Τελικά με θρέψανε τρία ποτάμια. Ο Ερύμανθος (Ντουάνα), ο Λάδωνας, ο Αλφειός. Κάπου κοντά στ' Άσπρα Σπίτια και το Μπέλεσι τα ποτάμια σμίγουν, γίνονται Αλφειός που κυλάει έξω από τα Ολύμπια και παρακάτω χύνεται στη θάλασσα, κοντά στην Αγουλινίτσα - το χωριό που γεννήθηκα - το σπίτι που γεννήθηκα - η κυρία Ρούσα Βενέτα Σινοπούλου - ο καθηγητής κ. Γιώργης Σινόπουλος - τα κουνούπια της Αγουλινίτσας - το κρασί και το λάδι της Αγουλινίτσας - τα ψάρια και τα χέλια από τη λίμνη της Αγουλινίτσας - τώρα την ξέραναν, πάει κι αυτή.
==
Κατοικούσα τότε Αγίας Αναστασίας 7, Περισσός. Το σπίτι περίπου ισόγειο, γωνία. Επάγγελμα γιατρός. Οικονομική κατάσταση, μετριότατη. Απασχόληση: η ποίηση κι όλα τα σχετικά. Και είναι Αύγουστος. Μεσημέρι Αυγούστου. Τα ψιθυρίσματα δύο ανθρώπων έξω από το παράθυρο, ο αέρας του Αυγούστου σηκώνει χώματα και σκόνη, οι απέναντι λεύκες στο μικρό κήπο σαλεύουν άσκημα, το κρεβάτι κακοφτιαγμένο, η ντουλάπα απέναντι από το κρεβάτι, ο σκοτωμένος ύπνος. Η σκόνη μιας Τετάρτης μεσημέρι - απομεσήμερο καλοκαιριού, βουλιάζεις στη ζέστη, διαλύεσαι. Το καλοκαίρι ένας καθρέφτης του κενού.
==
Σάββατο όλη τη μέρα με ψιλή βροχή, νυχτερινή περιπλάνηση στους έρημους δρόμους. Καταβύθιση σε θολά συναισθήματα, μνημονικές αναδρομές ανεξέλεγκτες, στο απροσδιοόριστο άπειρο-μηδέν, ή στο για μένα δεν υπάρχει τόποτα. Σκέψη μιας γρήγορης αυτοκαταστροφής, που ξύνει το μυαλό και φεύγει. Αργότερα επιστροφή στο σπίτι, στην αδιατάραχτη ησυχία. Μονάχα ένα λάθος τηλεφώνημα και τίποτ' άλλο. Ύστερα το βιβλίο, Borges, Blanchot, καμιά παρηγοριά. Η σόμπα, η παγωνιά του Μάρτη μήνα. Η Κυριακή την άλλη μέρα γιομάτη πνιγμένες κραυγές, ωστόσο άγριες απ' το πρωί ως το βράδυ. Ακατάπαυστα.
==
Από αρκετόν καιρό έχω κουφαθεί (ή μισοκουφαθεί) από το δεξί μου αυτί. Το αριστερό, για την ώρα δουλεύει καλά. Στις παρέες, στις συζητήσεις, στη δουλειά μου δεν έχω καμιά δυσκολία. Όταν όμως κοιμάμαι δεν ακούω πολλές φορές μήτε το τηλέφωνο, μήτε το ξυπνητήρι. Στο διάστημα της ημέρας δεν ξεχωρίζω τα λόγια της Μαρίας, όταν μου μιλάει από το άλλο δωμάτιο. Ωστόσο μου φαίνεται πως τώρα ακούω καλύτερα από πριν τις λεγόμενες "εσωτερικές" φωνές. Φαίνεται πως στο κορμί μου ανοίγονται καινούργιες διαρκώς / στοές ακοής. Έτσι το λέει κάπου η Ελένη Βακαλό.
==
Βράδυ ώρα 8 συνάντηση με τον κ. Άγγελο Τερζάκη, διευθυντή του περιοδικού "Εποχές", στο γραφείο του, 3ος όροφος, αριστερά προτού φτάσεις στην πόρτα του "Ταχυδρόμου". Χτυπάω με γωνία το δάχτυλο. Εμπρός. Μπαίνω. Χειραψία. Καθίστε. Κάθομαι. Το θέμα είναι ν' αναλάβω την κριτική της ποίησης στο περιοδικό, εναλλάξ ή ταυτόχρονα με τον κ. Κώστα Στεργιόπουλο. Όλα αυτά μετά την παραίτηση του Αλεξ. Αργυρίου. Ο κ. Τερζάκης σοβαρός - όπως πάντα. Στο "σοβαρός" περιλαμβάνεται και το "αγέλαστος". Διευκρινίζει ορισμένες λεπτομέρειες. Φροντίστε, λέει, αυτό, τούτο, εκείνο. Κατά τα άλλα είστε απολύτως ελεύθερος να διατυπώνετε τη γνώμη σας. Υποχρέωση καμία, προκατάληψη καμία. Ο κ. Τερζάκης σηκώνεται. Ευθυτενής. Από σήμερα κ. Σινόπουλε σας θεωρούμε ταχτικό συνεργάτη των "Εποχών". Χειραψία.
Χαίρετε.
Χαίρετε.
==
Προχτές τη νύχτα, ώρα 10, ταξίδι στον Πύργο με το λεωφορείο, για να ψηφίσω. Το λεωφορείο γεμάτο, πήχτρα. Γέλια, καυγάδες, φασαρία, φωνές. Έφτασα στον Πύργο χαράματα. Περπάτησα στους έρημους δρόμους, στο Σταθμό, στο Επαρχείο, στην Παλιόβρυση, στην Αγορά, στη γειτονιά τους Άι-Θανάση, Χαλικιάτικα, Κοκκινόχωμα. Ακατοίκητα σπίτια, πολλοί που φύγανε, περίεργες καταστάσεις, ανακατέματα στο βυθό της μνήμης.
Όταν βγήκε ο ήλιος πήγα και ψήφισα. Ύστερα στο σπίτι, κοιμήθηκα 2-3 ώρες, πολύ κουρασμένος. Μεσημέρι φαγητό στον Αγιαντρέα κι η θάλασσα ήσυχη να λάμπει στον ήλιο, απόγευμα ώρα 5 έφυγα. Έφτασα στην Αθήνα περίπου μεσάνυχτα. Κάθε ταξίδι εκεί κάτω ταυτόχρονα και ταξίδι στο παρελθόν. Ένας ολάκερος ξεχασμένος κόσμος έρχεται και συνωστίζεται στο προσκήνιο. Πολλή συλλογή, πολλή θλίψη και κάτι μικρά σπαράγματα, κάποτε βγαίνουν άγρια στην επιφάνεια.
==
Απόψε στο σπίτι έρχεται ο Σεφέρης με την Μαρώ. Κι ο Σαββίδης με τη Λένα. Κι ο Αργυρίου. Πρόχειρες κοφτές κουβέντες, ζωηρές, πράγματα μισοειπωμένα, άλλα αποσιωπημένα. Ο Σεφέρης δεν κάθεται. φυρίζει, κοντοστέκεται, κοιτάζει, ξανάρχεται, το μάτι του ψάχνει, σκαλίζει τα πάντα. Κοιτάζει τους πίνακες που έχω φτιάξει, ρωτάει. Δε λέει γνώμη καμία, παρατήρηση καμία. Κατεβάζω έναν πίνακα απ' το καρφί. Αυτός είναι για σας, του λέω. Ήτανε εκείνο το άλογο, το κεφάλι του βγαίνει παλεύοντας μέσα από ένα πλήθος ανάκατες φόρμες που δένουν το κορμί του αιχμάλωτο. Το κεφάλι είχε μια τρομαχτική προσπάθεια να ξεφύγει, μια δυνατή απόγνωση. Ο Σεφέρης έχει αλλάξει κουβέντα. Η βραδιά συνεχίζεται. Έφυγε νωρίς χωρίς να πάρει τον πίνακα.
==
Όσο θυμάμαι, η σιγουριά δεν ήταν μάνα μου (αυτό το κατάλαβα κάπως νωρίς) - μήτε και των γονιών μου η μάνα (πράγμα που το 'ξερα πολύ νωρίς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου