Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

Νικηφόρος Βρεττάκος - Ποιήματα

 

Τὸ ταξίδι τοῦ Ἀρχάγγελου

Τὸ σκάφος τοῦτο, ποὺ σοφὸ τιμόνι
τὸ πέρασε ἀπὸ χίλιες καταιγίδες,
ποὺ ἄστραψε στὰ νερὰ τῶν ἀνοιγμένων
ἀβύσσων τ’ οὐρανοῦ· τὸ σκάφος τοῦτο,
ποὺ ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν καταγωγή του
τῶν θαλασσῶν οἱ ὁρίζοντες, ποὺ κλάψαν
μπρὸς στὸν ἡρωϊσμό του τὰ στοιχεῖα
καὶ ποὺ σ’ αἰωνιότητες καθρέφτισε
τὴ μεθυσμένη πλώρη του, μεσίστια
κατέβασε τὴ σημαία του· κι οἱ ναῦτες,
ἄγρυπνοι, θλιβεροί, καταισχυμένοι
μὲ ματωμένα πρόσωπα προσεύχονται…
Μέσ ’ ἀπὸ τὸ αἰώνιο δάσος, πρὶν ἀκόμα
στὸ φῶς ὀρθὰ νὰ δέσουν τὰ πλευρά του,
τῆς θάλασσας γρικοῦσε τὸ τραγούδι
ποὺ στοῦ κενοῦ τὴν ἄχνη βυθιζόταν
καὶ πέρ’ ἀπ’ τὰ γλαυκὰ τοῦ κόσμου σπλάχνα,
πάνω ἀπ’ τὴ γῆ, ξανάφερνε τὸν ἥλιο.
Χοχλάζανε τὰ κόκκινα νερά της
κι ὡς χάραζ ’ ὁ ἥλιος κι ἔμπαινε στὸν κόσμο,
ἔσπαζε ἡ νύχτα πάνω ἀπ’ τὴν ‘ Ιθάκη
σ ’ ἑκατομμύρια κρούσταλλα, ποὺ ἁπλώναν
σπιθίζοντας, κι ὡς ἔλιωναν, γρικοῦσε
τοὺς ἀνοιχτοὺς ὁρίζοντες νὰ βουΐζουν
μιὰ γαλανὴ βοή· κι ὅλο τὸ δάσος,
γιορταστικὰ σαλεύοντας ὣς πέρα,
τραβιόταν ἀπ’ τὶς ρίζες κι οἱ κορφές του
μὲς στὰ γαλάζια ἐκύλααν δαχτυλίδια…

Εκεῖ ποὺ διασταυρώνει τὰ νερά του
μὲ τοῦ ὠκεανοῦ τὴν ἄχνη ὁ Γαλαξίας
τὴ νύχτα, ἐκεῖ ποὺ λιώνει τὴν ἡμέρα
τὸ διάστημα σὲ φῶς ἐκεῖ τὸ βλέμμα
πέθαινε τῶν ναυτῶν του. Μέρα – νύχτα,
μέσα του πόθος ἔκαιγεν οὐράνιος
νὰ πάρει τὰ πανιά του καὶ νὰ φύγει.
Νὰ διπλωθεῖ στὸ χάος κι ἀφοῦ στὶς φλόγες
τῶν ξωτικῶν ἠπείρων κολυμπήσει,
κι ἀφοῦ περάσει πίσω ἀπ’ τὰ γαλάζια
τείχη κι ἀφρὸς στὶς πέρα καὶ στὶς δῶθε
θάλασσες λικνιστεῖ, νὰ κάμψει πάλι
τὸν ὠκεανό, πλησίστιο γιὰ τὴ δύση.
— Νὰ φύγει μιὰν αὐγή, νἄρθει ἕνα βράδυ,
κι ὡς μιὰ λευκὴ φωτιὰ ποὺ θὰ χαράζει
σὰν ἀπ’ τὸν οὐρανό, νἄμπει ἕνα βράδυ
μὲς στὸ λιμάνι, φέρνοντας μαζί του
τὸ μυστικὸ τῆς βλάστησης τῶν ρόδων,
ποὺ τὰ βουνὰ θὰ ντύναν τῆς ‘ Ιθάκης
κι οἱ ταπεινοί της κάτοικοι θὰ βλέπαν
νὰ βασιλεύει μέσα τους ὁ ἥλιος!

1938, ἀπόσπασμα

~.~

Ἔξοδος μὲ τὸ ἄλογο

Σὰν κόκκινος χαλκός, ἔξω ἀπ’ τὴν πόρτα
τ’ ἄλογο τῆς χαρᾶς, μὲ τὸ κεφάλι
στυλωμένο κατάντικρυ στὸ σύμπαν,
χρεμετίζει ἀνεβάσταγο! ῾Ο λαιμός του
πάλλεται μὲς στὸ φῶς σὰν ν’ ἀναβλύζει,
ἀστράφτει ἀπανωτά, ὁ κόσμος ἔχει
σκιστεῖ σὰν ἀποκάλυψη. Πηδῶντας
πάνω του μονομιᾶς, παίζω τὰ γκέμια
καὶ τὸν ἥλιο στὰ χέρια μου. Καλπάζει,
σπιθοβολοῦν τὰ πέταλα, χορεύουν
δυὸ ρόδα στὰ καπούλια του! Γιομίζει
φῶς κι οὐρανὸ τὸ στόμα μου, ἡ ψυχή μου
ξακοντίζεται στὸ ἄπειρο: «χαρά!
» ῎Ησουνα ἐσύ, χαρά! Σαράντα χρόνια
» γιατί νὰ μὴ μοῦ εἰπεῖς. Δὲν τό ’χα νιώσει
» πὼς ἤμουν ἡ ἀποθήκη σου, χαρά,
» πὼς κουβαλοῦσες μέσα σου κανίστρια
» μ’ ἀντιφεγγιὲς ἀπ’ τ’ ἄπειρο, πὼς ἦταν
» τὰ χέρια σου, χαρά, ποὺ ξεδιπλῶναν,
» τὸ οὐράνιο τόξο πάνω μου, πὼς ἤμουν
» γιομάτος πόρτες ποὺ ἔμπαιναν τ’ ἀστέρια
» κι ἔμπαιναν τὰ πουλιά! Τώρα θυμᾶμαι!
» ῎Ησουνα, ἐσύ, ποὺ φώναζες τὶς νύχτες,
» μέσ’ ἀπ’ τὸ τζάκι, κάτω ἀπ’ τὸ σκαμνί μου,
» πάνω ἀπὸ τὸ φεγγίτη. ῎Ησουνα ἐσύ,
» ποὺ τὴν αὐγὴ λουλάκιαζες τὰ ρείκια,
» ποὺ κούναγες τ’ ἀστέρια καὶ τὸ γέλιο
» τ ’ ῾Αι-Γιωργοῦ ποὺ κοντόστεκε τραβῶντας
» τ’ ἀλόγου του τὰ γκέμια καὶ ποὺ πάντα
» μὲ κοίταζε σὰ νά ’ θελε ν’ ἁπλώσει
» τὸ χέρι του στὸν ὦμο μου! Χαρά,
» ἤσουνα, ἐσύ, χαρά, ποὺ εἶχες ἀνοίξει
» ἕνα χρυσὸ παράθυρο στὰ μαῦρα
» σύννεφα τ’ οὐρανοῦ, εἶχες ἀκουμπήσει
» πάνω του καὶ μὲ φώναζες, χαρά,
» ἤσουνα ἐσὺ χαρά…»

.                                            «Δῶστε τὰ χέρια!
Πλησιάστε τὶς καρδιές! Κλάφτε ἀπ ’ ἀγάπη!»

1952, ἀπόσπασμα

~.~

῾Η ἀπόσταση καὶ τὸ χιόνι

1961

Χτενιζότανε ὣς λίγο πιὸ πρὶν
ἡ Παρθένος Μαρία. ῎Εχει τώρα σταυρώσει
πάλι τὰ χέρια της, γιομάτη περίσκεψη.
Κάτι γίνεται μέσα στὰ μάτια της ποὺ
ἐγὼ δὲν τὸ ξέρω.
Κάπου θὰ χιόνισε.
Νιώθω στενόχωρα. ῍Αν εἶχε
τὰ δάχτυλα ἐλεύθερα, ἂν δὲν
κρατοῦσε ἕνα κρίνο –
θὰ τῆς ἔδινα ἀπόψε
νὰ ζεστάνει τὰ χέρια μου.

~.~

῾Η ἑτοιμασία τοῦ τραγουδιοῦ

Η κάθε μου μέρα, ἔτσι τελειώνει:
Μ’ ἕνα ποτήρι λύπης στὸ χέρι μου.
Εἶναι τὸ λάδι τῆς μηχανῆς ποὺ φτιάχνει τὰ
χρώματα.
Εἶναι τ’ ἄσπρο μαλλὶ ποὺ ὑφαίνει ἕνα μέγα
σχέδιο στὸ φῶς – μιὰ πόλη, ἕνα ὄνειρο. Εἶναι
τὸ ψαλίδι τοῦ ἀγγέλου ποὺ κόβει τὴ μαύρη
σιωπή, μὲ σημεῖα μουσικά, ἀτελεύτητα.
Ποὺ φτιάχνει πεντάγραμμα, ραβδώνοντας μ’ ἄσπρα
τέλια τὴν ἄβυσσο —
Κάθε βράδυ παλεύω
στὸν γκρεμνὸ μὲ τὸ θάνατο, κρεμασμένος σχεδόν,
ἀλλὰ ὄρθιος, πατῶντας στὴν κόψη ἑνὸς
ξυραφιοῦ. Τὸ ποτήρι στὸ χέρι μου εἶναι
πάντα γεμάτο. ῾Η καρδιά μου
λειτουργεῖ μὲ φωτιά.

1961

~.~

Τὸ ἄγραφον

Καθὼς ἡ εὐφορία τοῦ ἥλιου, ἢ καθὼς
τ’ ἀπόβραδο ἡ θάλασσα —ὅταν
σὰ νὰ διαλύθηκε πάνω της ἕνα
μεγάλο τριαντάφυλλο μοιάζει σὰν ἔκσταση— εἶναι
σιωπηλὴ ἡ ἀγάπη. Τὰ λόγια της βρίσκονται
μέσα σὲ βάθη καὶ μέσα σὲ χρώματα
ποὺ δὲν ἀναλύονται.Ποτὲ δὲ θὰ γίνουν
φθόγγος ποὺ ἀκούγεται, ἄρθρωση, λόγος.
Δός μου τὸ χέρι σου. ῎Ισως τὰ δάχτυλα
μπορέσουν καὶ βροῦν τὸ νῆμα μιᾶς λέξης.

1961

~.~

Τὸ μόνιμο ὄνειρο…

Τὸ μόνιμο ὄνειρο τῆς ζωῆς μου τὸ εἶδα
δίπλα σου, θάλασσα: Φωταγωγήθηκε
ἡ ἄβυσσο μέσα στὸν ἄνθρωπο.
Πὼς ἔσμιξαν κ’ ἔγιναν ἕνα χρῶμα
τὰ χρώματα τῶν διαφόρων φυλῶν.
Καὶ πήρανε ὅλοι τὴν ἴδια ὁδό.
Κ’ ἡ ὁδὸς ὁδηγοῦσε σὲ σημεῖο
ἀπ’ ὅπου κάτι θ’ ἀνάτελλε. Κ’ εἶδα
τὸν ἕνα ἄνθρωπο ἔπειτα
νὰ πατάει στὸ νερὸ καὶ νὰ στέκεται
ὄρθιος.
Κ’ εἶδα μετὰ
νὰ ἐγκαταλείπουνε τ’ ἄστρα
τὶς θέσεις τους ἄξαφνα κι ὅλα
μαζί, νὰ φέρνουνε κύκλους γύρω
ἀπ’ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ βάδιζε (ἐνώπιος
ἐνώπιῳ μὲ τὸ ἄπειρο) πανύψηλος
πάνω σου.
(Καὶ ψιθύρισα
μέσα μου στὸν πρῶτο τυχαῖο
ἄγνωστο ποὺ συνάντησα στὸν κόσμο
μετά: «Φίλε, σὲ ξέρω, σὲ εἶδα
ποὺ βάδιζες πάνω στὴ θάλασσα.»).

1991

~.~

Ὀδύνη. Αὐτοβιογραφικὸ χρονικό

19 τοῦ Δεκέμβρη 1911 μὲ τὸ Ἰουλιανὸ ἡμερολόγιο, 1 τοῦ Γενάρη 1912 μὲ τὸ Γρηγοριανό. Ἦταν πρωί, λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου ἢ λίγο μετά. Ἕνας ὑπηρέτης βαδίζοντας μπροστά, κρατοῦσε τὰ γκέμια ἑνὸς ἀλόγου κατηφορίζοντας μιὰ πλαγιὰ μὲ πράσινο, φρέσκο χορτάρι.Πάνω στὸ ἄλογο ἦταν καθισμένη μιὰ γυναίκα, ποὺ κρατιόταν γερὰ ἀπὸ τὰ μπροστινὰ κρικέλια τοῦ σαμαριοῦ. Πίσω της βάδιζε ἕνας ἄντρας ἰσχνός, μᾶλλον κοντός, ποὺ πρόσεχε νὰ βρίσκεται σὲ κάθε στιγμὴ κοντὰ στὰ καπούλια τοῦ ἀλόγου, γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο. Ὁ ἄντρας ἦταν ὁ πατέρας μου καὶ ἡ γυναίκα ἡ μητέρα μου. Ἐγὼ δὲν ἤμουνα ἀκόμη σὲ τοῦτο τὸν κόσμο. Θὰ γεννιόμουνα τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ στὶς Κροκεές.

Παρ’ ὅλο ποὺ δὲν ἤμουνα ὁ πρωτότοκος —αὐτὸς εἶχε πεθάνει λίγους μῆνες πιὸ πρίν— ὁ τοκετὸς στάθηκε δύσκολος, τὴν Τρίτη μέρα χρειάστηκε νὰ ἑτοιμάσουν τὰ σάβανα τῆς μητέρας μου καὶ σὲ μιὰ στιγμὴ μάλιστα νὰ χτυπήσουν καὶ τὶς καμπάνες τοῦ Ἁγίου Νικολάου λυπητερά. Ἔγινε ὅμως τὸ θαῦμα —γιὰ κείνη τὴν ἐποχὴ— κι ἡ μητέρα μου δὲν πέθανε. Ἔφτασε ὣς τὴν ἄκρη καὶ ξαναγύρισε. Πάλαιψε πολὺ ἄσχημα, ἔχασε γιὰ μερικὲς στιγμὲς τὰ λογικά της, τινάχτηκε ὄρθια, σήκωσε στὸν ἀέρα τ’ ἀδυνατισμένα κέρινα χέρια της, κι ἔκανε δυὸ βήματα μπρὸς πίσω, θέλοντας νὰ χορέψει.

~.~

Μάζευα πασχαλίτσες, τὶς ἀνέβαζα στὸ σπίτι καὶ τὶς ἔβαζα νὰ περπατᾶνε στὸ πάτωμα. Τὶς ἔβλεπα ἔπειτα νὰ σηκώνονται, ν’ ἀνοίγουν τὰ χρωματιστά τους φτερά, νὰ φέρνουνε μερικοὺς κύκλους στὴν ἀπέραντη σάλα μας καὶ νὰ ξαναφεύγουν ἔξω στὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα. Ἀκόμη καὶ τὰ βουνὰ τὰ ἔβλεπα σὰν νὰ εἶχαν ζωντανὲς φυσιογνωμίες, σὰν νὰ ἤμαστε μιὰ οἰκογένεια. […]

Ἔνοιωθα ἕνα εἶδος φόβου. Τὰ παιδιὰ βρίσκανε εὐχαρίστηση σὲ πολὺ σκληρὰ πράγματα. Περνοῦσαν βελόνες στὰ μάτια τῶν τζιτζικιῶν κι ὕστερα τ’ ἀφήνανε νὰ πετάξουν. Ὅταν τέλειωνε τὸ σχολειό, χωρίζονταν σὲ ὁμάδες κι ἀρχίζανε μεταξύ τους τὸν πετροπόλεμο. Ἀλλὰ ἐγὼ ἀλλοιῶς τὸν εἶχα φανταστεῖ τὸν κόσμο: χωρὶς βελόνες περασμένες στὰ μάτια τῶν τζιτζικιῶν καὶ πετροπόλεμους.

~.~

Κατεβαίνοντας στὴν πόλη, [η μάνα μου] βρῆκε μιὰ μέρα στὸ δρόμο κάτι λεφτά: ἑφτακόσιες δραχμές, δεμένες σ’ ἕνα μαντήλι. Τὰ κράτησε περισσότερο ἀπὸ ἕνα μήνα. Δὲν ἀκούστηκε νὰ τὰ ζητήσει κανείς. Κατέβηκε τότε στὴν πόλη, ἔχοντας πάρει μιὰν ἀπόφαση ποὺ δὲν τὴν περίμενα. «Ἄκουσες», μὲ ρώτησε, «νὰ ἔχασε κανεὶς τίποτα χρήματα;» « Ὄχι» τῆς ἀπάντησα καὶ τὴν κοίταξα μὲ ἀπορία. «Τὰ βρῆκα ἐγώ», μοῦ εἶπε, ἐνῶ ἡ φωνή της καὶ τὰ χέρια της ἔτρεμαν. «Σοῦ τὰ δίνω νὰ πάρεις βιβλία». Σὲ λίγο καὶ τῶν δυό μας τὰ χέρια ἔτρεμαν. Τὰ λεφτὰ ἤτανε ἀφημένα στὸ τραπέζι. Τῆς εἶπα νὰ κρατήσει μερικὰ κι αὐτή, ν’ ἀγοράσει καὶ πράγματα γιὰ τὸ σπίτι. «Εἶναι κακό» μοῦ ἀπάντησε, «πρέπει νὰ πᾶνε ὅλα σὲ ἱερὸ σκοπό». Καὶ συμπλήρωσε: «Θὰ κρατήσω μία δραχμὴ μόνο, ν’ ἀνάψω ἕνα κερὶ γιὰ τὴ σχώρεση. Κι ὅταν μεγαλώσεις καὶ μπορεῖς, αὐτὲς τὶς εφτακόσιες δραχμὲς νὰ τὶς δώσεις πίσω». «Σὲ ποιόν;» τὴν ρώτησα. « Ὅπου κι ἂν βρίσκεσαι στοὺς φτωχούς», μοῦ ἀπάντησε.

~.~

Μιὰ νύχτα μ’ ἔπιασε πυρετός. Ὁ γιατρὸς εἶπε πὼς κατὰ τὰ ἄλλα, «ἀντικειμενικῶς οὐδέν».Οἱ ἐξετάσεις ὅμως στὶς περιπτώσεις αὐτὲς εἶναι ὁπωσδήποτε πλημμελεῖς, γιατὶ ἡ ψυχὴ δὲν ἀποτελεῖ ἀντικείμενο ἐξέτασης ἀπὸ τὸν γιατρό. Καὶ ἡ ἀσπιρίνη δὲν τῆς ἔκανε τίποτα.

~.~

Ὅταν ἔβγαινα ἀπὸ τὸ τελευταῖο χωριό, τότε ἦταν ποὺ ἔνοιωθα πὼς δὲν μὲ ἀπειλοῦσε πιὰ κανένας κίνδυνος. Περιπλανιόμουνα ἐκεῖ τὴ νύχτα, μὲ περισσότερη ἄνεση ἀπ’ ὅση περιπλανιέται ἕνας ἄνθρωπος τὴν ἡμέρα σὲ μιὰ πολιτεία.Ὅλα αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ ἔβλεπα καὶ δὲν ἔβλεπα μέσα στὴ νύχτα, εἶχα τὴν ἐντύπωση πὼς μὲ γνώριζαν καὶ τὰ γνώριζα. […]

Συνέχιζα τὴν πορεία μου μέσ’ ἀπ’ τὰ μαυρόπευκα καὶ τὰ ἔλατα, ποὺ πολλὲς φορὲς τὸ σκοτάδι ἔπηζε ἀνάμεσά τους καὶ ὑποχρεωνόμουνα νὰ τὸ ἀνιχνεύω μὲ ἁπλωμένα τὰ χέρια μου πρὸς τὰ ἐμπρός. Ἡ ἔλλειψη φόβου ποὺ εἶχα μοῦ δημιουργοῦσε τὴν αἴσθηση μιᾶς ἀόρατης προστασίας. Σάμπως τὸ καλὸ νὰ μὴν ἦταν ἰδέα, ἀλλὰ μιὰ συνείδηση ποὺ σχημάτιζε γύρω μου ἕνα φραγμό. Βγαίνοντας ὁ ἥλιος, μ’ ἔβρισκε νὰ κάθομαι ἀπέναντί του. Τὸ σημεῖο ποὺ καθόμουνα ἤτανε τὸ πιὸ ὑψηλό, ἤμουνα τὸ πιὸ κοντινό του πρόσωπο. Νόμιζα πὼς ὁ ἕνας μας κοιτοῦσε τὸν ἄλλο. Εἶχα τὴν αἴσθηση τῆς ἀμοιβαιότητας. Νόμιζα πὼς μέσα στὶς ἀχτίνες του ρέει ἕνα εἶδος ζωῆς, ὅπως καὶ μέσα στὰ χέρια μου. Πὼς σάλευε κάτι σὰν ἕνα εἶδος φωνῆς μέσα στὸ φῶς του.

1969, ἀποσπάσματα

Πηγή: https://neoplanodion.gr/2024/07/17/%ce%bd%ce%b9%ce%ba%ce%b7%cf%86%cf%8c%cf%81%ce%bf%cf%82-%ce%b2%cf%81%ce%b5%cf%84%cf%84%ce%ac%ce%ba%ce%bf%cf%82-%e1%bd%81-%e1%bc%80%ce%bb%ce%ae%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%84%ce%bf%e1%bf%a6-%ce%bf%e1%bd%90/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου