ΘΡΗΝΟΣ ΓΙΑ ΜΥΗΜΕΝΟΥΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ
Εκείνοι που γεννήθηκαν για ν’ ανήκουν στον κάτω κόσμο
δε θ’ αγαπηθούν όσο και να το γυρεύουν, δε θα υπάρξουν ποτέ
παρά σε κάτι μικρές στο χρόνο ιστορίες ασήμαντες.
Ένα πρωί θ’ ακουστεί ο δικός τους θρήνος στο δρόμο
με τα κόκκινα ρόδα θα φύγουν για τον Κεραμεικό – μάνες μαύρες,
φίλοι μαύροι, τυφλοί οργανοπαίχτες.
Η ταφή ήταν εικονική. Αυτοί γεννήθηκαν για ν’ ανήκουν στη γη
κάτω από το χώμα.
Γη που τους σκέπασες, κράτα τους γερά. Χώμα μαύρο, σκόνη της Πομπηίας
στείλε τους νερό για τα χείλη όταν διψούν μέσα στη νύχτα ή όταν
στο μεσημέρι γυρνούν απέραντα μόνοι.
Νύχτα που τους θανάτωσες για πάντα. Εκείνοι που γεννήθηκαν
για ν’ ανήκουν στον κάτω κόσμο δεν έζησαν.
(ΒΙΒΛΙΟ 1, 1973)
ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΜΕ
Νύχτα θα επιστρέψουμε στα σώματά μας
το ίδιο ανύπαρκτοι όπως όταν ήμασταν εντός των.
Τότε σαν σκιές θα διαφεύγουμε, τότε σαν από άλλες τύψεις
κυνηγημένοι θα πεθαίνουμε.
Μάταιες οι ματιές που θα μας περιμένουν. Μάταια τα σώματα
που μας ζητούν. Εμείς δεν θα είμαστε πια εμείς.
Θα είναι άλλοι πίσω από εμάς. Μπροστά από εμάς. Τίποτα.
Εμείς πια δεν θα έχουμε παρά ένα πρόσωπο μέσα στη νύχτα
αυτό το αποτυπωμένο στα χαρτιά τους πρόσωπο δεν θα είναι
το δικό μας.
Εμείς θα διαφεύγουμε από το πλήθος φορώντας γυαλιά,
δίχως μάτια θα διαφεύγουμε από την ομίχλη, τα δέντρα θα
διαφεύγουμε.
Χωρίς υποψίες μπροστά στα παράθυρα θα αλλάζουμε
τα πουκάμισα, τις αθλητικές φανέλες. Έφυγε ο Παύλος, θα ρωτάμε.
Στα λεωφορεία θα μπαίνουμε. Θα κατεβαίνουμε στις αποβάθρες.
Δίχως επιθυμίες θα πίνουμε. Δεν θα βλέπουμε όνειρα.
Δεν θα βλέπουμε καράβια να περνούν στο βάθος των υαλοπινάκων.
Τραίνα να μακραίνουνε τους τόπους. Το θάνατό μας δε θα βλέπουμε.
(ΟΙ ΛΑΜΠΕΣ, 1974)
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΓΥΝΑΙΚΕΣ
Υπάρχουν γυναίκες που ακολουθούνε κηδείες
Πριν να γεννηθούν ακολουθάνε κηδείες
Φορώντας μαύρα πανωφόρια, πράσινα κομπιναιζόν
Μονάχα φορώντας τη ρόμπα τους
Στα δάχτυλα μια βέρα, ένα ψεύτικο δαχτυλίδι
Τα μάτια τους δεν έχουν άλλους κύκλους
Άλλα στεφάνια πένθιμα να αποθέσουν.
Υπάρχουν και γκαρσόνια
με σταθερές κινήσεις χορευτικές
στα μαύρα πρόσωπα των πεθαμένων
κόκκινα ρόδα βάζουνε
Σάββατο παρά Σάββατο
Τετάρτη παρά Τετάρτη
Περνάνε και πάνω από τους τάφους τους καπνίζουνε
Σκύβουν σα να φιλάνε ψεύτικες βλεφαρίδες καστορένιες
Άλλοτε μαζί τους σέρνουνε θείες ή ξαδέλφες, κάποια Νότα
απ’ τη Χαιρώνεια.
Καθώς η πόλη αποτραβιέται σε εσωτερικούς χώρους
σε κλειστές τζαμαρίες δίχως ήχους παραγγέλνει
Σε δικούς τους τόπους συναντιώνται
καλά κλεισμένοι από τις επιτυχίες των ακιρών.
Σε διαδρομές παρόμοιες σπαράζουν.
ΤΟ ΜΠΑΡ J. S. BACH
Με το κρύο μικραίνουνε τα δάχτυλα
Πέφτουνε τα δαχτυλίδια των νεονύμφων
Αυτών που πέρασαν τα χρόνια μαζί
χάνονται
Αλλάζουν όψη τα κορίτσια στο μπορντέλο
Τα σώματα χαλαρώνουνε μετά από δυνατές
ψηλαφήσεις
Οι μαγικές λέξεις δεν ακούγονται
Οι σάλες γεμίζουνε άγνωστους, με πεθαμένους φίλους
τα μαγειρεία
Τέτοια βράδια πυκνώνουνε οι τάξεις των αγνοουμένων
(απόσπασμα)
(ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΤΑΚΟΥΝΙΑ, 1979)
ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ
Ο Θεός της Ψυχασθένειας στο πρόσωπο ενός φτωχού νέου κρατάει γραφίδα και απειλεί να γράψει στην άκρη, επάνω, στο τέλος λευκού χαρτιού. Άγγελος από τα τείχη ψηλά φαίνεται αλλόφρων και ετοιμάζεται να σαλπίσει. Δύο βρέφη μπλέκονται στα πόδια του.
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΠΕΡΜΑΤΟΣ
Ο θάνατος του πατέρα μου
Από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι
Κάντε στην άκρη.
Μπορώ να πω δεν τον αγαπούσα
Ποτέ δεν τον ήθελα
Πάντα είμαστε αντίπαλοι
Αλλά να, από την κηδεία του πατέρα μου έρχομαι
κάνει ζέστη και τον ξάδελφό μου
πάνω απ’ το φέρετρο είδα που έκλαιγε
πιο πολύ από μένα
Α΄
Λησμονημένος από φίλους και εχθρούς
κοιμάται με κλεισμένα τα παράθυρα
τοίχοι που καλά τον κρύβετε, σεντόνια εσείς
με τα πεθαμένα σχήματα των φυτών
τις φιγούρες των παράξενων αλόγων
έτσι καλά το σώμα του να κρατάτε
Β΄
Τι κι αν κοιμάται μονάχος και σωπαίνει
πείτε του,
γι’ αυτόν χτυπούν οι σάλπιγγες στα σιωπητήρια
γι’ αυτόν ηχούν τα πένθιμα εμβατήρια
των ραδιοφωνικών σταθμών
Πέρα στους δρόμους του Βερολίνου
στου Μπουένος Άυρες τα δέντρα
αργά πίσω από τζάμια θολά
η μοίρα του υφαίνεται
(Ο ΑΝΑΙΔΗΣ ΘΡΙΑΜΒΟΣ, 1984)
ΙΕΡΟΣ ΠΟΝΟΣ
Αισθάνομαι χωρίς προέλευση
χωρίς καταγωγή
όπου καταλήγω με καλύπτουν
οι μουσικές
οι φωτισμένες πλευρές των πόλεων.
Βαδίζω έξω από τα σύνορα
θέλοντας να συλληφθώ
και να ομολογήσω
ότι υπήρξα ένα τίποτα
ένας ιερός πόνος
στην ωμοπλάτη
(ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ ΝΕΩΤΕΡΙΣΜΩΝ, 1997)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%B3%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%86%CE%B5%CE%B2%CF%81%CE%BF%CF%85%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%BC-%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου