ΚΟΛΥΜΒΗΤΕΣ
Πάνω στο βράχο ζυγιάζουν το κορμί τους
το εύκαμπτο λύγισμα των μελών
κρύβε σχεδόν ατέλειες,
κινήσεις που διασώζουν στο φως
τον σύντομο σπασμό της ηδονής,
το τέντωμα των μυών
καθώς ανοίγουν μια σήραγγα στο κενό
ώς να βυθιστούν στα πράσινα νερά.
Έπειτα άλλοι νέοι παίρνουν τη θέση τους
η ίδια κατανυκτική ιεροτελεστία.
Σώματα σπαταλημένα
στα καλοκαιριάτικα παιχνίδια
δεν υπάρχει χρόνος να ξαναπλασθούν
η δροσερή τους σάρκα
δεν θα ξανανθίσει στα κλαριά των σκελετών,
μόνον η θριαμβευτική ματιά τους
μετά την ανάδυση
θα ομορφαίνει επικίνδυνα μέσα στη μνήμη μου
ετούτη τη θάλασσα.
(ΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ ΤΗΣ ΟΣΤΡΙΑΣ, 1983)
ΑΤΕΛΕΣΦΟΡΟ
Πέφτουν τ’ αγαπημένα σώματα το ένα πάνω στ’ άλλο
κι αυτό που κατακάθεται στη μνήμη
η προσωποποίηση του ανεκπλήρωτου
που διαλύει
τις σκαλωσιές του νου.
Ότι επενδύσαμε σ’ απρόσιτες αγκαλιές
δεν επιστράφηκε ποτέ
κι εμείς υπόλογοι
απέναντι στον εαυτό μας
γι’ ατασθαλίες
δανεισμούς παράνομους
κι άλογες δωρεές.
Δεν μας δεχθήκαν. Δεν υπήρξαμε.
Έρωτες που χτίσαμε χωρίς έξοδο κινδύνου.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Τώρα
έθρεψε η φλούδα που κάποτε
χαράξαμε τα αρχικά μας
τα χώνεψε μέσα του το δέντρο
αύριο
θα τα ξεδιπλώσουν στον αέρα
τα τσεκούρια των ξυλοκόπων
(ΡΕΚΒΙΕΜ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΩΙΝΌ ΤΕΛΟΣ, 1985)
ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΠΑΤΡΙΩΤΕΣ
Στον Γιώργο Κακουλίδη
Κάθε πρωί πιάνω δουλειά στην κόλαση
τις φλόγες συντηρώ με δροσερά κορίτσια
λευκά μωρά φτυαρίζω στο πυρ το εξώτερον
κομμένα κεφάλια σωριάζω στα κοφίνια
από την άλλη
μαλλιά, γυαλιά, δόντια χρυσά
να έρθει ο διάβολος
ζεστά κορμιά στον πάνω κόσμο να μοιράσει
τα τιμαλφή
να εξαργυρώσει.
Κάθε πρωί πιάνω δουλειά στην κόλαση
το μεσημέρι επιστρέφω σπίτι
τρώγοντας διαβάζω εφημερίδα
για γάμους, βαφτίσια και κηδείες
αν πάρει το μάτι μου κανένα όνομα γνωστό
σκέφτομαι πως γρήγορα χάνονται
οι καλοί πατριώτες
για λίγο το πιρούνι μου στέκει μετέωρο
μα ύστερα με περισσότερη όρεξη
βυθίζεται στο ψητό
γιατί η ζωή φροϋλάιν συνεχίζεται…
Κάθε πρωί πιάνω δουλειά στην κόλαση
η ταυτότητά μου γράφει ακόμα
επάγγελμα: αρτοποιός
(Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΤΑΦΗ ΤΗΣ ΕΛΕΟΝΩΡΑΣ ΤΙΛΣΕΝ, 1988)
ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ
Ο Θάνατος διαβάζει πάνω στο χιόνι
τ’ αόρατα χνάρια των ελαφιών
τα μικροσκοπικά σημάδια του ασβού
του λύκου τα’ άκομψα ίχνη
μες στον χιονιά δύσκολα χάνει
τα βήματα του ανθρώπου
που ονειρεύεται.
Η ΜΝΗΜΗ ΕΙΝΑΙ ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ
Η μνήμη είναι νερόμυλος
τρίζει σαν σκελετός
που νοσταλγεί το χώμα
ο ποταμός πατέρας μου
γυρνάει τη φτερωτή
τις νύχτες μου αλέθει
δίχως το χνούδι ενός κορμιού
στο τέλος ν’ απομείνει
έστω μια σκόνη άστατη
δειλά να σαβανώσει
τα σώματα που αποχωρίζονται
για πάντα το είδωλό τους.
(ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΗΣ ΕΔΕΜ, 1990)
ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΣΤΟΡΑ
Από νωρίς ρίξαν οι άγγελοι
μια στρώση μαύρου ουρανού
να χτίσουν ανενόχλητοι τ’ αόρατο.
Δουλεύουνε πυρετωδώς
– το χάραμα για να τους βρει
με τα κλειδιά στο χέρι –
οι χτίστες στο Σκορπιό
οι σιδεράδες στη Μικρή
και τη Μεγάλη Άρκτο
οι μαραγκοί στις μακρινές Πλειάδες
πώς θα ’ναι το αόρατο
κανείς μας δεν το ξέρει
ίσως διαμπερές, μάλλον ευάερο
δίχως μεσοτοιχίες
να κρυφακούν οι άπιστοι
και τα θεμέλια πώς στέριωσαν
χωρίς καμιά θυσία;
ακούω τους ήχους των κτιστών κι ελπίζω
ο Πρωτομάστορας να πρόβλεψε
ένα κενό κάτω απ’ τις πέτρες
με θέα στ’ ορατό
απεριόριστη.
(ΤΟ ΚΙΤΡΙΝΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΟΥ ΒΑΝ ΓΚΟΓΚ, 1995)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/tha-epistrefoun-pantote-afti-pou-adika-lismonithikan/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου