Ήμουνα τυλιγμένη
σε γούνα ασπρόμαυρη
κι εσύ με έγδυσες και
ύστερα μου φόρεσες το στέμμα
καθώς έξω από την πόρτα
έπεφτε χιόνι με διαγώνιες σαϊτιές.
Καθώς παχιές νιφάδες
έπεφταν σαν αστέρια,
μικρά κομμάτια ασβέστη,
εμείς κρυφτήκαμε στα σώματά μας
(ετούτο το δωμάτιο θα μας θάψει)
κι εσύ ήσουν μες στο σώμα μου
(ετούτο το δωμάτιο θα ζήσει περισσότερο από μας)
και στην αρχή στέγνωσα τα
πόδια σου με μια πετσέτα
γιατί ήμουν σκλάβα σου
και τότε με είπες πριγκίπισσα.
Πριγκίπισσα!
Αχ, τότε
στάθηκα όρθια μες στο χρυσό μου δέρμα
κι έπνιξα τους ψαλμούς
και πέταξα τα ρούχα
και πέταξες τα χαλινά
και πέταξες τα γκέμια
κι άνοιξα τα κουμπιά
και πέταξα τα οστά, τη σύγχυση,
τις καρτ ποστάλ από τη Νέα Αγγλία,
τη νύχτα του Γενάρη, δέκα η ώρα,
και υψωθήκαμε σαν στάρι,
στρέμμα το στρέμμα από χρυσάφι,
και θερίσαμε,
θερίσαμε.
Anne Sexton, Ποιήματα, μτφρ. Δήμητρα Σταυρίδου, εκδ. Printa.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου