Μα δεν απόχτησα τη νεκρή στους δρόμους
καλωσύνη.
Αποποιήθηκα το εμπυασμένο
υδραγωγείο της και
δεν άγγιξα τη μολυσμένη θάλασσά της.
Το 'βγαλα το καλό σα μέταλλο, σκάβοντας
πέρα απ’ τα μάτια που δαγκώναν
και μέστωσε μες στις λαβωματιές
η γεννημένη στα σπαθιά καρδιά μου.
Δε βγήκα έξαλλος
να ρίξω χώμα ή στιλέτα
ανάμεσα στους ανθρώπους.
Δεν ήτανε
η υπηρεσία μου ούτε το δηλητήριο ούτε η πληγή.
Δεν παγίδεψα τον άοπλο σε δεσμά
που τόνε σκίζανε μαστίγια παγωμένα,
δε βγήκα στην πλατεία να ΄βρω εχθρούς
παραφυλώντας με χέρι μασκοφόρο:
απ΄ το να μεγαλώνω με τις ρίζες μου
άλλο δεν έκανα. Κι η γη που άπλωσε το δέντρο μου
κατάλαβε τους σκούληκες που βρίθαν.
Ήρθε η Δευτέρα να με δαγκώσει και της χάρισα καμπόσα
φύλλα.
Ήρθε η Τρίτη να με προσβάλει κι εγώ το έριξα στον ύπνο.
Ήρθε η Τετάρτη λίγο αργότερα με δόντια λυσσασμένα.
Να προσπεράσει εγώ την άφησα κι έχτιζα ρίζες.
Κι όταν η Πέμπτη ήρθε με λόγχη φαρμακερή
μια λόγχη μαύρη με βελόνες και με λέπια
την επερίμενα καταμεσίς της ποίησής μου
και με πανσέληνο της έσπασα ένα τσαμπί.
Ας κοπιάσουν εδώ να θρυψαλιαστούνε σ΄ αυτήν
τη σπάθα απάνω.
Ας κοπιάσουν να χαλαστούνε στις επικράτειές μου.
Ας έρθουνε σε κίτρινα συντάγματα
ή στη θειαφένεια σύνθεση.
Θα δάγκωναν σκιά κι αίμα καμπάνας
κάτω από τις εφτά λεύγες του τραγουδιού μου.
Μετάφραση: Δανάη Στρατηγοπούλου
Γενικό Άσμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου