Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Τάσος Γαλάτης - Ποιήματα

 Μηχανή

Αν σε παραπλανήσουν
τα μελωδικά πουλιά,
νύχτα τα πεινασμένα τσακάλια
ν΄ακούσεις.
Αλλά περίμενε,
για να εξιχνιάσεις
τις προθέσεις του δάσους,
την όρασή σου εξάσκησε
για μια πυκνότερη έκταση,
που θέση να μην αφήνει
σε καταιγίδες
και δέντρα λεηλατημένα –

Πόσο φτωχικούς μας κάνουν τα τεχνάσματα…

#

Παλίρροια

Για τον νεροκουβαλητή

στοιχηματίζω
μια στέρνα
μ’ ανεξάντλητα νερά
κι ένα παιδί

να πνίγεται στα δάκρυά του.

**

Το δέντρο

Το δέντρο μου αποκαλύφθηκε
καθώς ο άνεμος έσερνε τα κλαδιά του
κι η νύχτα μετέδιδε την ευοσμία του΄
εφτάψυχο και πολύψυχο είναι, στοχάστηκα,
τι πλούτος η ανταύγεια των ίσκιων του τη νύχτα,
όταν ο νέος στον κορμό του ελίσσεται
και ψάχνει στις σκοτεινές αμασχάλες
τη γλαύκα να εύρει κι εκείνη σκούζει,
πουλί θανάτου και πουλί σοφίας, ως ωνομάσθη
από προγόνους και δεισιδαίμονες.
Τι πλούτος τα φύλλα του για τον οδοκαθαριστή,
που τώρα πέφτουν και καλύπτουν το στενό δρόμο
και στο πρεβάζι του παραθύρου μου
τα περιστρέφει ο αγέρας΄
α, όλα τούτα περιγραφής άξια – κι όχι μόνο΄
εγώ το δέντρο κοιτάζω:
είναι κει, αμετακίνητο΄
σ΄όλες τις εποχές τέλεια η προσφορά του
κι έτοιμο για νέες περιπέτειες
μες από της ακινησίας του το πάθος,
γιατί παρέλειψα να σας μιλήσω για τη ρίζα του,
συνείδηση πιο κραταιή
στην αλαφρομυαλιά των φυλλωμάτων

#

Το βασίλειο των πουλιών

Για να γίνει ο θάνατος
βασίλειο των πουλιών
κι οι πέτρινοι σταυροί στα μνήματα
τα πιο αυθεντικά σημάδια
για τα χρόνια σου,

ω αγάπη μου,

ήταν το χιόνι
που μας θάμπωνε
ή τάχα ένα αρχάγγελος
τίναζε τις φτερούγες του;


Το μνημόσυνο

Μ΄ένα βιβλίο ανοιχτό στα γόνατά τους
οι γέροι του χωριού σου πέθαιναν
καρφώνοντας τα μάτια τους
ψηλά στο πέτρινο καμπαναριό
με τους αγγέλους.

Την άλλη αυγή
ξεπλέναμε τα χέρια μας στα χιόνια
κι έτσι σωνόταν ο Φλεβάρης
ερχόταν άνοιξη θαρρώ
κι ο Μάρτης στο μνημόσυνο
στη γειτονιά σου σκόρπιζε
μαύρα τα χελιδόνια…

#

Χαράγματα στην Αλυκή της Θάσου

Ωραία είναι η Νικοβούλη στην Έφεσο
και όμορφος ο Φίλων,
η Κροκωτίς και η Μυρσίνη,
ο Δορυμένης και ο Δρόμων,
Διμύλος, Σίμος και Αριστογείτων
όλοι τους νέοι και καλοί.

Μάρτυρας αψευδής η αρχαία πέτρα
είχανε φίλους αφοσιωμένους
κι εραστές πιστούς.
Μακάριος ο ύπνος τους
άρωμα πεύκου και θαλασσινό αγέρι
ας μυρώνει πάντα τ΄όνομά τους
αυτοί, Θεέ μου, μοιραστήκαν την αγάπη…


**

Νικοβούλη η εν Εφέσω καλή

Δέσποινα ή εταίρα
αυλητρίς ή ορχηστρίς
αρχόντισσα ή θεραπαινίδα
ποτέ δεν θα το μάθουμε
ούτε και τ’ άλλα επίλοιπα του βίου της,

μα είναι ωραία η Εφέσια Νικοβούλη
κι αυτό είν΄αρκετό
μαζί με την αγάπη του ταξιδεμένου εραστή της
που φωτίζει ακόμη το ρεπιασμένο ιερό
για να διαψεύσει τον σκυθρωπό της πρόγονο΄

ελικοβλέφαρη και γλυκομείλιχη
δεν είναι η φωτιά ούτε ο πόλεμος,
τροπές της Ομορφιάς και της Αγάπης
μαζί σου ο κόσμος Νικοβούλη.


Το σκοτάδι

«Και να προσέχεις το σκοτάδι»
έλεγε η μητέρα μου
και με συνόδευε ανήσυχη ως την εξώπορτα΄
οι λασπωμένοι δρόμοι
έστηναν το μεσοχείμωνο πολλές παγίδες.

Μα ποιος την άκουγε
και πώς να την ακούσω
τώρα που άσφαλτα βαδίζω για το αξημέρωτο σκοτάδι
κι όλα μοιάζουν αλλόκοσμα
σαν τις παρατημένες τηλεοπτικές συσκευές
πλάι στους κάδους των απορριμμάτων
κι εκείνο τον καθαριστήρα στο κατώφλι δεξιά
για το ξελάσπωμα των παπουτσιών
όταν επέστρεφα τ΄άγρια μεσάνυχτα.


Το γουργουρητό

Ακόμη κι αν συγκατανεύεις στις θωπείες μου,
δεν κάνεις λιγότερο ανοίκειο το απροσπέλαστο΄
είσαι μια λόχμη παντοτινά νυχτερινή και αδιαπέραστη
που δεν αυλάκωσαν ποτέ οι άνεμοι της ιστορίας
κι όσο βυθίζεσαι μ’ ατέλειωτα γουργουρητά στην αγκαλιά μου
τόσο πιο σκοτεινό κι ανεξιχνίαστο
προβάλλει το ακατανόητο,
σαν τα σουβλερά σου δόντια και τα νύχια
που δήθεν ανεξίκακα στα παίγνια μας
μαγκώνουν τις παλάμες μου.

Συνέχισε, συνέχισε το αέναο γουργουρητό,
τις γνώρισα τις χαρακιές της μοίρας
τα δόντια και τα νύχια της·
είδα τα μάτια της μέσα στα μάτια σου
κι ένιωσα το ακατανόητο να πάλλεται ολοζώντανο
σαν την κοιλιά σου μες στα χάδια μου.


Η διαδήλωση

Πρέπει να οργανωθεί εξάπαντος
μια οικουμενική, μια παγκόσμια διαδήλωση
άνθρωποι ζώα και φυτά
οι θάλασσες και τα θαλάμια τους, τα σύννεφα και οι ανέμοι
με επικεφαλής τη γάτα μου και την τριανταφυλλιά μου
όλα τα πλάσματα να σμίξουν
σε μιαν ατέλειωτη, ασίγαστη διαμαρτυρία

να συντριβεί οριστικά ο Άδης
να πάψει πια η τρομοκρατία του θανάτου΄
ν΄ ακουστεί πάλι ο λόγος «Γεννηθήτω Φως».

Πηγή: https://frear.gr/?p=28421

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου