαμε το καλοκαίρι μοιάζει ν ‘απομακρύνεται
και μετά βίας διακρίνεται στη φυλλόρροια των δέντρων,
στις αποδημίες των πετεινών του ουρανού
και στα συμπονετικά σύννεφα του απομεσήμερου.
Αυγερινός Κάτσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου