Ι
Πώς να κρατήσεις το μικρό σου κόσμο μες στο χαλασμό
έρχονται κύματα άγριας λησμονιάς
που τον κλονίζουν
φονικές ώρες
νύχτες βροχερές όλων των χωρισμών
νύστα θανάτου
φτιασιδωμένα πρόσωπα χυδαίας αγωνίας
στίχοι ανάξιοι που μιλούν μόνο στον εαυτό τους
γιατί οι αυθεντικοί ποιητές
έχουν σωπάσει πια
όσοι μιλούν σκεπάζουνε τη γύμνια τους με λέξεις
εγώ όμως ξέρω να ιστορώ
το βίο του θρήνου του άφωνου
στις γειτονιές της οιμωγής
κάποτε φτάνει η μοναξιά που παίρνει
απ’ τα πουλιά τον ουρανό
απ’ τους νεκρούς τη λησμονιά
απ’ το γενναίο το στήθος
κάποτε φτάνει η μοναξιά να κάνει βεβαιότητα
ό,τι ήτανε υποψία
ΙΙ
άνθρωποι έρχονται
περνούν
ο πόνος μένει
στους δρόμους είναι μια φωνή τη νύχτα που
παραληρεί
και μι’ άλλη ξένη»πέρασε η ώρα φεύγουμε
τί περιμένεις;»
κι εγώ θα φύγω
κι εσύ θα φύγεις
κι αυτοί θα φύγουν
θα μείνω μόνος
θα μείνεις μόνη
θα μείνουν μόνοι
πώς να κρατήσεις το μικρό σου κόσμο μες στο χαλασμό
έρχονται κύματα άγριας μοναξιάς
που τον κλονίζουν
ΙΙΙ
σκάψε τη νύχτα ίσως βρεις θαμένες αγωνίες
αυτών που δεν θα ξαναδούμε μια
άλλων που φύγαν ξαφνικά
λίγο πριν γνωριστούμε
άλλων που αρνηθήκανε σε μια γυναίκα έρημα
τον κόσμο που ονειρεύτηκε
κι άλλων που δεν αρνήθηκαν ποτέ
σε κανένα
τίποτα
σκάψε τη νύχτα
τη νύχτα κάνει παγωνιά
τη νύχτα κάνει θάνατο
λες χ τ ε ς και νιώθεις έρημος
λες α ύ ρ ι ο και κρυώνεις
αυτά
κι ένα υστερόγραφο
το μέλλον μην το εμπιστευτείς ποτέ
μα να το αντιπαλεύεις
το μέλλον και η ποίηση είναι χωρίς επαύριο
ύστερα φεύγουμε έρημοι
ανυπόμονοι
χωρίς αποσκευές
χωρίς κανένα μέλλον
Αναδημοσίευση από:https://www.bibliotheque.gr/article/5919
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου