Ο παππούς μου καθόταν στη μέση του χωριού.
Ήμασταν όλοι γύρω του
παιδιά των γιων των ανιψιών και των γειτόνων.
Μέσα στην τελευταία ακτίνα του βλέμματος
που ολοένα βασίλευε την κόψη του
ξεραμένη πίσω από τους καταρράκτες.
Η μαύρη μάλλινη φορεσιά του.
Μπροστά του απλωνόταν ό,τι δεν θα μπορούσε τώρα
πια να δει, ό,τι ίσως είχε κάποτε δει
όσα είχαν περάσει.
Πίσω του βρίσκονταν όσα δεν θα έβλεπε
ό,τι δεν θα μπορούσε ποτέ να δει, το τέλος
του καλοκαιριού που απομακρυνόταν στο μέλλον.
Μας άγγιζε αν άπλωνε το μπαστούνι του.
Αν σηκωνόταν απ’ την παλιά ξύλινη καρέκλα
ορθός μέσα στο σώμα του ήλιου.
Σε λίγο θα ‘γερνε η δροσιά.
Καθόμασταν κουρασμένοι στο χώμα
η κάθε μια του μυρουδιά τσιμπημένη
από αεικίνητες κότες.
Του έφεραν σταφύλια να δροσιστεί.
Σε ένα τοσοδά πιατάκι
πιο μικρό απ’ το άλφα του Αυγούστου
ένα μικρούτσικο τσαμπί ρόγες.
Ίσως να το ένιωσε από το θρόισμα των ματιών μας
που άγγιζαν λαχταριστά τα λίγα σταφύλια.
Τα έκοψε ήσυχα ένα ένα και μας τα μοίρασε.
Γρήγορα θα περνούσαν οι μέρες του καλοκαιριού.
Πίσω μας τα φτυσμένα κουκούτσια από τα σταφύλια
τσιμπολογούσαν οι σκοτεινές κότες της ηλικίας του.
Μπροστά μας οι παραλίες του μέλλοντος πλημμύριζαν
με τα σκληρά κύματα των τρυφερών μας βλεμμάτων.
Πηγή: (Από τη συλλογή «Η άλλη γλώσσα», εκδ. ύψιλον, 1981. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Γιώργου Χουλιάρα «Δρόμοι της μελάνης», εκδ. Νεφέλη, 2005.
Αναδημοσίευση από: https://www.andro.gr/empneusi/oi-poiites-gia-ta-kalokairia-ton-paidikon-tous-xronon/3/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου