Πρέπει να σου μιλήσω...
Δίχως σκιάδι στα μάτια,
δίχως μάτια που ν' απαντούν στον πρωινό σου χαιρετισμό,
μέναμε όρθιοι όταν
ο ήλιος πυρπολούσε βράχια, βλέφαρα, καρδιές,
όταν μες στη βροχή τη νύχτα ξεκλέβαμε μια μακρυνή μουσική,
κι όμως με το μάγουλο πάντα μες στη ζεστή σας παλάμη,
ακόμα κι όταν την τραβούσατε μακρυά,
ακόμα κι όταν καν δεν την απλώνατε,
ακόμα κι όταν λέγαμε:
Καλύτερα έτσι,
καλύτερα!..
Κανείς ποτέ δε μπόρεσε να μας αποστερήση
την παλάμη αυτή...
Μα τώρα το καλοκαίρι μπήκε μέσα
στο καλύβι μας.
Ίσως να ήρθε ξαφνικά.
Ίσως να πέρασε το φράxτη
όταν εμείς βρισκόμαστε στο πλοίο
και πώς να δης εκεί τα xόρτα που κιτρίνισαν...
Όμως ήρθε...
Οι σκιές σκληράνανε μαζί με το κριθάρι.
Κ' οι πέτρες κάτω στο ποτάμι καίνε.
Δε μπορείς άλλο να ρωτάς τον άνεμο...
Όταν γλυκαίνουν τα σταφύλια,
το αύριο πηδάει πίσω απ'τη μάντρα τ' αμπελιού και φεύγει.
Οι σκιές σκληράνανε.
Οι λέξεις τεντώσανε και τρίζουν.
Απαιτούν να ειπωθούν...
Θα σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγος
κ' η φωνή μου θα σε φτάση...
...Αλήθεια, έχεις σκεφτή ποτέ,
τι 'ναι για μας αυτή η μακρυνή ομιλία;
Φυσικά, δεν ξέρεις το πόσο σ' αγαπώ.
Ίσως καμμιά φορά να συλλογιέσαι:
...Μα ναι.., Θάπρεπε!..
Ίσως καμμιά φορά να λες..-
μα τι να λες;..
Ένα κλωνί της σκέψης σου δεν μπορώ να πιάσω...
Οι καθημερινές φροντίδες, λέει...
Η ζωή με τις απαιτήσεις της, λέει...
Άλλωστε δεν είναι εκείνη που φαντάζεσαι...
Μα ποιος είπε πως εγώ φαντάζομαι;
Εγώ ξ έ ρ ω!..
(απόσπασμα)
Από την Ανθολογία της νεοελληνικής γραμματείας
του Ρένου Ηρακλή Αποστολίδη (τόμος 3ος)
Τα Νέα Ελληνικά, 1972
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου