Παρασκευή 19 Ιουλίου 2024

Θεόδωρος Μπασιάκος - Ποιήματα


ΝΥΧΤΟΠΕΡΠΑΤΗΜΑΤΑ
Κατηφόριζα την Τοσίτσα – μπορεί και ν’ ανηφόριζα – αργά κι’ ακούω
ξάφνου στης νύχτας μέσα την σιγαλιά ένα σαξόφωνο.
Ήταν ο Άρης ο Βαμπίρ, ο Άρης το Φάντασμα, ο Άρης Ρέτσος, μορφή
εμβληματική της Πλατείας κι’ ηθοποιός σπουδαίος (τον είχαμε τότε
πρόσφατα απολαύσει στην διονυσιακή «Μανία»…) π’ αυτοσχεδίαζε
με το σαξόφωνό του στον ρυθμό μιας τζαζ μπαλάντας, εκεί στο περίφημο
άγαλμα της Βορείου Ηπείρου…
Κάθισα ήσυχα στο διπλανό παγκάκι και τον άφισα να παίζει για πάρτη του
και για μένα all night long.
Μά τον άγιο John Coltrane, μά την αγία Billie Holiday, φχαριστήθηκα
μελαγχολία κείνη την νύχτα.
•••

ΤΑ ΜΠΛΕ ΓΚΟΥΛΟΥΑΖ
(ή… ο Μπασιάκος βιβλιοπώλης)
Βρες ένα κεφάλαιο.
Στους τοκογλύφους τρέχα
Δανείσου.
Μια τρύπα νοίκιασε
στην επαρχία.
Πούλα ποίηση.
Πέσε έξω.
Τί είχες τί έχασες.
Τρελλάρας ήσουν ανέκαθεν.


ΤΑ  ΜΠΛΟΥΖ ΤΟΥ ΚΩΛΑΔΙΚΟΥ

«Μες στο μπουρδέλο αυτό που η ζήση μας περνά…»
[Φρανσουά Βιγιόν]

Ι
Φτάνει το κορόιδο να γεμίζει το ποτήρι μου
Φτάνει το ποτήρι μου γεμάτο νάναι πάντα
Κι’ εγώ μπορώ όσα θέτε ερωτόλογα να λέω
Και ιστορίες λυπητερές να διηγιέμαι
Γιατί της άπονης ζωής είμαι κι’ εγώ ένα θύμα, ναι,
το δίχως άλλο:
Φτάνει το κορόιδο να γεμίζει το ποτήρι μου.

Φτάνει το κορόιδο να γεμίζει το ποτήρι μου
Φτάνει το ποτήρι μου άδειο ποτέ μη μένει
Κι’ εγώ όλο κατανόηση μπορώ να τον ακούω
Το μακρύ του να μου λέει και το κοντό του
(Χμ! πάννες μη ξεχάσω να ψωνίσω για τον Σάσα), ναι μωρό μου,
με τις ώρες:
Φτάνει το κορόιδο να γεμίζει το ποτήρι μου.


ΙΙ
Μια γλύκα το χαμόγελό μου λένε
– δεν έχουν άδικο
Γλυκό χαμόγελο πως έχω λένε
– αλήθεια
Ψεύτικο το χαμόγελό μου μα ψεύτες και αυτοί:
Κανείς ποτέ δεν κύτταξε πιο πάνω από τα μπούτια μου.

(Βοτ ντιέρμο! Ας λένε ό,τι θένε
Φτάνει τα κορόιδα να γεμίζουν το ποτήρι μου…)


ΙΙΙ
Αύριο το πρωί θε να με λένε “αδίστακτη”
Απόψε πως είμαι λένε “το κάτι άλλο”
Παλιομεθύστακες… δεν ξέρουν τί τους γίνεται
εγώ απλώς την δουλειά μου κάνω.

R:
Είμαι αυτό που λαχταράτε αγορίνες μου
ξανθιά, συμπονετική αν θέτε ή έξω καρδιά
ανάλογα τα κέφια σας
– όπως με θέτε: αδίσταχτη! το κάτι άλλο!

Με τις κουταμάρες τους στα γέλια ξεκαρδίζομαι
Με τις κλάψες τους ξάφνου γίνομαι η φίλη η καλή
Με τις προστυχιές τους ξανάβω σα την σκύλλα
και στο φινάλε βέβαια τους τα παίρνω.

R:
Είμαι αυτό που λαχταράτε … κλπ. κλπ.
– μα κατά βάθος: τόσο θλιμμένη, so blondie and blue!


IV
Κύριοι με τους ούλα τους, σου λέει
Γουρούνια!
Με τα λεφτά τους πως ό,τι θεν (χα! χα!)
Τα πάντα ν’ αγοράσουνε μπορούν θαρρούνε…

Γουρούνια, κύριοι κατά τ’ άλλα
Παλιομεθύστακες!
Το πορτοφόλι τους άμα αδειάσει, αμ’ δε
Στα γόνατά τους να με καθίσουν που μπορούνε…

R:
Αχ μ’ αγαπάνε μ’ αγαπάνε – έτσι λένε
Ασ’ τους να λένε, κι’ εμέ Λουντμίλλα μη με λένε
σε μια-δυο ωρίτσες, λα ντόνα ε μόμπιλε αν δεν λένε.


V
Ξέρω, σα ποθάνω στην κόλαση θα πάω
– συγχώρεση δε θάβρω για τα κρίματά μου
Βοτ ντιέρμο! σα ποθάνω στην κόλαση θα πάω
– δεν είναι για συγχώρεση τα κρίματά μου
Μ’ απ’ όλα το χειρότερο: στην κόλαση
τους ίδιους μαλάκες θα ξαναβρώ μπροστά μου.

Βοτ ντιέρμο!
Χειρότερη απ’ το κωλάδικο η κόλαση δεν θάναι
– φτάνει τα κορόιδα να γεμίζουν το ποτήρι μου.

(1996)

― Πρώτη δημοσίευση στο εξιτήριον

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΩΛΑΔΙΚΩΝ

«Όλες τις πόρτες ξέρω των μελιχρών ναών
Μ’ ευλάβεια μπαίνω και πράττω τα κανονισμένα
Την   Ω ρ α ί α   Κ υ ρ ί α   εκεί προσμένω… κλπ. κλπ.
»
[Αλ. Μπλοκ]

Για δυο-τρία ποτηράκια που την κεράσαμε
– χαλάλι της! –
χτες βράδυ, στο μπαρ με τις ρωσίδες
η Ω ρ α ί α Κ υ ρ ί α
μας απήγγειλε / στα ρώσικα, από στήθους
στίχους
του Πούσκιν
και
του Μπλοκ
και
της Τσβετάγιεβα / η αγκαπιμιένιμιι μυ πιίτρια! μας λέει…

Εγώ (καιρό είχα να βρεθώ σε μια πραγματική ποιητική βραδυά)
Δεν το κρύβω, συγκινήθηκα.

(5.V.1997)

― Πρώτη δημοσίευση: «Μανδραγόρα» τ.36 | 2007


[ ΕΝΑ ΓΑΛΛΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ: JE M’EN FOUS! ]

Ξάπλα, έτσι μου γουστάρει
στο δείλι:
Τα ποδάρια μου απλωμένα ίσια στο άπειρο!
Η κάλτσα τρύπια, γυμνό το μεγάλο μου δάχτυλο!

Τσιγαράκι, να φουμάρω
τώρ’ ανάβω:
Με τον καπνό δαχτυλίδια ωραία σου φκιάνω!
Για τα νέα του χρηματιστηρίου, μήτε καπίκι τσακιστό!

[ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ]
Γράφω
με τα χέρια στις τσέπες,
αλά σουλατσαδόρος.
Γράφω με τα πόδια,
στο δρόμο.
Οι βόλτες μου είναι η ποιητική μου συλλογή.
(Κυκλοφορεί!)
Τα γραπτά μου – απλώς κάποια ίχνη π’ αφίνω πίσω μου
κι’ αργά ή γρήγορα θα χαθούν·
ελαφρές πες μελωδίες που σφυρίζω αδιάφορα
καθώς διασταυρώνουμαι με τίποτ’ ύποπτους μπάτσους…
[ ΚΑΛΕ, ΤΙ ΔΥΝΑΤΟΣ ΠΟΥ ΕΙΜΑΙ. . . ]
Με το ’να χέρι μου σηκώνω ολάκερο βουνό
(μαζί με το εκκλησάκι στην κορφή).
Η κλωτσιά μου σωριάζει μέγαρα χρηματιστήρια πύργους.
Το φύσημα της μύτης μου γνωστό κι’ ως τα κανόνια του Αβρόρα
τη γη φέρνει τα πάνω κάτω.
Μα όχι, τρελλό κορίτσι, αυτό δεν το μπορώ δεν γίνεται αδύνατον:
να μη σε αγαπάω!
[ ΤΑ ΜΑΓΙΑ ] Έχω μια πίπα από κότσαλο σκαλιστό κι’ ένα ζευγάρι αφτιά γαϊδάρου άλφα-άλφα. – Υ-υ-ααά! μερακωμένος γκαρίζω, κι’ από πέρα εσύ αποκρίνεσαι όλο νάζι: Ό ϊ ν κ ! Μι’ αγκαλιά γαϊδουράγκαθα μάζεψα και πάω τώρα τη γκόμενα ν’ ανταμώσω. – Υ-υ-ααά! σου κρένω (στη γλώσσα των πρωτοπλάστων) και μ’ αποκρίνεσαι εσύ: Όϊνκ! – Υ-ά α α! – Όϊνκ!

[ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΙΑΤΣΑ ΓΥΡΝΩ ΣΟΥΡΩΜΕΝΟΣ ]
– ένα ποίημα με σφύριγμα –
Εδώ ψιχαλίζει μια μουσικούλα τσίρκου
(εμβατήρια… ακκορντεόν…)
Στ’ ανθοπουλειά κάνω κεφάλι με κάτι φτηνά δυνατά αρώματα
που μου κερνάνε οι μόρτες.
Ψώνισα δυο τόπια φεγγάρι ανδαλουσιάνικο λαθραίο
για το αμόρε μου, φουστάνι να ράψει.
♪ ♫ ♬♫ ♪
Στραβά το καπελάκι μου κι’ αν κατά λάθος μου ισιώνει
έννοια σου, κιόλας πάλι το στράβωσα.
[ Χ Α Ι Ρ Ε Τ Ε ! ]
Ο ποιητής είναι ένας κλέφτης ένας μαχαιροβγάλτης ένας παλιάνθρωπος
( Ή μας πέρασες μήπως για φιόγκους υπουργούς; )
Ψυχούλα όμως. Αγαπάει τα γατιά και τα άνθη. Σκίζεται για τους φίλους.
Γύρεψέ του ό,τι θες και το έχεις. Τσιγάρο δεν ανάβει χωρίς να
προσφέρει στην ομήγυρη πρώτα. Και το τελευταίο το τσιγάρο του το μοιράζεται ευχαρίστως.
Λιγάκι παλαιών αρχών, σύμφωνοι, αλλά έτσι είμεθα εμείς οι κακοποιοί συνήθως.
Με γυναίκα να βγει και να πληρώσει η γυναίκα αποκλείεται. Αυτό ξεχάστε το, ξέχασέ το. Εξόν κι’ είναι άφραγκος εντελώς, διότι συμβαίνουν και αυτά.
ΚΑΙ ΠΟΥΡΚΟΥΑ ΠΑ, ΔΗΛΑΔΗ, ΜΑΝΙΤΣΑ ΜΟΥ;
Θα μπορούσε να είναι έτσι:
Να ’χω δουλειά
Αυτό μονάχα
Ν’ αμείβομαι,
το βασικό
Να μπορώ απλώς να επιστρέφω κάθε μέρα
κατάκοπος στο καμαράκι
με το μεροκάματο στην τσέπη
και μ’ ένα λουλούδι για την καλή μου
Η αγκαλιά της να ’ναι η ξεκούρασή μου
ο έρωτάς της η ανάσα μου
Κι αύριο
ξανά
πάλι μια από τα ίδια
με μικρές παραλλαγές
ας πούμε: αντί λουλούδι, λουκούμια
ή ένας δίσκος τζαζ…
Τις Κυριακές, απόδραση, στο κύμα, στο ταβερνάκι
Τη μέρα του συλλαλητηρίου, στο συλλαλητήριο…
Χιονίζει σήμερα.
Δεν έχω μία.
Ούτε λουλούδι ούτε λουκούμι
Κάνω όνειρα «μικροαστικά»
Κι έτσι μου ’ρχεται να κλάψω-
δεν ξέρω αν
από απελπισία; ή απ’ την ομορφιά όλης αυτής της απλότητας;
[ΠΛΑΤΕΙΑ ΜΠΑΣΙΑΚΟΥ]
Λοιπόν, τα τινάξω. Και τότες τ’ άγαλμά μου θα στήσουν Και πλατεία Μπασιάκου θα πουν την πλατεία Αμερικής. «- Καλέ, τ’ είναι τούτος;» «- Ποιητής!» «- Τί μου λες!» – τα χαμίνια θα μου ’χουν λέει τη μύτη κόψει φτερά θα μ’ έχουν λέει γαλοπούλας στολίσει. Κι’ ωϊμέ, ωϊμένα, χώρια από την καλή μου την Ωραία Κοιμωμένη Οι στεναγμοί μου θα ραγίζουν την πέτρα. Λοιπόν, το σκάσω. Μια νύχτα του φεγγαριού θα πάρω τη στράτα. Να λείπει η δόξα! Στ’ απαυτά μου η Αμερική! Εγώ – την Ωραία Κοιμωμένη μου και… ξερό ψωμί.

[ ΜΕ ΤΟ ΠΑΣΟ ΜΟΥ ]

Τραβάω πάντα κουτουρού (άλα της, στα κουτουρού)
Δίχως σκοπό πηγαίνω, μα πες από ένστιχτο
λάθος κατεύθυνση πάντα διαλέγω.

Άμα σκοντάφτουν πάνω μου (άλα της, πάνω μου πέφτουν)
Συγγνώμην Κύριε! με λεν, κι’ ας φταίω εγώ
οπότε αναγκαστικώς τους χέζω.

Στραβά τη σκούφια μου φορώ (άλα της, στραβά η σκούφια)
Κι’ αν κατά λάθος μου ισιώνει πότε-πότε
έννοια σου, κιόλας τη στράβωσα.

[ ΑΝ ΗΘΕΛΑ… ]

Αν ήθελα (αν ήθελα) νάχω λεφτά πολλά και καταθέσεις
Αν ήθελα να ζω μ’ όλες τις σύγχρονες ανέσεις
Ε! Τότε ένας αστός θε να ’μουν ευυπόληπτος
όχι φτωχός κι’ άσημος καλλιτέχνης.

Αν ήθελα (αν ήθελα) τίμια το ψωμί μου να κερδίζω
Αν ήθελα καλούς απόγονους ν’ αφίσω πίσω
Ε! Τότες μπάτσος θα ’μουν…
ή τεχνοκριτικός…
κι’ όχι φτωχός κι’ άσημος καλλιτέχνης.

 [ ΤΖΕΝΗ – ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΩ ΠΟΡΤΑΣ ]

Κι’ όμως, τονε βρήκε
τον πρίγκιπα π’ ονειρευότανε
η Τζένη.

Κι’ όμως, κι’ είναι πλέον
κυρία του κυρίου
η Τζένη.

Κι’ όμως, στην πόρτα ακόμα εκείνος
με έχει κιόλας μπάσει εμέ απ’ το παράθυρο
με ποτίζει
κονιακάκι 7*
με ταΐζει
γιουβαρλάκια απ’ τα χεράκια της
με ξαπλώνει
στο κρεβάτι της
(καμμιά φορά και στο χαλί)
με διώχνει ύστερα
πάλι απ’ το παράθυρο
η Τζένη.

Εκείνος σα γυρνά
Αχ! πώς λάμπει από ευτυχία
η Τζένη.

Στην οποία αποδίδεται η ρήση:
«- Ο άντρας που θα με γδύσει πρέπει πρώτα να με ντύσει».

Κι’ όμως, επειδή καλοπαντρεύτηκε
η Τζένη
όχι πως δεν ξέρει κιόλας ν’ αγαπάει.

 [ SOMBRERO ]

Αραχτός στη σκιά μιανού δέντρου μέσ’ στο κατακαλόκαιρο
– ίδιος μεξικάνος.

Σκέφτομαι ότι: η γη γυρίζει
μία περιστροφή περί τον ήλιο ανά 365 μέρες
περί δε τον άξονά της μια φορά το 24ωρο.

Και λοιπόν,
ξημερώνει-βραδυάζει
Κι’ οι εποχές εναλλάσσονται (δις)
κι’ εγώ τώρα δα τ’ αχαμνά μου αερίζω σε τούτ’ τη σκιά.

Πόσο βλακώδη βρίσκω την έ(γ)νοια της ιδιοκτησίας!
Περιφράξεις και σύνορα, πόσο μάταια κι’ ανώφελα όλ’ αυτά!

Πατρίδα ο μεξικάνος δεν έχει:
Μια σκιά το καλοκαίρι (το χειμώνα μια λιαχτίδα)
είναι η πατρίδα του, το σπίτι του, το έχει του όλο κι’ όλο.

 [ ΦΡΕΓΑΔΑ ΜΟΥ! ]

(μνήμη Μίμη Φωτόπουλου)

Στραβός να ’μουν!

Αόμματος!

Με τα σέα μου

(μαύρα γυαλιά, μπαστουνάκι)

Στο γνωστό πόστο – οδός Ακαδημίας / και Πουλόπουλος γωνία.


Από μπροστά μου να περνάς

Εσύ –

και για μια στιγμούλα να ξαναβρίσκω το φως μου.


[ ΤΟ ΨΩΝΙΣΤΗΡΙ ]

Σα πέφτει η νύχτα
η ποίησή μας
Κοκότα
σωστή με τα όλα της
με το απαραίτητο τσιγάρο στα χείλη
με το εξίσου απαραίτητο τσαντάκι στον ώμο
σινάμενη βαμμένη στολισμένη
κόβει βόλτες στο στέκι της
στην πολύ φιλολογική μας οδό Σόλωνος
και τα γύρω στενά…
Ήταν κάποτε μι’ αθώα παιδούλα.
Κι’ εμείς – αγόρια
άβγαλτα μαθές ακόμα, δεν δείχναμε και τόσο «μούτρα».

*

( Για τους τύπους: )
Η κοινή ανάγνωση πάει 5 ευρώ
Αν μου θέλετε τίποτε σχόλια φιλολογικά και κολπάκια, 10 ευρώ αλλά πού ‘στε, ό,τι γουστάρετε εκτός από φιλί στο στόμα.


[ ΚΑΡΒΟΥΝΑ – ΣΤΙΧΑΚΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΥΠΑΙΘΡΙΟΥ ΠΟΡΤΡΕΤΙΣΤΑ

Ο κ. ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ
Ένα δεν ξέρει:
Ότι τίποτα δεν ξέρει.

Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ
Η προτομή του
Δημόσιο WC (κοινώς αποχωρητήριο)
για τα φτωχά μας σπουργίτια.

Ο ΜΙΚΡΟΑΣΤΟΣ
Όπως λεν κι’ οι γιατροί:
«Σοβαρά περίπτωσις»:
αυτός δεν θα πεθάνει ποτέ.

Ο ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ
Τρώει βλήτα:
Σωστός καννίβαλος!


[ ΜΑΝΤΑΜ ΣΟΥΞΕ ]

Στο σπίτι της με κάλεσε
η κυρία επιτυχία.
Δεν πάω! είπα αλλά πήγα.
Πήγα. Κι’ έκανα μαζί της
ό,τι έπρεπε να κάνω
(Όλα εκείνα τα ακροβατικά
που αρέσουν στις κυρίες).
Μα έφυγα πριν το ξημέρωμα
με ελαφρά πηδηματάκια
και μην τον είδατε τον Παναή…

5 πούρα Αβάνας και 2 Γαλλικές σαμπάνιες
τα λάφυρα της περιπέτειάς μου:
Με τους φίλους απόψε, τους κοπρίτες, θα το κάψομε!

 

 [ ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ]


Πόσο ψεύτικη που είναι η λάμψη των σούπερ μάρκετ!

Τί λίγη, αν την συγκρίνεις με τα παλιά λούνα-παρκ!

Δεν έχουν άδικο όσοι λένε ότι πάμε από το κακό στο χειρότερο…

Εξαίρεση: τα κορίτσια στ’ αλλαντικά. Όπως κόβουν το σαλάμι είναι

λες και σου οπλίζουν το φλόμπερ στο παλιό σκοπευτήριο

Ίδιες οι κόρες που ζωγράφιζε ο Γιώργος ο Σικελιώτης!

Αλλ’ οι κάμερες ασφαλείας – ξενέρωμα:

Ουδεμία σχέση με τους παλιούς καλούς καχύποπτους μπασκίνες των λούνα-παρκ.


 [ ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ ]

Πόσο μάταια που καίει τ’ αστέρι…
Κανέναν δεν φωτάει
Κανείς δεν το κυττάζει
Μάταια λοιπόν καίει τ’ αστέρι;
Έτσι μάταια κι’ εγώ σπαταλιέμαι
Έτη κι’ έτη φωτός μακρυά σου
Για σένα –
Απλώς μοναχά ένα φως αχαμνό εκεί πάνω…;


Σημειώσεις:
Αυτό το τελευταίο, το «Αστέρι μου» είναι από τα πιο παλιά
κι’ ίσως τα πιο λυπητερά μου κομμάτια.
Αφιερωμένο, φυσικά, στην Μαριάνθη.
Στο πρώτο ποίημα, αυτό με τα αγάλματα: Η πρώτη μορφή
της ρομάντζας μας χρονολογείται παλαιόθεν, απ’ τη δεκ. ’80.
Τον καιρό εκείνο το είχαν συνήθειο τα φρικιά να «περιποιούνται»
τα αγάλματα στο κέντρο των Αθηνών, προς αγανάκτηση
των φιλήσυχων αστών. Εγώ βεβαίως το καταφχαριστιόμαν.
Αυτού αναφέρεται η στροφή με τα χαμίνια…


[ ΑΜΑ ΖΟΥΣΑΜΕ ΑΙΩΝΙΑ… ]


– Με τον τρόπο διάφορων ποιητών: από Μπρεχτ και Τζαρά ίσαμε Αραμπατζή κ.ά. –


Άμα ζούσαμε αιώνια

θάχε πλάκα ο βιοπορισμός, το κυνήγι του χρήματος κι’ όλ’ αυτά.

Αλλά – φευ! – ζούμε λίγο, γι’ αυτό ο βιοπορισμός κ.τ.λ. δεν έχουν πλάκα καθόλου.

Άνθρωπε! Μη χάνεις τον καιρό σου… Τεμπέλιαζε όσο μπορείς

στο καφενείο με τον κόσμο,

στ’ αστέρια με το αμόρε,

στο μοναχικό καμαράκι σου κυττάζοντας το ταβάνι

ακούγοντας ραδιόφωνο είτε γράφοντας

ποιήματα.

Όποιος τεμπελιάζει βρίσκει πράγματα, όλα τα βρίσκει!

( εκτός από λεφτά, εννοείται, αλλά ποιος τα γαμεί τα λεφτά; )


[ΕΡΩΤΑΣ ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ]

Ήμουνα λέει εσύ. Ήμουν νέα και όμορφη, αχ Θεέ μου, τί όμορφη που ήμουν!
Κι’ εσύ… Εσύ ήσουν εγώ, βεβαίως. Το στραπατσαρισμένο καπελάκι του ερωτευμένου μάς φορούσες. Και μου ερχόσουν… Τί παλιάτσος!
Στη γειτονιά μου ερχόσουν. Περίμενες να βγω στο παραθύρι, μια ματιά μου να σου χάριζα… Τα λαχταρούσες τούτ’ τα μάτια… Καημενούλη! Και το γλυκό μου το χαμόγελο… Και τί δεν έδινες για ένα μου χαμόγελο!
Μα εγώ, εκεί! Να περιμένεις!
Απ’ το μεράκι για τα μάτια μου να λιώνεις!
Να πηγαίνεις πέρα-δώθε, τα νύχια σου να τρως, το καπελάκι να ’χεις κατεβάσει ώς τ’ αφτιά απ’ την απελπισία, κι’ όμως, να μην εννοείς να μου ξεκουμπιστείς…
Να φυσάει κιόλας, να κάνει κρύο…
Έτσι!
Κι’ εγώ –κρυμμένη πίσω απ’ την κουρτίνα– να κοιτάζω, να χαμογελώ, να χαμογελώ και πάλι να χαμογελώ… με το πιο γλυκό χαμόγελο σ’ ολάκερο τον κόσμο!

[ ΔΙΑΝΥΚΤΕΡΕΥΟΝ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ]

Για 6-7 χρόνια άσκησα το ωραίο επάγγελμα του βιβλιοπώλη, στην ωραία Αμαλιάδα.
Είναι αλήθεια ότι οι ντόπιοι με σνόμπαραν κάπως, για πολλούς και διάφορους λόγους. Τί κάνει τούτος;! Αλλά γρήγορα η «τρύπα» μας έγινε πόλος έλξης, στέκι των καλύτερων, των πιο ανήσυχων στοιχείων της πόλης και των πέριξ, των σπουδαστών του ΤΕΙ αλλά και των τσιγγάνων του Συνοικισμού.
Εννοείται ότι πούλαγα και στυλό, αλλιώς δεν έβγαινε. Αλλά δεν μάσαγα! Στην βιτρίνα μπεστ-σέλερ δεν μπήκε, ποιητές μόνο έβαζα, αποκλειστικά. Κι’ ας μου ερχόντουσαν οι κυρίες των κυρίων, κουνιστές-λυγιστές, γυρεύοντάς μου Λένα Μαντά, Χρυσηΐδα είτε… Ράμφο.
– Δεν είστε με τα καλά σας κοπέλες μου, μόνον κατόπιν παραγγελίας! Γιατί δεν δοκιμάζετε Αραμπατζή φέρ’ ειπείν;

Οι σπουδαστές του ΤΕΙ Αμαλιάδος: ήταν μια ωραία φουρνιά, είχαν και πρόεδρο εκλεγμένο αναρχικό, και μάλιστα Αλβανό, μουρλός, δεν προλάβαινα να φέρνω Καμύ και Ανατόλ Φρανς και Συμμορία Μπονό, γιατί αυτά αναφέρθηκαν στις συναντήσεις τους…
Αυτοί μου το κάνανε το πρώτο διανυκτερεύον βιβλιοπωλείο, αν όχι διεθνώς… τοπικώς!

Ήτανε βράδυ, νύχτα, 3 τα ξημερώματα, νάτανε 2; άντε 2, και σκάει μύτη μια μητερούλα. Μέσα γινόταν χαμός, ποιος τα έλεγε πιο καλύτερα – ο Προυντόν γιά ο Μαρξ;
– Με συγχωρείτε, μήπως έχετε το τάδε σχολικό βοήθημα;
Στις 2 η ώρα τα ξημερώματα…
Στο Θεό σας!
– Λολ! –

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου