Στην Κοντσίτα Γκαρθία Λόρκα
Στου σιδερά μπήκε η σελήνη
με κρινολίνο από νάρδους.
Το παιδί κοιτάει, κοιτάει.
Το παιδί όλο την κοιτάει.
Μες στον ταραγμένο αέρα
η σελήνη κουνάει τα χέρια
δείχνοντας, αγνή και λάγνα
στήθη από σκληρό καλάϊ.
Φύγε λήνη, νη, σελήνη.
Αν ερχόνταν οι τσιγγάνοι
θα ‘καναν με την καρδιά σου
κολλιέ κι άσπρα δαχτυλίδια.
Να χορέψω, άσε με, αγόρι.
Όταν έρθουν οι τσιγγάνοι
θα σε βρουν πάνω στο αμόνι
με κλεισμένα τα ματάκια.
Φύγε λήνη νη σελήνη
και πια νιώθω τ’ αλογά τους.
Παιδί, πάψε να μου αγγίζεις
την κολλαριστή μου ασπράδα.
Έφτανε ο καβαλλάρης
χτυπώντας τύμπανα από κάμπο.
Μες στου σιδερά τ’ αγόρι
είναι με κλειστά τα μάτια.
Από τα λιοστάσια φτάνουν
μπρούτζος κι όνειρο οι τσιγγάνοι.
Τα κεφάλια τους ολόρθα
και μισόκλειστα τα μάτια.
χτυπώντας τύμπανα από κάμπο.
Μες στου σιδερά τ’ αγόρι
είναι με κλειστά τα μάτια.
Από τα λιοστάσια φτάνουν
μπρούτζος κι όνειρο οι τσιγγάνοι.
Τα κεφάλια τους ολόρθα
και μισόκλειστα τα μάτια.
Πώς ακούγεται ο γκιώνης
αχ, κλαίγοντας πάνω στο δέντρο!
Στα ουράνια πάει η σελήνη
μ’ ένα αγόρι από το χέρι.
Μες στου σιδερά και κλαίνε
με κραυγές, κλαίνε οι τσιγγάνοι.
Κι ο αέρας ξενυχτάει
Ξενυχτάει, σκοπιά φυλάει.
Απόδοση: Βασίλης Λαλιώτης
Πηγή: https://www.bibliotheque.gr/article/38116
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου