Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Σωκράτης Καψἀσκης - Έντεκα μικρά ποιήματα



I
Όνειρό μου απροστάτευτο μέσα σε κίνδυνο
σαν οξύ που καθαρίζει τα μέταλλα σε περιβάλλει το φως
και σαν οξύ τον όγκο σου εξαφανίζει.

Είμαι όλος σκοτεινιά στις δίπλες του σώματος
στις δίπλες των σπλάχνων μου αναγγέλλονται
όσα το δέρμα και τα δάχτυλά μου αισθάνονται.

Γι' αυτό και ό,τι από μέσα μου ζητάει να βγει το αγαπώ
στο φως το εμπιστεύομαι αυτό το καλύτερο
και στο φως αυτό το πολύτιμο το ενταφιάζω.

Σα χελιδόνια που πρωτοβλέπει τα μικρά της να φτερουγίζουν
έτσι πικρά βλέπω τα όνειρά μου να υψώνονται
με τέτοια οδύνη να απομακρύνονται μέσα στο φως.

Όνειρό μου ανυπεράσπιστο επάνω στα ύψη σου
ουρανέ μου ολοσκότεινε που πορεύομαι μέσα σου
όπως το ψάρι ανοίγει μέσα στο νερό το δρόμο του.

ΙΙ
Με πάνε σαν ποτάμι τα αισθήματα
στόματα ανοίγουνε και μου μιλούν χωρίς να αισθάνομαι
αυτή την τραγική φωνή που απελπισμένη χάνεται
χωρίς να ελπίζει να ακουστεί.
Πονάει το σώμα μου σαν της ετοιμόγενης
που κακιά γέννα προμηνάει το απόγευμα
και όλο βυθίζομαι στο σώμα μου και δεν μπορώ
ν' ακούσω τις φωνές σας, φίλοι.

ΙΙΙ
Σπαταλημένο καλοκαίρι,
πρόσωπο που γέρασε
στη μέση ενός κύκλου από καθρέφτες
καθώς χαμήλωνε το φως.

IV
Δόντια του λύκου
δέρμα του σκατζόχοιρου.
Ένας υγρός χειμώνας
κι ένα καλοκαίρι ατέλειωτο.

Άφησα το κορμί μου να επιπλέει στην ακρογιαλιά.
Μπορείς να το δεις να βουλιάζει
χωρίς σημασία.
Ο αγέρας από την πεδιάδα
τό 'σπρωξε μακρυά.
Θα το βρούνε κάποτε
γύρω από τα νέα δελφίνια
και τις γέρικες φώκιες.

Δεν έμεινε τίποτα
και όσα η άνοιξη μού υποσχέθηκε πέρασαν
στη σκοτεινή πλευρά της μνήμης.

V
Εφτά τα θαύματα και δεν σε βρήκα εκεί
μήτε στις δυο χαρές μου, σιωπή και μουσική.

VI
Ο πρωινός άνεμος ρυτίδωσε το βλέμμα μου.

Οι ελιές με κοίταξαν κατάφατσα
καθώς μέσα στο εκτυφλωτικό φως
τα πρόσωπα του ονείρου μου
έστριψαν τις ράχες τους και χάθηκαν
πίσω από τα λιόδεντρα.

Το σώμα μου άρχισε να ανεβαίνει με το φως
βουίζοντας σαν ένα μελίσσι
αφήνοντάς με μόνο εδώ
πλάι στο άδειο φλυτζάνι του καφέ.

VII
Κι είπα μη βιάζεσαι
θαρθεί ο καιρός
θα κλείσει ο κύκλος κάποτε
μέσα απ' το σώμα σου πληθαίνουνε τα σήματα.

Γιατί το σώμα μας ξερόκλαδο είναι της φωτιάς
μα πρώτα πρέπει να στεγνώσουν οι χυμοί
σιγά-σιγά.

Μην το ξεχνάς λοιπόν
μετά το μπάνιο εδώ στου πεύκου τη σκιά
καθώς το σώμα σου δροσίζει ο θαλασσινός αέρας
μην το ξεχνάς
αυτός ο δροσερός αέρας σε ξεραίνει
σε ετοιμάζει για τη φωτιά.

VIII
Πρώτα σκοτώσαμε την επανάσταση
ύστερα μαγαρίσαμε τον έρωτα
και τελικά ξεκάναμε το σώμα μας.

Έργο κουραστικό και δύσκολο που τα παιδιά μας
με τη σειρά τους προσπαθώντας να το καταφέρουν
δεν βρήκανε καιρό για να μάς θυμηθούνε.

IX
Κάθε μέρα το σώμα μου υφίσταται
τις συνέπειες των πράξεων της αριθμητικής
αφαιρείται
προστίθεται
διαιρείται
πολλαπλασιάζεται
μέχρι τη μέρα που θα μηδενιστεί.
Τόσο δύσκολο να φροντίζω αυτό το υπόλοιπο
κάθε μέρα πιο άχρηστο και βαρύτερο.

X
Μήτε επιστρέφουν μήτε συνεχίζονται
αυτά τα ατέλειωτα καλοκαίρια.

Όμως εγώ
θα προσπαθήσω να κρατηθώ
από πράγματα που μου ήταν άλλοτε αδιάφορα.

Αυτά που αγάπησα
σιγά-σιγά τρίφτηκαν από την αγάπη μου
δεν με κρατάνε πια καθώς βυθίζομαι
καθώς ψάχνω να κρυφτώ μέσα στο σώμα μου
που ολοένα βουλιάζει.

Θα προσπαθήσω να κρατηθώ από τη βεβαιότητα του θανάτου μου
έτσι απλά όπως κοιτάζω την αθόρυβη βροχή
πίσω από τα κλεισμένα τζάμια.

ΧΙ
Του φτωχού το ψωμί
γλίστρησε χάμω στο χώμα.
Του τυφλού η υπομονή
δεν εξαντλήθηκε ακόμα.

Της ορφανής το πανί
σκίστηκε δίχως ήχο.
Του φυλακισμένου η φωνή
τρίφτηκε πάνω στον τοίχο.

Πεινάω διψάω πονάω
δε θέλω στο γιατρό να πάω.
Πεινάω διψάω πονάω
θέλω στη μάνα μου να πάω


Πηγή:[Από τη συγκεντρωτική έκδοση του Σωκράτη Καψάσκη, Διαδρομή, εκδ. Επτανησιακά Φύλλα, Ζάκυνθος 2002, σ. 89-101]

Αναδημοσίευση από:http://www.parathemata.com/2007/08/blog-post_30.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου