Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2024

Federico Garcia Lorca - Ποιήματα

 ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΑΠΟ ΠΕΡΙΠΑΤΟ


Δολοφονημένος από τον ουρανό

ανάμεσα σε σχήματα που πάνε προς το φίδι

και σε σχήματα που ψάχνουνε το κρύσταλλο

θ’ αφήσω λυτά να πέσουν τα μαλλιά μου

Με το δέντρο των ακρωτηριασμών που δεν τραγουδά

και το παιδί με το λευκό πρόσωπο του αυγού

Με τα ζωάκια με το ανοιγμένο κεφάλι

και το κουρελιάρικο νερό με τα στεγνά πόδια

Με όλα όσα έχουν κωφάλαλη κόπωση

και πεταλούδα πνιγμένη στο μελανοδοχείο

Σκοντάφτοντας με το διαφορετικό πρόσωπό μου της κάθε ημέρας

Δολοφονημένος από τον ουρανό!


(μετ. Κοσμάς Πολίτης)

Γκασέλα της φυγής

Έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα
με το αυτί γεμάτο νιόκοπα λουλούδια,
με τη γλώσσα γεμάτη έρωτα και αγωνία.
Πολλές φορές έχω χαθεί στη θάλασσα,
όπως χάνομαι στην καρδιά κάποιων παιδιών.

Δεν υπάρχει νύχτα που, δίνοντας ένα φιλί,
να μη νιώθεις το γέλιο των απρόσωπων ανθρώπων,
μήτε υπάρχει κανείς που, χαϊδεύοντας ένα νεογέννητο,
να ξεχνά τα ασάλευτα κρανία των αλόγων.

Γιατί τα ρόδα αναζητούν στο μέτωπο
ένα σκληρό κοκάλινο τοπίο
και τα χέρια του ανθρώπου δεν έχουν άλλο σκοπό
παρά να μιμηθούν τις υπόγειες ρίζες.

Έτσι όπως χάνομαι στην καρδιά κάποιων παιδιών,
έχω χαθεί πολλές φορές στη θάλασσα.
Αδιάφορος για το νερό πάω γυρεύοντας
ένα θάνατο από φως που να με αναλώνει.

(μετ. Τάκης Βαρβιτσιώτης)

Το μουγκό παιδί

Το παιδί ζητάει τη φωνή του
(Την είχε ο βασιλιάς των γρύλων)
Σε μια σταγόνα του νερού
το παιδί ζητάει τη φωνή του

Δεν τη θέλω για να κουβεντιάσω
Δαχτυλιδάκι θα την κάνω
που η σιωπή μου θα το βάλει
στο πιο μικρό της δάχτυλο

(Μακριά, η φωνή φυλακισμένη
το ρούχο φορούσε ενός γρύλου)

(μετ.Τάκης Βαρβιτσιώτης)


Γη

Προχωρούμε
πάνω σ’έναν καθρέφτη
δίχως ασήμι
πάνω σ’ένα κρύσταλλο
δίχως σύννεφα.
Αν οι ίριδες γεννιόνταν
στην ανάστροφη όψη
αν τα ρόδα γεννιόνταν
στην ανάστροφη όψη
αν όλες οι ρίζες
κοιτούσαν τ’ αστέρια
κι ο νεκρός δεν έκλεινε τα μάτια του
θα γινόμασταν σαν κύκνοι.

(μετ.Τάκης Βαρβιτσιώτης)

Βγαίνει το φεγγάρι

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
οι καμπάνες χάνονται
κι εμφανίζονται τ’ απρόσβατα
τα μονοπάτια

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
η θάλασσα σκεπάζει τη γη
κι η καρδιά αισθάνεται νησί
καταμεσίς του απείρου

Κανείς δεν τρώει πορτοκάλια
κάτω απ’ την πανσέληνο
Πρέπει να φας
πράσινα φρούτα και παγωμένα

Όταν βγαίνει το φεγγάρι
με τα εκατό όμοια πρόσωπα
το αργυρό νόμισμα
κλαίει στην τσέπη


(μετ.  Ρήγας Καππάτος)

Πρόλογος στα ποιήματα του Αντώνιο Μασάδο

Θα’ βανα σε τούτο το βιβλίο
όλη την ψυχή μου
Αυτό το βιβλίο που είδε
μαζί μ’ εμένα τα τοπία
κι έζησε της αγιασμένες ώρες.
Τι κρίμα που τα βιβλία
μας γεμίζουν αγκαλιές
από τριαντάφυλλα κι αστέρια
και μετά περνάνε!
Τι βαθύ πόνο δίνει
να κοιτάς τις αγιοτράπεζες
βασάνων και πόνων
που σηκώνει μια καρδιά!
Να κοιτάς να διαβαίνουν φαντάσματα
απ’ τις ζωές που χαθήκαν
να κοιτάς γυμνωμένο τον άνθρωπο
σαν άφτερο Πήγασο
τη ζωή και το θάνατο
του κόσμου τη σύνθεση
που σε βαθιούς χώρους μέσα
φιλιούνται κι αγκαλιάζονται
Ένα βιβλίο ποιημάτων
είναι το φθινόπωρο νεκρό:
οι στίχοι είναι τα μαύρα
φύλλα λευκών τοπίων
Κι η φωνή που τους διαβάζει
είναι του ανέμου η πνοή
που τους μπήγει σταστήθη
-Νοσταλγικές αποστάσεις-
Ο ποιητής είναι ένα δέντρο
με φρούτα της θλίψης
και φύλλα μαραμένα
απ’ της αγάπης το κλάμα
Ο ποιητής είναι το μέντιουμ
της Φύσης
που εξηγεί το μεγαλείο της
μέσα απ’ τις λέξεις
Ο ποιητής καταλαβαίνει
όλο το ακατανόητο
και κάνει όσα μισούνται
να αγαπιούνται ξανά
Ξέρει πως τα μονοπάτια
είναι όλα αδιαπέραστα
γι αυτό από κει πάει
τη νύχτα, γαλήνιος
Στα ποιητικά βιβλία
ανάμεσα σ’ αιμάτινα ρόδα
περνάνε τα θλιβερά
και αιώνια καραβάνια
Που κάνουν τον ποιητή,
σαν κλαίει τα δειλινά
κυκλωμένος και ζωσμένος
από τα ίδια τα φαντάσματά του
Η ποίηση είναι πίκρα
ουράνιο μέλι που αναβρύζει
από μια αόρατη κυψέλη
που φτιάχνουν οι ψυχές
Ποίηση είναι το αδύνατο
που γίνεται δυνατό. Μια άρπα
που αντί για χορδές έχει
καρδιές και φλόγες
Ποίηση είναι η ζωή
που περνάμε αγωνιώντας
περιμένοντας αυτόν που θα πάρει
τη βάρκα μας δίχως προορισμό
Τρυφερά βιβλία στίχων
είναι τα άστρα που περνάνε
από τη βουβή σιωπή
στο βασίλειο του Τίποτα
γράφοντας στα ουράνια
τις ασημένιες στροφές τους.
Ω τι βαθιοί καημοί
που ποτέ δεν έχουν γιάνει
οι πονεμένες φωνές
των ποιητών που τραγουδάνε!
Θα’βανα στο βιβλίο
τούτο όλη την ψυχή μου



(μετ.  Ρήγας Καππάτος)


ΚΑΣΙΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΛΑΜΑ

Έκλεισα το μπαλκόνι μου
γιατί δε θέλω να ακούω το κλάμα
Όμως πίσω από τους γκρίζους τοίχους
δεν ακούγεται τίποτε παρά το κλάμα.
Είναι πολύ λίγοι άγγελοι που τραγουδούν
είναι πολύ λίγοι σκύλοι που αλυχτούν
χίλια βιολιά στην παλάμη του χεριού μου χωρούν
Όμως το κλάμα είναι ένας σκύλος πελώριος
το κλάμα είναι ένας άγγελος πελώριος
το κλάμα είναι ένα βιολί πελώριο
τα δάκρυα φιμώνουν τον άνεμο
και δεν ακούγεται άλλο από το κλάμα.

(μετ.Τάκης Βαρβιτσιώτης)


 ΚΡΑΥΓΗ ΠΡΟΣ ΤΗ ΡΩΜΗ

Μήλα ελαφρά πληγωμένα
από ασημένια λεπτά ξίφη
σύννεφα ξεσχισμένα από κοραλλένιο χέρι
που κουβαλάει στη ράχη του ένα αμύγδαλο από φωτιά
ψάρια από αρσενικό σαν καρχαρίες,
καρχαρίες σαν σταλαγματιές δακρύων για να τυφλώσουν ένα πλήθος
ρόδα που πληγώνουν
και βελόνες τοποθετημένες μες στα κανάλια του αίματος
κόσμοι εχθρικοί και έρωτες σκεπασμένοι με σκουλήκια
θα πέσουν πάνω σου. Θα πέσουν πάνω στο μεγάλο τρούλο
που οι στρατιωτικές γλώσσες αλείβουν με λάδι
όταν ένας άνθρωπος ουρεί πάνω σε ένα ολόφωτο περιστέρι
και φτύνει κάρβουνο κοπανισμένο
τριγυρισμένος από χιλιάδες καμπανούλες.

Γιατί δεν υπάρχει κανένας για να μοιράσει τον άρτο και τον οίνο
κανένας για να καλλιεργήσει τα χόρτα στου νεκρού το στόμα
ούτε κανείς να ξεσκεπάσει τα σεντόνια της αργίας
κανένας για να κλάψει πάνω στις πληγές των ελεφάντων.
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα εκατομμύριο σιδεράδες
που σφυρηλατούν αλυσίδες για τα παιδιά που θάρθουν
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα εκατομμύριο μαραγοί
που φτιάχνουν φέρετρα δίχως σταυρούς.
Δεν υπάρχουν πια παρά ένα πλήθος θρήνοι
που ξεσκεπάζουν το στήθος καθώς προσμένουν το βόλι
Ο άνθρωπος που περιφρονά το περιστέρι θάπρεπε να μιλήσει
θάπρεπε να κραυγάζει γυμνός ανάμεσα στις κολώνες
να κάνει μια ένεσε για να πάθει λέπρα
και να χύνει δάκρυα τόσο τρομερά
που να λιώσουν τα δαχτυλίδια του και τα διαμαντένια του τηλέφωνα .
Μα ο λευκοντυμένος άνθρωπος
αγνοεί το μυστήριο του σιταριού
αγνοεί το βογγητό της ετοιμόγεννης γυναίκας
αγνοεί πως ο Χριστός μπορεί ακόμα να χορηγήσει νερό
αγνοεί πως το νόμισμα καίει το θαυματουργό φιλί
και δίνει το αίμα του αμνού στο ηλίθιο ράμφος του φασιανού.

Οι δάσκαλοι μαθαίνουν στα παιδιά
ένα αξαίσιο φως που έρχεται από το βουνό
μα αυτό που καταβθάνει είναι μια συνάθροιση οχετών
όπου φωνάζουν οι σκοτεινές νύμφες της χολέρας.
Οι δάσκαλοι δείχνουν με ευλάβεια τους πελώριους θόλους που ευωδιάζουν από το θυμίαμα
μα κάτω από τα αγάλματα δεν υπάρχει αγάπη
δεν υπάρχει αγάπη κάτω από τα μάτια που είναι από κρύσταλλο οριστικό.
Η αγάπη βρίσκεται μέσα στις σάρκες που τις ξεσχίζει η δίψα
μέσα στο καλυβάκι που παλεύει ενάντια στην πλημμύρα
η αγάπη βρίσκεται μέσα στους λάκκους όπου παλεύουν τα φίδια της πείνας
μες στη θλιμμένη θάλασσα που λικνίζει τα πτώματα των γλάρων
και μες στο ζοφερό σπαραχτικό φιλί κάτω από το προσκεφάλι.
Όμως ο γέρος με τα διάφανα χέρια
θα λέει: Αγάπη, αγάπη, αγάπη
φωνάζοντας για τα εκατομμύρια τους ετοιμοθάνατους
Θα λέει: Αγάπη, αγάπη, αγάπη
μες στο υφαντό το χρυσοπλουμισμένο που αναριγεί από τρυφερότητα
θα λέει: ειρήνη, ειρήνη, ειρήνη
μες στους τριγμούς των μαχαιριών και τα πεπόνια του δυναμιτη
θα λέει: αγάπη, αγάπη, αγάπη
ώσπου τα χείλη του να γίνουν ασημένια.
 Εν τω μεταξύ, εν τω μεταξύ, α! εν τω μεταξύ
οι νέγροι που καθαρίζουν τα σταχτοδοχεία
τα αγόρια που τρέμουν κάτω από την ωχρή τρομοκρατία των διευθυντών
οι γυναίκες που πνίγονται μέσα στα ορυκτέλαια
το πλήθος με το σφυρί, με το βιολί ή με το σύννεφο
θα φωνάζει ακόμα κι αν του χύσουν τα μυαλά πάνω στον τοίχο
θα φωνάζει κατάμουτρα στους θόλους
θα φωνάζει τρελό από φωτιά
θα φωνάζει τρελό από χιόνι
θα φωνάζει με το κεφάλι γεμάτο περιττώματα
θα φωνάζει σαν όλες τις συναθροισμένες νύχτες
θαφωνάζει με μια τόσο σπαραγμένη φωνή
ώσπου να αρχίσουν οι πολιτείες να τρέμουν σαν κοριτσάκια
και να συντρίψουν τις φυλακές του λαδιού και της μουσικής
γιατί θέλουμε τον επιούσιο άρτο μας
λουλούδι αγριομουσμουλιάς κι αέναη στοργή ξεκουκκισμένη
γιατί θέλουμε να γίνει το θέλημα της Γης
που δίνει τους καρπούς της για όλους.

(μετ.Τάκης Βαρβιτσιώτης)



ΡΟΜΑΝΤΣΑ ΤΟΥ ΥΠΝΟΒΑΤΗ

Πράσινο,πράσινο, πώς σ' αγαπάω!
Πράσινο αγέρι. Πράσινα κλώνια
Το καράβι πάνω στη θάλασσα
το άλογο πέρα στις ράχες.
Έχοντας ίσκιο στη ζώνη της
εκείνη ονειρεύεται στο μπαλκόνι της
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
με ματιά από κρύο ασήμι

Πράσινο, πράσινο, πώς σ΄ αγαπάω!
Κάτω απ το φως της τσιγγάνας σελήνης
τα πράγματα την κοιτάζουν
κι αυτή δεν μπορεί να τα κοιτάξει
Πράσινο, πράσινο, πώς σ' αγαπάω
Διάπλατα αστέρια από πάχνη
έρχονται με του ίσκιου το ψάρι,
που ανοίγει το δρομο στο ξημέρωμα
Τρίβει η συκιά τον αέρα της
με των καδιών της το γυαλόχαρτο
και το βουνό, γάτος κλέφτης
τραχιές της αγαύες του ορθώνει
Μα ποιος θε νάρθει; Και πούθε;
Εκείνη κάθεται στο μπαλκόνι κι ονειρεύεται
πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
στο πικρό κύμα ονειρευάμενη

Κουμπάρε, θέλω ν'αλλάξω
το σπίτι σου με το άλογό μου
τη σέλα μου με τον καθρέφτη σου
την κάπα σου με το σουγιά μου.
Κουμπάρε, έρχομαι λαβωμένος
από τα στενά της Κάμπρα
 Αν μπορούσα παλικάρι
θάκλεινα τη συμφωνία
Αλλά εγώ δεν είμαι πια εγώ
και μήτε το σπίτι μου ορίζω πια.

Κουμπάρε, λέω να πεθάνω
ήσυχα μες στο κρεβάτι μου
Αν γίνεται νάναι ατσαλένιο
και με σεντόνια από την Ολλανδία
Δε βλέπεις την πληγή που έχω
από το λαιμό ως τα στήθια;
Τρακόσια βαθύχρωμα ρόδια
έχει η άσπρη ποδιά σου
Το αίμα σου αναβράζει και μυρίζει
από το ζωνάρι σου γύρω
Αλλά εγώ δεν είμαι πια εγώ
 Αφήστε με ωστόσο να ανέβω
ψηλά ως εκεί πάνω στα μπαλκόνια
αφήστε με να ανέβω, αφήστε με,
επάνω στα πράσινα μπαλκόνια
Στα φεγγαρίσια μπαλκόνια
που ολούθε νερό αντιβουίζει.

Να οι δυο κουμπάροι ανεβαίνουν
ψηλά,ως εκεί πάνω στα μπαλκόνια
Αφήνουν ένα αχνάρι από αίμα
Αφήνουν ένα αχνάρι από δάκρυα
Τρεμόσβηναν πάνω στις στέγες
φανάρια τενεκεδένια.
Χίλια κρυστάλλινα ντέφια
πλήγωναν την αυγή.

Πράσινο,πράσινο πώς σ' αγαπάω
πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια
 Οι δυο κουμπάροι ανεβήκαν
Το διάπλατο αγέρι άφηνε
στο στόμα μια παράξενη γεύση
βασιλικού, χολής, μέντας
Κουμπάρε, πού είναι πες μου
πού είναι η πικρή σου κόρη;
Πόσες φορές σε καρτερούσε!
πόσες σε πρόσμενε φορές
δροσάτη όψη, μαύρη κόμη
στο πράσινο τούτο μπαλκόνι!

Στο πρόσωπό πάνω της στέρνας
λικρίζονταν η γυφτοπούλα
Πράσινη σάρκα, πράσινη κόμη
με μάτια από κρύο ασήμι
Ένα κρύσταλλο εκεί φεγγαρίσιο
στο νερό πάνω την κρατάει
Κι έγινε η νύχτα στενή
σαν μικρούλα πλατεία
Μεθυσμένοι χωροφυλάκοι
χτυπούσαν την πόρτα ολοένα
Πράσινο πράσινο πώς σ' αγαπάω
Πράσινο αγέρι, πράσινα κλώνια
Το καράβι πάνω στη θάλασσα
Το άλογο πέρα στις ράχες.

(μτφ.Κοσμάς Πολίτης)



 ΠΑΝΤΕΡΜΗ

Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί
σκάβουν ζητώντας την αυγή
την ώρα που στα σκοτεινά
βγαίνει η Παντέρμη και γυρνά.
Μαύρη μαυρίλα ειν’ η ψυχή της
κι ωχρό μπακίρι το πετσί της
τα στήθια της ωσάν τ’ αμόνια
που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια.
Παντέρμη, τι ζητάς εδώ
μόνη σου δίχως σύντροφο;
Κι αν είναι κάτι που ζητώ
πες μου, σε γνοιάζει εσένανε;
Ζητάω εκείνο που ζητώ
ζητάω την ίδια εμένανε.
Παντέρμη, πες ποιος ο καημός σου
ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου;
Ποιος ο καημός μου;
Μαύρη πίσσα εγίνη η λινή μου η πουκαμίσα
και μες στο σπίτι σαν τρελή
σούρνω το ξέπλεκο μαλλί.
Παντέρμη, λούσε το κορμί σου
λουσ’ το χελιδονόνερο
κι άσε κυρά μου την ψυχή σου
ασ’ τη για να βρει αναπαμό.

Άχου, τσιγγάνικες ψυχές
κι ολόκρυφες νεροσυρμές
πίκρες μαζί και θάματα
στα μακρινά χαράματα.

απόδοση: Οδυσσέας Ελύτης


ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ ΤΑ ΚΛΑΔΙΑ (SERENATA)


Η νύχτα στέκει μουσκεμένη
μέσα απ' του ποταμιού τις όχθες
και στα στήθια της Λολίτας
από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά,

Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά.

Γυμνή η νύχτα τραγουδάει
πάνω στου Μάρτη τα γιοφύρια
Λούζει η Λολίτα το κορμί της
με νάρδους και γλυφό νερό,

Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

Η νύχτα από πιοτό και ασήμι
λάμπει ανάμεσ' απ' τις στέγες
Ασήμι από ρυάκια και καθρέφτες
Απ' τ' άσπρα πόδια σου πιοτό,

Από έρωτα πεθαίνουν τα κλαριά

 (Απόδοση: Λευτέρης Παπαδόπουλος)

Πηγή:https://frosochatoglou.blogspot.com/2012/08/blog-post_31.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Edouard Vuillard - Τhe Window