Ήμουν σκυμμένος πάνω από τον τάφο της μητέρας μου, τακτοποιώντας τα λουλούδια που της πήγα, όταν κατάλαβα πως κάποιος είχε έρθει και στεκόταν από πίσω μου. Γύρισα κι είδα μια αδερφή, από αυτές που συναντούσα χρόνια στο Βαρδάρι. «Έχετε εδώ τη μητέρα σας;» με ρώτησε ευγενικά. Βαμμένα μαλλιά, γυναικωτά φερσίματα, η γνωστή θηλυπρεπής φωνή. «Βλέπω, την περιποιείστε πολύ», συνέχισε· «όμως δε νομίζετε πως αυτές οι μάνες μάς κατέστρεψαν; Αν σήμερα σερνόμαστε στο Βαρδάρι, αυτές δεν είναι η αιτία;» «Δεν έχει νόημα να ψάχνουμε για ευθύνες επάνω σ’ έναν τάφο», είπα με δυσφορία· «πάντως να ξέρετε ένα πράγμα: Αυτοί που δε λατρεύουνε τους πεθαμένους τους, δεν έχουνε αγάπη ούτε για τους ζωντανούς. Ίσως αυτό να οδήγησε τους πιο πολλούς μας στο Βαρδάρι – όχι η μάνα μας.»
Όταν απομακρύνθηκε, το μικρό νεκροταφείο ξαναβρήκε τη γαλήνη του. Σκυφτές γυναικούλες, εδώ κι εκεί, άναβαν με ευλάβεια τα καντήλια.
Ενότητα: «Νεκρή πιάτσα», Από τη συλλογή Πεζά ποιήματα, εκδ. Ιανός, 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου