Αν επιζήσω της μάχης θ’ αφήσω τα γένιαΝα μου καλύψουν το πρόσωπο, θα κρύψωΤα φοβερά σημάδια του κορμιού, θα φράξωΤην έξοδο με αλυσίδες, θα σπάσω Τη νύχτα της κρίσεως τους δίσκους του γραμμοφώνουΚι ανάβοντας μια μεγάλη φωτιά στη μέση της κάμαραςΘα υποδέχομαι τους φίλους μου τρυφερά σαν πρώτα. Έτσι μονάχα θα γίνει. Κι ύστερα θά ’ρθει. Είναι, ας πούμε, μια νέα γυναίκα Είναι ντυμένη μ’ ένα πράσινο φόρεμαΈχει για στήθια δυο κούπες δυνατό κρασίΈνα ρολόι στο στέρνο με σταυρωμένους δείχτεςΌταν σημάνει μεσάνυχτα γλιστρά από τους δώδεκα εραστές τηςΈρχεται έρποντας μες στο σκοτάδι απαλά Ψάχνει με σύνεση τ’ αχνάρια της επιστροφήςΑφήνει το κοιμισμένο βρέφος στο κατώφλιΚι ύστερα σβήνει στη σκόνη του δρόμουΚρατώντας στο χέρι σφιχτά ένα σπαθί — ή ένα άνθος. Η συνέχεια 2 |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου