ΚΑΤΑΚΟΜΒΕΣ
νὰ δίνει στὶς πέτρες τὴν ἀσπρίλα τοῦ ἁλατιοῦ».
Λέγαμε: «Πάντα θὰ ὑπάρχουνε οἱ βράχοι
νὰ δίνουν στ’ ἁρμυρὸ νερὸ τὰ θρύψαλα τῆς ἄμμου».
Κι ἤμαστε σίγουροι ἐμεῖς οἱ δυό,
ποὺ μοιάζαμε τόσο στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα,
ἤμαστε σίγουροι ἀπολύτως πὼς ὅ,τι καὶ νὰ γίνει
πάντα μιὰ μέσα κίνηση θὰ μᾶς ἑνώνει.
Σήμερα, τίποτα δὲν κυκλοφορεῖ ἀνάμεσά μας.
Τίποτα. Ἀκόμα δὲν τ’ ὁμολογοῦμε ἀνοιχτά.
Μονάχα ποὺ ἀποφεύγουμε τὶς παλιὲς παρομοιώσεις.
Κι ἡ δυσκολία δὲν εἶναι νὰ παραδεχτεῖς ἕναν
καινούργιο θάνατο
μὰ τὸ νὰ στήνεις πάλι μιὰ προτομὴ νεκροῦ
μέσα σ’ αὐτὲς τὶς πολυδαίδαλες μυστικές σου κατακόμβες.
Παρίσι, Γενάρης 1960
ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΡΑΙΝΟ
Κι ἔπειτα τὰ χρόνια θὰ περάσουν
ὄγκοι βουνῶν καὶ πέτρας θὰ παρεμβληθοῦν
θὰ ξεχαστοῦνε ὅλα
ὅπως ξεχνιέται τὸ καθημερινὸ φαῒ
ποὺ μᾶς κρατάει ὀρθούς.
Ὅλα, ἔξω ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ
ποὺ μέσα στὸν συνωστισμὸ τοῦ ὑπόγειου τραίνου
κρατήθηκες στὸ μπράτσο μου.
Παρίσι, Μάης 1960
ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΙΚΕΛΙΑ
Πόλεις βραχώδεις ὄρθιες ὑψιτενεῖς, δώματα
φαγωμένα ἀπὸ τὴν ἄμμο τῆς ἀπέναντι στεριᾶς
κάμαρες ὑγρὲς αἰωνόβιες, σκοτεινοὶ θάλαμοι
μ’ ἀνεστραμμένα τὰ εἴδωλά μας, σαῦρες
κηλιδωμένες λάβα, φευγαλέοι πλόκαμοι φωτιᾶς
στὰ χωράφια ὁ κύριος μὲ τὰ μαῦρα
καὶ τὸ κοριτσάκι μὲ τὰ λευκά.
Τὸ φουστάνι τῆς Jean στὰ δυὸ ἀνοιγμένη κάψα
τὸ σουτιὲν τῆς Vivian ἀράχνη στὴν ξερολιθιὰ
τὸ νάυλον σλὶπ τῆς Claire γλυφὴ τοῦ φιλιατροῦ
συνθετικὲς ὕλες μὲ μνήμη ἀπὸ μετάξι, χνούδι
λοβῶν τοῦ σώματος, ρίγη στ’ αὐλάκι τοῦ νυχιοῦ
τρίχα ἐφηβαίου ποὺ ἑλίσσεται κάτω ἀπ’ τὴ γλώσσα
ὅπως ἡ σμέρνα στὴ ρωγμὴ τοῦ βράχου.
Ἄγνωστα ψάρια στίλβοντα, ἐνάλια φίδια
ὑποθαλάσσιες συνουσίες, σπέρματα κινούμενα στὸ νερὸ
σὰν στρείδια ποὺ ἐγκατέλειψαν τ’ ὄστρακό τους
γρύλοι τὴ νύχτα καὶ σανίδια κρεβατιῶν νὰ τρίζουν
σεντόνια μὲ λεκέδες ἀνεξίτηλων συνευρέσεων
παχύρρευστες ἐκκρίσεις λιπαίνοντας κορμιὰ
ποὺ πλαταγίζουν στὸ κάθε κοίλωμά τους.
Κι ὁλοῦθε μυρωδιὰ ἀπὸ πεσμένα πλατανόφυλλα
ποὺ τά ’σπρωχνε ἀργὰ ὁ ἀγέρας πρὸς τὴ θάλασσα.
Ἀθήνα, Ἰανουάριος 1982
ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ταράτσες μὲ ραγισμένες μαλτεζόπλακες
ρουφώντας τὴ βροχὴ πλυσταριὰ χαμηλοτάβανα
γοῦρνες μὲ παλιὲς καπελιέρες καὶ στοῖβες περιοδικὰ
μπρούντζινες βρύσες λιωμένο σαπούνι τῆς μπουγάδας
σκάλες ξύλινες πλυμένες μὲ ποτάσα καὶ σκάλες
σιδερένιες ἐξωτερικὲς σὰν ὄρθια κοχύλια γυμνωμένα.
Κι ὅπως τὶς ἀνεβαῖναν τρέχοντας
ἡ Θέκλα ἡ Θεοδώρα ἡ Θεώνη
σὲ κάθε σκαλὶ φανέρωναν μιὰ γωνιὰ τῆς σάρκας τους.
ἩΘέκλα ἡ Θεοδώρα ἡ Θεώνη
μὲ τὰ κινούμενα θήτα τῆς ἱδρωμένης τους μασχάλης
τ’ ἀνάποδα δέλτα κάτω ἀπὸ τὴ φούστα
καὶ τὰ κυματιστὰ ὠμέγα
στεφανωμένα μὲ τὸν φιόγκο τῆς ποδιᾶς.
ΡΟΔΑ ΑΕΙΘΑΛΗ
Ἡ ὀμορφιὰ τῶν γυναικῶν ποὺ ἄλλαξαν τὴ ζωή μας
βαθύτερα κι ἀπὸ ἑκατὸ ἐπαναστάσεις
δὲν χάνεται, δὲν σβήνει μὲ τὰ χρόνια
ὅσο κι ἂν φθείρονται οἱ φυσιογνωμίες
ὅσο κι ἂν ἀλλοιώνονται τὰ σώματα.
Μένει στὶς ἐπιθυμίες ποὺ κάποτε προκάλεσαν
στὰ λόγια ποὺ ἔφτασαν ἔστω ἀργὰ
στὴν ἐξερεύνηση δίχως ἀσφάλεια τῆς σάρκας
στὰ δράματα ποὺ δὲν ἔγιναν δημόσια
στὰ καθρεφτίσματα χωρισμῶν, στὶς ὁλικὲς ταυτίσεις.
Ἡὀμορφιὰ τῶν γυναικῶν ποὺ ἀλλάζουν τὴ ζωὴ
μένει στὰ ποιήματα ποὺ γράφτηκαν γι’ αὐτὲς
ρόδα ἀειθαλῆ ἀναδίδοντας τὸ ἴδιο ἄρωμά τους
ρόδα ἀειθαλῆ, ὅπως αἰῶνες τώρα λένε οἱ ποιητές.
Μόλυβος, Αὔγουστος 2000
Λυσιμελής πόθος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου