Βαριέ θάνατε, πουλί με σιδερένια φτερά,
δεν ήσουνα εσύ αυτό πού ο φτωχός κληρονόμος των σπιτιών
κουβαλούσε μέσα από σύντομα βρώματα, μέσα στο άδειο
πετσί του.
Αυτό ήταν κάτι άλλο, ένα φτωχό ανθόφυλλο από ξεφτισμένο
σκοινί, μόριο από στήθια πού δεν πήγανε στη μάχη,
ή δροσιά στυφή που δε στάλαξε στο μέτωπο.
Ήταν αυτό που δεν μπόρεσε να ξαναγεννηθεί, ένα κομμάτι
του μικρού θάνατου χωρίς ειρήνη ούτε γη:
ένα κόκκαλο, μια καμπάνα που πεθαίνει μέσα του.
Ανασήκωσα τις γάζες με το ιώδιο, βύθισα τα χέρια μου
μέσα στους φτωχούς πόνους πού σκότωναν το θάνατο
και στην πληγή δε βρήκα τίποτ’ άλλο από μια παγωμένη
ριπή ανέμου
που τρύπωνε απ’ τις σκοτεινές ρωγμές της ψυχής.
Πηγή: Γενικό Άσμα, Τόμος Πρώτος, μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου, Αθήνα: Gutenberg 1974.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου