Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Bertolt Brecht - Ποιήματα

Για τον φτωχό Μπ .Μπ.

Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ , είμαι από τα Μαύρα Δάση.
Η μάνα μου στις πολιτείες με κουβάλησε
σαν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της. Και των δασών η παγωνιά
μέσα μου θα ʽναι ως το θάνατό μου.

Έχω το σπίτι μου στην πολιτεία της ασφάλτου
φορτωμένος από την αρχή μʼ όλα τα μυστήρια του θανάτου,
μʼ εφημερίδες, με καπνό και με ρακί.
Καχύποπτος και τεμπέλης κι ευχαριστημένος τελικά.

Φέρνομαι φιλικά στους ανθρώπους. Φορώ
καθώς το συνηθίζουν ένα σκληρό καπέλο.
Λέω: είναι ζώα που μυρίζουν τελείως ιδιόμορφα
και λέω πάλι:δε βαριέσαι έχω κι εγώ την ίδια μυρουδιά.

Στις άδειες κουνιστές πολυθρόνες μου καθίζω
το πρωί κάτι γυναίκες καμιά φορά
τις κοιτάω ξένοιαστα και λέω:
Καθόλου μην ποντάρετε σʼ αυτόν που τώρα σας κοιτά.

Κοντά το βράδυ μαζεύω γύρω μου τα παιδιά
λέμε ο ένας τον άλλον «τζέντλεμαν»
ακουμπάνε στο τραπέζι μου τα πόδια
και λένε: Θα δούμε μέρες πιο καλές. Κι εγώ πότε δε ρωτώ.

Το πρωί στο γκρίζο χάραμα κατουράνε τα έλατα
και τα ζωύφιά τους, τα πουλιά αρχίζουν να φωνάζουν.
Κείνη την ώρα αδειάζω το ποτήρι μου στην πόλη,
πετάω τʼ αποτσίγαρό μου κι ανήσυχος κοιμάμαι.

Καθόμασταν μια ελαφρόμυαλη γενιά
σε σπίτια που λογίζονταν αγκρέμιστα
(έτσι χτίσαμε τα μακριά σπίτια της νήσου Μανχάταν
και τις λεπτές κεραίες που στηρίζουν τον Ατλαντικό.)

Απʼ αυτές τις πολιτείες θʼ απομείνει
εκείνος που διάβηκε από μέσα τους: ο άνεμος!
Δίνει χαρά το σπίτι σʼ αυτόν που τρώει:τʼ αδειάζει.
Ξέρουμε ότι είμαστε περαστικοί
κι ότι μετά από μας τίποτα αξιόλογο δε θα ʽρθει.

Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται να ʽρθουν,
να μην αφήσω τη Βιρτζίνιά μου απʼ την πίκρα να μου σβήσει.
Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ από τα Μαύρα Δάση,
ξερασμένος στις πολιτείες της ασφάλτου, μέσα στη μάνα μου,
σε πρώιμη εποχή!

Ο Θεός του Πολέμου

Είδα τον παλιό θεό του πολέμου να στέκει μέσα σ’ ένα βάλτο ανάμεσα σε μια χαράδρα κι ένα βράχινο τοίχο.
Βρωμούσε τζάμπα μπίρα και φορμόλη και σ’ εφήβους έδειχνε τ’ αρχίδια του,
γιατί τον είχαν ξανανιώσει κάποιοι προφεσόροι. Διακήρυχνε με τη βραχνή φωνή του λύκου τον έρωτά του για καθετί νεαρό.
Δίπλα του στεκόταν μια έγκυος γυναίκα κι έτρεμε.
Κι αδιάντροπα συνέχιζε το κήρυγμά του, όπου τον εαυτό του παρουσίαζε
σαν τον μεγάλο άνθρωπο της τάξης. Και περιέγραφε το πως παντού έβαζε στους αχυρώνες τάξη αδειάζοντάς τους.
Η φωνή του πότε ήτανε δυνατή και πότε σιγανή, πάντα βραχνή όμως.
Με δυνατότερη φωνή μιλούσε για τις μεγάλες εποχές που θα ‘ρθουν
και με τη σιγανότερη φωνή δίδασκε τις γυναίκες πώς να μαγειρεύουν γλάρους και κοράκια.
Την ίδια ώρα η πλάτη του ανήσυχη ήταν κι όλο πίσω γυρνούσε να κοιτάξει,
λες και φοβόταν κάποια μαχαιριά.
Και κάθε πέντε λεπτά βεβαίωνε το κοινό του πως θα τους πάρει πολύ λίγο από το χρόνο τους.

Κακή εποχή για τη νεολαία

Αντί στο δάσος να παίζει με τους συνομήλικούς του
κάθεται ο μικρός μου γιος σκυμμένος πάνω απʼ τα βιβλία
και πιο πολύ του αρέσει να διαβάζει
για τις κομπίνες των λεφτάδων
και τις σφαγές των στρατηγών.
Καθώς διαβάζει τη φράση ,ότι οι νόμοι μας
εξ ίσου απαγορεύουν σε φτωχούς και πλούσιους κάτω
από τα γεφύρια να κοιμούνται
ακούω το ευτυχισμένο του γέλιο.
Όταν ανακαλύπτει ότι ενός βιβλίου ο συγγραφέας
πουλημένος είναι
το νεαρό του μέτωπο φωτίζεται.Απʼ τη μεριά μου
το επιδοκιμάζω,κι όμως θα ʽθελα να μπορούσα
μια εποχή κατάλληλη για τη νεολαία να του προσφέρω
που σʼ αυτήν στο δάσος θα πήγαινε να παίξει με τους συνομήλικούς του.

Η ντροπή

Όταν με κλέψαν στο Λος Άντζελες, την πόλη
των εμπορεύσιμων ονείρων,παρατήρησα
με τι τρόπο την κλοπή, που είχε γίνει από ένα πρόσφυγα
όμοιο με μένα κι αναγνώστη
όλων των ποιημάτων μου, όλο φροντίδα μυστική την κράτησα
λες και φοβόμουνα πως η ντροπή
γνωστή να γίνει θα μπορούσε,ας πούμε, στων θηρίων τον κόσμο.

Ύμνος στο Θεό

Βαθιά στις σκοτεινές κοιλάδες πεθαίνουνε οι πεινασμένοι.
Αλλά εσύ τους δείχνεις το ψωμί και τους αφήνεις να πεθαίνουν.
Εσύ έχεις θρονιαστεί αιώνιος κι αόρατος
κι αστράφτεις ανελέητος πάνω απʼ το αιώνιο Σχέδιό σου.

Άφησες να πεθάνουνε οι νέοι κι οι χαροκόποι
μα αυτούς που θέλουν να πεθάνουν, δεν τους άφησες.
Πολλοί από κείνους που τώρα έχουνε σαπίσει
πιστεύανε σε σένα και πεθάναν γεμάτοι εμπιστοσύνη.

Άφησες τους φτωχούς φτωχοί να μείνουνε χρόνια και χρόνια
γιατί ήτανε οι πόθοι τους πιο όμορφοι απʼ τον Παράδεισό σου.
Πεθάνανε, αλίμονο, πριν δουν το φως σου
πεθάνανε μακάριοι, όμως και σαπίσαν παρευθύς.

Λένε πολλοί πως δεν υπάρχεις και τόσο το καλύτερο.
Μα πώς μπορεί να μην υπάρχει αυτό που μπορεί έτσι να ξεγελά;
Αφού τόσοι και τόσοι ζούνε από σένα και δεν μπορούν
χωρίς εσένα να πεθάνουν
πες μου, τι σημασία έχει τʼ ότι δεν υπάρχεις;

Αν κρατούσαμε αιώνια

Αν κρατούσαμε αιώνια
Θ’ άλλαζαν τα παντα
Μια κι είμαστε όμως θνητοί
Πολλά παραμένουν στην παλιά τους μορφή.

Δε χρειάζομαι ταφόπετρα

Εγώ δε χρειάζομαι ταφόπετρα,
αν όμως εσείς χρειάζεστε για μένα
πάνω της θα ήθελα να γράφονταν τούτο:
Έκανε προτάσεις. Εμείς
τις δεχτήκαμε.
Με μια τέτοια γραφή
θα είχαμε όλοι
τιμηθεί.

Κάποτε όταν θα ʽχουμε καιρό

Κάποτε όταν θα ʽχουμε καιρό
θα σκεφτούμε πάνω στις ιδέες όλων των μεγάλων στοχαστών
θα θαυμάσουμε τους πίνακες όλων των μεγάλων ζωγράφων
θα γελάσουμε μʼ όλους τους χωρατατζήδες
θα κορτάρουμε όλες τις γυναίκες
θα διδάξουμε όλους τους ανθρώπους.

Αδυναμίες

Εσύ δεν είχες καμία
εγώ είχα μία:
αγαπούσα.

10 Κακή εποχή για ποίηση

Το ξέρω καλά: τον καλότυχο μονάχα
αγαπάνε.Τη δική του φωνή
ακούν ευχάριστα.Το δικό του πρόσωπο είναι ωραίο.

Το σακατεμένο δέντρο στην αυλή
δείχνει τη χέρσα γη, κι όμως
οι περαστικοί σακάτη το φωνάζουν.
Και με το δίκιο τους.

Τα πράσινα πλεούμενα και τα χαρούμενα πανιά του καναλιού
δεν τα βλέπω. Απʼ όλα
ξεχωρίζω μονάχα των ψαράδων το σκισμένο δίχτυ.
Γιατί μιλάω μόνο
για τη σαραντάρα νοικοκυρά που έχει καμπουριάσει;
Τα στήθια των κοριτσιών
είναι ζεστά όπως πάντα.

Μια ρίμα στο τραγούδι μου
σχεδόν αυθάδεια θα τη θεωρούσα.

Μέσα μου μάχονται
ο ενθουσιασμός για τη μηλιά που ανθίζει
και ο τρόμος από τα λόγια του μπογιατζή,
μα είναι το δεύτερο μονάχα
που στο γραφείο με καθίζει.

11 Συνειδητοποίηση

Όταν ξαναγύρισα
είδα πως τα μαλλιά μου δεν είχαν ασπρίσει
και χάρηκα.

Τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε
Τώρα μας περιμένουν
οι δυσκολίες των πεδιάδων.

12 Η μάσκα του Κακού

Στον τοίχο μου κρέμεται ένα γιαπωνέζικο γλυπτό
μάσκα ξύλινη ενός κακού δαίμονα, βαμμένη με χρυσό.
Με συμπάθεια κοιτώ
τις φουσκωμένες αρτηρίες που δείχνουν
πόσο κοπιαστικό είναι να είσαι κακός.

13 Επιτάφιος για τον Μ.

Ξέφυγα από τους καρχαρίες
και νίκησα τους τίγρεις
μʼ έφαγαν όμως
οι κοριοί.

ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

1 Για τον φτωχό Μπέρτολτ Μπρεχτ

2 Ο Θεός του Πολέμου

3 Κακή εποχή για τη νεολαία

4 Η ντροπή

5 Ύμνος στο Θεό

6 Αν κρατούσαμε αιώνια

7 Δε χρειάζομαι ταφόπετρα

8 Κάποτε, όταν θα ʽχουμε καιρό

9 Αδυναμίες

10 Κακή εποχή για ποίηση

11 Συνειδητοποίηση

12 Η μάσκα του Κακού

13 Επιτάφιος για τον Μ.

Οι μεταφραστές των ποιημάτων

1 Πέτρος Μάρκαρης Μπέρτολτ Μπρεχτ 76 Ποιήματα , Θεμέλιο 1980
2 Νάντια Βαλαβάνη, Μπέρτολτ Μπρεχτ Ποιήματα, Σύγχρονη Εποχή 1987
3 Μάριος Πλωρίτης, Μπ. Μπρεχτ Ποιήματα, Θεμέλιο 1978, Β΄έκδοση 1979

Όλα τα ποιήματα είναι μεταφρασμένα από τον Πέτρο Μάρκαρη,εκτός από το 3 Κακή εποχή για τη νεολαία και το 4 Η ντροπή, που είναι σε μετάφραση της Νάντιας Βαλαβάνη, ενώ το 5 Ύμνος στο Θεό, είναι σε μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη


Πηγή: https://www.poiein.gr/2008/12/20/idhynoieo-idhnao-dhiethiaoa-aeaauaeae-i-aeuiico-eoneaaetho-poiein-podcast-productions-10/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου