ΟΨΕΙΣ ΑΔΗΛΩΝ ΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ
Προσπαθούσα χρόνια να μεταφράσω αισθήματα ˙
ο χρόνος έλεγα, προηγείται του ρήματος
και το πληθυντικό σου πρόσωπο
πίσω από λέξεις ανασαίνει.
Γραμματική της στέρησής μου, που όλα τα ’θελες
χωρίς Κανόνες,
σ’ αυτό το λεξικό σε βρίσκω σκάρτη.
Ο έρωτας είναι το ρήμα που ακολουθεί
για τη ρεμπέτικη λογιοσύνη μου.
(ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ, 1978)
ΞΑΝΑ ΜΕΣ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ
Αιμορραγούν ξανά μες στο μυαλό
τα βρέφη που υπήρξαμε.
Η πιθανότητα μιας άλλης μέρας
ή μιας απόλαυσης άγνωστης που ανήκει στα δέντρα ίσως
δεν είναι σύμβολα κι ερείπια αισθημάτων.
Όσοι παλέψανε μονάχοι με τον κίνδυνο
με το ουράνιο τράνταγμα μιας σκέψης νοητής
προμήνυμα μιας άλλης δύναμης ή μιας ξεχωριστής ευτυχίας
θα καταλάβουν.
Σ’ αυτό τον τόπο θα μας κομματιάσουν.
(ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΗΓΑΔΙ, 1983)
ΕΠΑΡΧΙΑ
Ζω σε μια πόλη ξεπεσμένου ελληνισμού.
Αγγίζοντας κι εγώ το χρόνο κάποτε
μιας φονικής χαράς
τινάχτηκα σα ν’ άγγιξα ηλεκτροφόρα σύρματα.
Σ’ αυτό τον τόπο που τρέχουμε όλοι πανικόβλητοι
σαν τα παράνομα ζευγάρια σ’ ένα φλεγόμενο ξενοδοχείο.
Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Αιμορραγούν οι αισθήσεις όταν θυμόμαστε.
Επιθυμίες και φιλιά γδέρνουν τη μνήμη.
Χιόνι σπαράζει και χρυσάφι.
Παιχνίδια ενός τυφλού παιδιού που παίζει.
(ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΕΡΑ, 1987)
Ω ΦΙΛΟΙ, ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ
Φίλοι παλιοί χρυσάφι παλιό
χρόνια κρυμμένοι στις σκιές
το θάνατό τους τον μαθαίνουμε απ’ τις εφημερίδες.
Στα μαγεμένα σπίτια τους είχαν καθρέφτες σκοτεινούς.
Τα βράδια ντύνονταν πτηνά να ξεγελούν τους ουρανούς.
Νιώθαν ασφάλεια μες στις χαράδρες του έρωτα
ύψωναν πόρτες στις ερήμους
κυκλοφορούσαν μόλις νύχτωνε σαν αυτοκράτορες.
Με τόσες μάσκες, μεταμορφώσεις και μονόλογους
δε φταίει κανείς που χάθηκαν μέσα σε τόσους ρόλους
μήτε που τρίζει το βασίλειο σαν το σπασμένο καναπέ.
Ω φίλοι, φίλοι μου,
μιλήσατε τα ελληνικά σαν τα ξερά φύλλα της λεύκας
στον αέρα
ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Όχι μονάχα εκείνο που είμαστε κι ό,τι απόμεινε από μας
ή ό,τι αγωνιζόμαστε να φαίνεται
αλλά μαζί μας σέρνουμε και τις μορφές των άλλων
που με τα χρόνια γίνονται ίσκιος ανάμνησης
μαζί μας σέρνουμε σημάδια και κομμάτια τους
το αίμα, την αγάπη τους, την περιφρόνησή τους
τα πάθη και τα μίση τους και την εκδίκησή τους
αυτά που χάσαμε σε τρόμους και κινδύνους–
όσα κερδίσαμε σε μάχες βιαστικές, τυραννικές
κι όσες μας έδωσαν χαρές περαστικές οι αθάνατοι.
Έτσι σιγά σιγά χτίζεται σώμα και ψυχή.
Έτσι σιγά σιγά το πρόσωπό μας.
ΤΟ ΜΠΛΕ ΠΟΥ ΓΥΡΕΥΑ
Το μπλε του κόσμου γύρευα
και καθώς ενόμιζα πως κουβαλούσα το αεράκι
του μέλλοντός μου
είδα το χιόνι των ερώτων ανθρώπων μακρινών
και να ματώνουν τα πνευστά και να ιδρώνουν θάνατο
και τα σώματα να γίνονται μοίρα
με τη μνήμη μας ένα ποτάμι θηρία που αστράφτει
κατηφορίζοντας στα μεγάλα βουνά των ανθρώπων.
ΣΧΗΜΑΤΑ ΘΗΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΓΕΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Νεκρό νερό στο ποτήρι. Τα φάρμακα στο συρτάρι.
Μυρίζει χρόνια κι αέρας με χρόνια και σκόνη.
Σχήματα θηρίων κάτω απ’ το σεντόνι.
Σχήματα μιας ανάμνησης σωμάτων
και σχήματα μιας νύχτας των κυμάτων.
Στο ταβάνι ξαφνικά μια δοξαριά νερού.
Δόξα του ήλιου τη στιγμή που άγγιξε το ποτήρι.
(ΤΟ ΝΕΚΡΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ, 1997)
ΥΠΕΡ ΑΝΑΠΑΥΣΕΩΣ
Μνήμη Μαρουσώς Κοτσολάκη
Ακουστά την είχα τη νοσταλγία
νομίζοντάς την άγρια τριανταφυλλιά
στο τοιχαλάκι της νεότητάς μου.
Μαθήτρια του Τέλλου Άγρα σ’ ένα σχολείο
λησμονιάς
με τους κινδύνους και τους τρόμους
των ζώων του δάσους.
Ακουστά την είχα τη νοσταλγία.
Ώσπου γύρισες από τον Άδη φαρμακωμένη.
Για την ώρα ο θάνατος έχει συμβεί
μόνο στους άλλους.
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Σαν να ’ταν αύριο που θα γίνονταν όλα.
Και το αναμμένο φως στο κομοδίνο
να ξορκίζει και να αναβάλλει το θάνατο.
Κι έτσι σιγά σιγά που γέρνεις και γερνάς
στο θάνατο του ύπνου
μόλις εκείνες τις στιγμές καταλαβαίνεις
ότι γνωρίζεις όλες τις παλιές αλήθειες
αλλά ποτέ δε θα μπορέσεις να τις αποδείξεις.
Αχ πόσα μας επιφυλάσσει ακόμη
το παρελθόν.
(Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ, 2003)
Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CE%B3%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%86%CE%B5%CE%B2%CF%81%CE%BF%CF%85%CE%AC%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CE%BC-%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%85%CE%B8%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου