Μέσα στο φως του φεγγαριού που σκέπαζε το νησί
σα να ’χε πάλι ανοίξει το βουλιαγμένο ηφαίστειο
τα χέρια μας μεταμορφώνονταν σε χταπόδια
αναζητώντας σώματα κοντινά κι απρόσιτα
ώς να χαθούν στα σκοτεινά θαλάμια τους.
Άσπρα δάχτυλα, άσπρα πλοκάμια, άσπροι αρμοί
πάσχιζαν οι παλάμες να κρατήσουν
μες στο υγρό τους κούφωμα
το σχήμα του κορμιού σου που άλλαζε ολοένα
κι άλλαζες η ίδια, δεν ήσουν πια εσύ,
ήσουν οι εφτά γυναίκες που αγάπησα
κι ήμουν τα εφτά κοιμισμένα παιδιά
που μαρτύρησαν και πέθαναν εφτά φορές.
Κάθε που απλώνω τα χέρια να σ’ αγγίξω
βρίσκω τη θάλασσα, τις πέτρες, το φεγγάρι
που υπάρχουν από παλιά και δε μας ξέρουν.
Όπως κανείς δεν ξέρει πως χρόνια τώρα
μ’ έχουνε θάψει στην αυλή
αυτής της έρημης, λησμονημένης εκκλησιάς.
Πηγή: Από τη συλλογή «Προαιρετική στάση», εκδ. Ερμής, 1975. Περιλαμβάνεται και στη συγκεντρωτική έκδοση «Τίτος Πατρίκιος, Ποιήματα Β’, 1959-2017», εκδ. Κίχλη, 2018.
Αναδημοσίευση από: https://www.andro.gr/empneusi/oi-poiites-mas-gia-to-feggari-sta-nisia/2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου