Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

Αλέξανδρος Μπάρας - Αρκτική πτήση

Ιούνιος, ώρα πέντε το απόγευμα, στο αεροδρόμιο του Χήθροου του Λονδίνου. Το μετάλλινο όρνεο απογειώνεται βρυχώμενο για το Λος Άντζελες, για τη δωδεκάωρη, χωρίς ενδιάμεσο σταθμό πτήση του. «Δια της πολικής οδού», όπως σημειώνουν τα δρομολόγια. Το τόξο του ταξιδιού θα διαγραφεί πάνω απ’ την Ιρλανδία, τις παρυφές του Β. Παγωμένου Ωκεανού, τις δαντελωτές ακτές της λευκής Γροιλανδίας, τον κομματιασμένο αρκτικό Καναδά με τις άπειρες λίμνες του, θα περάσει τα Βραχώδη Όρη και θα σημειώσει το τέρμα του υπερβόρειου αυτού άλματος στις όχθες του Ειρηνικού Ωκεανού, στη μακρυνή ηλιόλουστη Καλιφόρνια.

Το αεροπλάνο διαγράφει τον κύκλο του προσανατολισμού του και στήνει αποφασισμένο το ράμφος του προς τη χώρα της Θούλης. Ο ήλιος, που πριν δώδεκα ώρες τον είδα σήμερα το πρωί ν’ ανατέλλει στις πέντε στην Αγγλία, στέκεται ακόμα ψηλά και δεν πρόκειται να δύσει παρά στο τέρμα του ταξιδιού μας. Βέβαια, η συνήθεια μιας ολάκερης ζωής θα προσκομίσει αυτήν τη φορά τον ύπνο σ’ ώραν ακόμα ηλιόλουστη, θα πρέπει όμως να τον αποδιώξω γιατί σήμερα μου παρουσιάζεται η εξαιρετική ευκαιρία να ζήσω τη «μέγιστη» αυτή μέρα της ζωής μου ―που η διάρκειά της θα πλησιάζει τις 24 ώρες― και ν’ απολαύσω, αν οι καιρικές συνθήκες το επιτρέψουν, το θέαμα του άγνωστου ακόμα σ’ εμένα πολικού τοπίου.

Για καλή μας τύχη τα σύννεφα σκορπίζουν καθώς αφίνουμε τις αγγλικές ακτές. Ο ουρανός γαλανίζει βαθύς και ανέφελος. Περνάμε κιόλας την Ιρλανδική Θάλασσα που αστάφτει σαν υδράργυρος. Τ’ ανήσυχο όμως νησί, χωρίς σημαντικούς εδαφικούς κυματισμούς, με τ’ αλλεπάλληλα συρραμένα καφετιά και πράσινα τετράγωνα των χωραφιών του, φεύγει γρήγορα κάτ’ απ’ τα φτερά μας. Η Ιρλανδία μένει πίσω μας κι απλώνεται τώρα κάτω ο απέραντος Ατλαντικός, ευτυχώς και τούτος ανέφελος, για να μπορέσουμε ν’ αντικρύσουμε θεατούς τους βορεινούς τόπους της σιωπής και της λευκότητας όταν σε λίγο τα νερά του θα συγκερασθούν μ’ εκείνα του άλλου ωκεανού, του Αρκτικού, του ανελέητου.

Η θέση μου είναι δίπλα στο φινιστρίνι. Η διπλανή μου κενή. Δεν θα ’θελα κανέναν συνομιλητή σε τούτο το ταξίδι. Πέστε το ρομαντισμό, πέστε το ερεθισμένη φαντασία, το βέβαιο είναι ότι προσπαθώ να επιτύχω την αποκοπή μου απ’ το σύνολο των εκατό περίπου συνταξιδιωτών και να αισθανθώ τη μοναξιά και την απόγνωση έτσι όπως τις νιώσανε οι πρώτοι ―ποιοι άραγε― που [λείπει μια αράδα] Βορρά.

Σπάνια η ορατότητα. Αυτοκρατορία της μοναξιάς και του γαλάζιου… Κάτι όμως εκεί κάτω τραβάει την προσοχή μου: Θα ’λεγε κανείς ότι κάποιος, σκίζοντας ένα σημείωμα σε μικρά κομματάκια, τα σκόρπισε στην υδάτινη έκταση. Σα να τελείωσεν ο Δημιουργός το έργο του και σκίζοντας τις σημειώσεις του τις πέταξε στη θάλασσα… Χαρτάκια επιπλέουν κάτω σε δυο-τρεις σειρές, σχεδόν ακίνητα… Ξάφνου καταλαβαίνω: Οι πάγοι, οι πρώτοι πάγοι! Προφυλακές του ψύχους. Ελαφροί σχηματισμοί από μικρά συντρίμματα των παγωμένων εκτάσεων που συνωστίζονται και κυκλοδρομούν στο σημείο αυτό που ίσως είναι ο τόπος του υμέναιου των δυο ωκεανών…

Κοιτάζω το ρολόι μου. Αποφασίζω να μην το θίξω, να μην το προσαρμόσω στις αλλαγές της ώρας μέχρις ότου τελειώσει το ταξίδι. Πάνε περίπου τέσσερεις ώρες που πετάμε. Οι δυο κοπέλλες-αεροσυνοδοί ξεδιπλώνουν μιαν οθόνη μπροστά μας, εκεί στο διαχώρισμα πιλότων και επιβατών, κι αρχίζει η προβολή μιας έγχρωμης ταινίας. Προτιμώ να κλείσω τ’ αυτιά μου με τ’ ακουστικά μαγνητοφωνημένης μουσικής που διαθέτω στο κάθισμά μου για ν’ απαλλαγώ απ’ τη φλυαρία της προβολής και να συγκεντρώσω όλη μου την προσοχή στα διαδραματιζόμενα στον ωκεανό. Φοβερό το ψέμα της κινηματογραφικής οθόνης μπροστά στη λευκήν απεραντοσύνη του ψύχους που απλώνεται κάτωθέ μας. Πιο μεγάλοι τώρα οι πάγοι πλέουν σαν νησάκια. Όχι μόνο διαγράφεται πάνω απ’ το νερό ο επιβλητικός όγκος τους αλλά μπορεί να διακρίνει κανείς και μέρος απ’ το πολύ ογκωδέστερο υποθαλάσσιο σώμα τους να σμαραγδίζει κάτω απ’ την υγρήν επιφάνεια. Τα παγόβουνα! Ο νους μου πηγαίνει σ’ εκείνο το τραγικό και υπεροπτικά βαφτισμένο υπερωκεάνειο που μια νύχτα του 1912 βρέθηκεν αντιμέτωπο μ’ έναν τέτοιο λευκό περιπλανώμενο τρόμο και το ταξίδι του από παρθενικό έγινε σε λίγην ώρα ύστατο και μοιραίο…

Μπαίνουμε απρόοπτα σε κάτι σωρείτες νεφών. Η καμπίνα του αεροπλάνου, όπου τα φώτα ήταν σβησμένα για την προβολή της ταινίας, γίνεται κατασκότεινη, το μεταλλικό όρνεο τραντάζεται σα να γυρεύει καινούργιο ρυθμό πετάματος, αφίνεται στο κενό, αλλάζει απότομα ουράνιον όροφο. Το φτερό του φόβου γαργαλάει για μια στιγμή τα μισοκοιμισμένα πρόσωπα των επιβατών… Τίποτα όμως. Το τζετ καταξέσχισε τα συμπτωματικά σύννεφα κι ανεβαίνοντας πάλι στο γαλάζιον ουρανό ξανάπιασε τη σταθερή γραμμή του στο άνω στερέωμα ενώ κάτω απλώνεται η λευκή κι ανάλαφρη στρώση των νεφών ― ήπειρος ατέρμονη μπαμπακιού…

Ο κυβερνήτης αναγγέλλει πως πετάμε πάνω απ’ τη Γροιλανδία. Αιχμηρές γκρίζες οροσερές τρυπούν σε πολλά σημεία τη στρώση του μπαμπακιού και προβάλλουν πάνω απ’ τα σύννεφα σαν τις κορυφές σκηνών που τις έστησαν νομάδες σ’ απέραντο παραμυθένιο κάμπο απ’ αφρό, πούπουλο κι όνειρο. Επουράνια σκηνοπηγία, υπέργειος διεσπαρμένος καταυλισμός της μυθικής Θούλης! Η Γροιλανδία μας δείχνει μόνο τη στέγη της…

Το στρώμα των νεφών σε λίγην ώρα αφανίζεται. Ο ήλιος πεισματάρης λάμπει ― ώρα δέκα νυκτερινή στο ρολόι μου― στέκεται ακόμα σε ψηλό σκαλί ανάμεσα στο ζενίθ και στη δύση. Το τοπίο κάτω διαρκώς εναλασσόμενο κι ανεμπόδιστο. Έτσι, σκέφτομαι, θα πρέπει να είναι κ’ η σελήνη. Βράχοι τεφροί παγωμένοι, σκόνη το χιόνι λευκή που γεμίζει τα διάκενα και καμουφλάρει τα βάραθρα. Λίθινη έξαρση, χαράδρες φοβερές μυστηριώδεις, απουσία ζωής, αίσθημα απελπισμένης αιωνιότητας. Τα βουνά τώρα χαμηλώνουν, σβήνουν και στο σεντόνι μιας πεδιάδας διακρίνω συρμένες μαύρες γραμμές. Συλλαμβάνω τη φαντασία μου να θέλει να ιδεί σ’ αυτά τα σημάδια το πέρασμα μιας λευκής αρκούδας ή του έλκηθρου ενός περιπλανημένου εσκιμώου. Είχα ξεχάσει πως πετάμε σε ύψος πάνω από τριάντα χιλιάδες πόδια απ’ όπου είναι αόρατες οι μικρές ρυτίδες της γης, τα ασήμαντα επεισόδια. Θα πρόκειται μάλλον για πτυχώσεις κι αναδιπλώσεις, για σχέδια της τύχης που χαράχτηκαν απ’ το καρφί των πολικών ανέμων…

Και τώρα ελεύθερη πάλι θάλασσα και νέες κατά μέτωπο παγωμένες εκτάσεις. Θα πρέπει να είναι ο πορθμός του Ντέιβις που χωρίζει τη Γροιλανδία απ’ το μεγάλο νησί του Μπάφιν και αριστερά οι βόρειες παγωμένες εσχατιές της αμερικανικής ηπείρου, το Λαμπραντόρ. Πιο πέρα απλώνεται η θάλασσα του Χάντσον που κολπώνει βαθιά τον Καναδά και εισχωρεί στα νότια, σχεδόν ως τις μεγάλες λίμνες.

Η ξηρά σιγά σιγά κλιμακώνεται. Στην αρχή γκριζόμαυρες κορυφές, χαράδρες γεμάτες παγωμένη θα ’λεγες λάβα. Λευκός πετρωμένος κοχλακισμός. Πιο πέρα οροπέδια σπαρμένα με βράχους, σα να τα λιθοβόλησαν με μετεωρίτες. Τι να ’ναι όμως ο μαύρος τούτος βόας που σέρνεται και χωρίζει στα δυο μια λευκή πεδιάδα; Ποιοι τάχα να πρόφτασαν να περάσουν πριν ανοίξει τούτο το χάσμα;

Το ρολόι μου δείχνει μεσάνυχτα κι ο ήλιος εκεί πάντα στον ουρανό! Οι σκιές μακραίνουν πάνω στο χιόνι, η έξαρση της εδαφικής ιδιοτροπίας συνεχίζεται. Πώς και ποιοι χαρτογράφησαν τον απίθανο τούτο κυκεώνα του έσχατου ψύχους;

Πολλοί απ’ τους ταξιδιώτες κατέβασαν τα στόρια στα φινιστρίνια τους και με σβησμένα τα φώτα κοιμούνται. Πώς όμως να κοιμηθώ με τον κόκκινον ήλιο, τον άγρυπνο τούτο πολικό φρουρό που στέκεται στον ορίζοντα και δε λέγει να μας αφίσει στη φυσική μας μοίρα; Η αεροσυνοδός πλησιάζει σιωπηλή και αθόρυβη μ’ ένα ποτήρι πορτοκαλάδα που θα δροσίσει την αγρύπνια μου (σε ποια γλυκειά κοιλάδα του μακρυνού νότου άραγε ν’ άνθιζες πορτοκαλιά στο ποτήρι μου;).

Κάτω ο πλανήτης ρακένδυτος. Ασπρόμαυρα κουρέλια λειώνουν εδώ κ’ εκεί τα χιόνια και γκριζοπράσινα στίλβουνε μέσα σε κοιλότητες που το περίγυρό τους μένει ακόμα παγωμένο. Παρακάτω οι κοιλότητες αυτές προάγονται σε λίμνες που επικοινωνούνε μεταξύ τους με ρυάκια και ποτάμια. Τα υψώματα χαμηλώνουν, μαλακώνουν, οι κορφές τους στρογγυλεύουν, καταντάνε φαλακροί λόφοι με κάτι (είναι, δεν είναι;) πράσινο σκούρο στις χαράδρες των πλαγιών τους… Μήπως είναι οι πρώτοι δειλοί θάμνοι, οι πρώτες λειχήνες των βράχων, η τούντρα με τη νανοφυή βλάστηση, με τα βρύα του ψύχους;

Το ρολόι μου δείχνει περασμένα μεσάνυχτα. Πώς όμως ν’ αρχίσουμε μια καινούργια μέρα; Ο «χθεσινός» ήλιος βρίσκεται πάντα στον ουρανό. Μετά το κατόρθωμα τούτο σα ν’ άρχισε κάπως να φροντίζει για τη δύση του, σα να κατέβηκε χαμηλότερα. Λίγο βιολέ, λίγο κίτρινο, μια γκριζογάλαζη σκούρα γραμμή εκεί βαθειά στον ορίζοντα…

Δεν χωρεί αμφιβολία. Αυτό που βλέπω τώρα είναι πραγματικό ποτάμι. Ένα λασπερό μεγάλο φιδωτό ποτάμι που γράφει τις καμπύλες ανάμεσα σε χαράδρες θολωμένες από περιπλανώμενες ομίχλες. Οι λίμνες του στέλνουν μικρά ποταμάκια σε ενίσχυση και βοήθεια. Κ’ εκεί στις πλαγιές, εκείνοι οι βαθύχρωμοι συνωστισμοί πρέπει να είναι δέντρα, τα καλά γερά ξύλα του Καναδά. Κανένα όμως ίχνος ζωής. Όλα φαίνονται κάτω όπως μόνη τα διάταξε η φύση… Προσέξτε όμως εκεί: Να μια κλωστή τεντωμένη απ’ τα νότια προς τα βόρεια: Δ ρ ό μ ο ς! Ο πρώτος δρόμος που διακρίνω. Παρακάτω άλλη μια τέτοια χαρακιά προς άλλη κατεύθυνση κι ακόμα πιο πέρα (βάστα καρδιά μου!) δυο πράσινα γραμματόσημα κολλημένα στη μαύρη γη: Δυο χωράφια! Η πρώτη μοιρασιά της βόρειας γης ― συνάντηση απ’ τους αιθέρες με τα δικαιώματα του ανθρώπου.

Λίμνες, λίμνες… Μήπως αυτή η μεγάλη και στενόμακρη, είναι η Ουίννιπεγκ, πρώτη και καλλίτερη στις ιστορίες ερυθρόδερμων να ενεδρεύουνε γύρω της…

Ώρα Λονδίνου μία και μισή πρωινή. Ο ήλιος κατέβηκε πιο χαμηλά. Ένα μαύρο σύννεφο πέφτει σα ράπισμα πάνω στα φινιστρίνια. Η καμπίνα σκοτεινιάζει. Όλοι κοιμούνται αποκαμωμένοι. Μονάχα εγώ παριστάνω το τέρας της αγρυπνίας. Και το τζετ να σκίζει πάντα τους αιθέρες με το μονότονο βρυχηθμό του που τον συνήθισα πια κι ούτε που τον άκουγα τόσες ώρες.

Η θέα πάλι ελεύθερη. Πληθαίνουν στο μεταξύ τα καλλιεργημένα τετράγωνα. Κι αυτά τα δυο-τρία άσπρα βότσαλα που διακρίνω εκεί κάτω θα είναι ασφαλώς σπιτάκια. Γύρω τους η γη ποικιλόχρωμη φαντάζει σαν απέραντη κουρελού…

Ώρα δύο πρωινή. Σύννεφα σωρείτες εμποδίζουνε πάλι τη θέα αλλά τη μαντεύει κανείς και την υποθέτει γνώριμη, τώρα που συναντήσαμε πάλι τους ανθρώπους και τα έργα τους.

Θα πρέπει να υπέκυψα τελικά και να κοιμήθηκα κάπου μισήν ώρα. Ανοίγοντας τα μάτια βλέπω κάτω, μέσα στο δυτικό φως μαύρους άγριους όγκους με χιονισμένες κορφές, πλαγιές με βαθειές χαράδρες μενεξεδένιες και δάση από έλατα. Τα Βραχώδη Όρη, μου ψιθυρίζει ένας πιλότος που, επιθεωρώντας σιωπηλά την καμπίνα, στέκεται για μια στιγμή δίπλα μου. ―Πετάμε πάνω απ’ τις Πολιτείες, κύριε. Πράγματι αρχίσαμε σιγά σιγά να κατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια του αιθέρα. Τα βουνά χαμηλώνουν και καταντούν έρημα αργιλόχρωμα οροπέδια. Η σκηνοθεσία είναι πια βραδυνή. Ο κόκκινος ήλιος, χαμηλά στον ορίζοντα, απλώνει μεγάλες σκιές κάτω στα κάνυον. Το τοπίο είναι όπως τόσες φορές μας το παρουσίασε η οθόνη στις ταινίες ουέστερν. Η έρημος της Μεγάλης Αλμυρής Λίμνης, το ορεινό τείχος της Σιέρρα Νεβάδα που προφυλάγει και χαρίζει το ήπιο κλίμα της στην Καλιφόρνια, οι πρώτες αναδιπλώσεις απ’ την έρημο του Κολοράντο και λίγο αργότερα μπρος, καθώς τώρα πια πετάμε πάνω από γόνιμο έδαφος, ένας κάδος αστέρια χυμένος στη γη: Η διασπορά των χαρούμενων φώτων του απέραντου Λος Άντζελες… Πιο πέρα η απλωσιά ενός μαυρογάλανου βελούδινου φόντου που χάνεται και γίνεται ένα με τις δυτικές σκιές, εκεί όπου ψυχορραγάει μια βαθυκόκκινη πινελιά, η τελευταία που έσυρεν ο πεισματάρης ήλιος που επιτέλους έδυσε. ―Ο Ωκεανός, μου πετάει χαμογελαστός ο πιλότος ξαναπερνώντας από δίπλα μου. Κ’ είναι βέβαια ο Ειρηνικός. Ο τρίτος ωκεανός μέσα σε μια και μόνη ηλιόλουστη νύχτα!

Το μετάλλινο όρνεο ελαττώνει στο ελάχιστο την ταχύτητά του και πλανιέται αργό πάνω απ’ τη φωτοπλημμύρα της πόλης των Αγγέλων, περήφανο που αίσια τερματίζει τη δωδεκάωρη χωρίς ανάπαυση πτήση του. τα φινιστρίνια, απ’ τις πολύωρες εκτονώσεις των αεροστροβίλων έχουν μια πατίνα με τα χρώματα της ίριδας και το κάθετι μέσ’ απ’ αυτά φαίνεται εξωπραγματικό και απίθανο.

Καθώς, νύχτα πια, ακουμπάμε μαλακά στο διάδρομο, κοιτάζω το ρολόι μου: Ώρα πέντε πρωινή Λονδίνου.


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΠΑΡΑΣ

Νέα Εστία, τ. 1140, 1 Ιανουαρίου 1975

Αναδημοσίευση από:https://neoplanodion.gr/2024/08/19/baras-arktike-ptesis/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου