Στον Μένιο Μουρτζόπουλο
Εξουθενωτικά δύσκολη η τέχνη της ποίησης.
Και το μέλλον μονίμως αβέβαιο.
Έρχονται άγριοι άνεμοι, ξεριζώνουν τα δέντρα.
Χιόνια σκεπάζουν τα βουνά.
Και τα νερά πλημμυρίζουν τα καρπερά λιβάδια της.
Κι ύστερα πάλι η άνοιξη και τα ξανθά καλοκαίρια.
Και το τραγούδι πράσινο μέσα στα πράσινα φύλλα.
Καθώς τα πουλιά ξανανοίγουν τις βρύσες τους
και τα τζιτζίκια τρελαίνονται ψηλά στα κλαδιά.
Μα η καρδιά του αγλύκαντου, βαθιά μες στο χειμώνα.
Τώρα όλοι ισχυρίζονται πως το ξέρουν
πως μια ζωή την πέρασα παλεύοντας με τη γλώσσα.
Ξεσκίζοντας πάνω στα κοφτερά της βράχια
τα τολμηρά μου οράματα.
Όμως κανένας δεν ξέρει πως εγώ από πάντα
τα μιλούσα καλά τα ελληνικά.
Πως τα ζούσα με το σώμα
έτσι όπως τα είχα πάρει από τη μάνα μου.
Τότε που γλυκά μου μιλούσε και μελωδικά με νανούριζε.
Αλλού λοιπόν ήταν το πρόβλημα.
Έπρεπε τα μεγάλα πάθη και τα υψηλά νοήματα να χωρέσουν
μέσα σε κείνα τα μικρά τ' αλωνάκια.
Σ' αυτά που από τα πριν τα χρόνια οι Έλληνες λίχνιζαν το λόγο.
Τραγουδώντας πικρά τραγούδια, ακόμα και στους γάμους τους.
Τώρα μαθαίνω πως με άλλον τρόπο λαξεύουν οι νέοι το στίχο.
Άλλες φλέβες χτυπούν, για να εξορύξουν την καίρια έκφραση.
Επόμενο βέβαια.
Αν το τραγούδι σκαλίζεται πάνω στην πέτρα
το σκάλισμα δίνει πρόσωπο στο τραγούδι, όχι η πέτρα.
Τούτο μόνον πάντως θα ήθελα
ως παλαιός και πιστός της μελωδίας διάκονος
να τονίσω: ο μέγας ποιμένας των στίχων
ήταν πάντα ο ρυθμός.
Εγώ δοκίμασα όλους τους τρόπους.
Και κακώς «Η Γυναίκα της Ζάκυθος»
δεν διαβάζεται, ούτε και τώρα, ως ποίημα.
[πηγή: Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, Στο βάθος του χρώματος, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1993, σ. 48-49]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου