Συνδέω, σωστά ή λάθος, μέσα στον χρόνο, τον γάμο μου με τον θάνατο του πατέρα μου. Να συνδέονται τα δύο αυτά θέματα και με άλλους τρόπους, σε άλλα επίπεδα, δε θα το απέκλεια. Ήδη όμως μου είναι δύσκολο να πω ό,τι νομίζω πως ξέρω.
Επισκέφθηκα, δεν πάει καιρός, τον τάφο του πατέρα μου, τούτο το ξέρω, κι εκείνη τη μέρα σημείωσα την ημερομηνία του θανάτου του, αυτή μονάχα, της γέννησή του δεν μ’ ενδιέφερε. Ξεκίνησα πρωί κι επέστρεψα νύχτα, έχοντας κολατσίσει στο νεκροταφείο. Θέλοντας όμως να μάθω πόσων χρονών πέθανε, επέστρεψα στον τάφο λίγες μέρες αργότερα για να σημειώσω τη μέρα της γέννησής του. Τις δύο οριακές ημερομηνίες σημείωσα σ’ένα κομμάτι χαρτί που τώρα κουβαλώ συνέχεια μαζί μου. Είμαι λοιπόν σε θέση να βεβαιώσω ότι παντρεύτηκα γύρω στα είκοσι πέντε. Γιατί την ημερομηνία της δικής μου γέννησης, της δικής μου το τονίζω, ποτέ μου δεν την ξέχασα, ούτε χρειάστηκε ποτέ να τη σημειώσω, παραμένει χαραγμένη στη μνήμη μου, η χρονιά τουλάχιστον με αριθμούς που η ζωή δύσκολα θα ξεγράψει. Επανέρχεται ακόμα και η μέρα, αν το βάλω με το νου μου, και συχνά τη γιορτάζω με το δικό μου τρόπο, όχι βέβαια κάθε φορά που επανέρχεται, γιατί επανέρχεται πολύ συχνά, πάντως συχνά.
Προσωπικά δεν έχω τίποτα εναντίον των νεκροταφείων, μ’αρέσει να παίρνω εκεί τον αέρα μου, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι μου αρέσει αλλού, όταν μου χρειάζεται να πάρω αέρα. Την οσμή των πτωμάτων διακρίνεται καθαρά μέσα από τις μπερδεμένες μυρωδιές του χόρτου και του χώματος, δεν τη βρίσκω δυσάρεστη, ίσως μια ιδέα γλυκερή, μια στάλα βαριά, αλλά σαφώς την προτιμώ από εκείνες που αναδίνουν οι ζωντανοί, τα πόδια, τα δόντια, οι μασχάλες τους, ο κώλος, το γλοιώδες δέρμα της βαλάνου, και τα διαψευσμένα ωάρια. Κι όταν συμβάλλει, έστω και λίγο, του πατέρα μου το λείψανο, τότε σχεδόν δακρύζω. Όσο και να πλυθούν οι ζωντανοί, όσο και να αρωματιστούν βρωμούν. Ναι, για τόπο περιπάτου, όταν μου πρέπει να βγω, αφήστε σε μένα τα νεκροταφεία και κρατήστε -για σας- τα πάρκα και τα όμορφα αξιοθέατα. Πάνω σε τάφο καθισμένος, το σάντουιτς και η μπανάνα μου φαίνονται πιο γευστικά, και όταν πάλι μου έρθει να κατουρήσω, κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά, έχω να διαλέξω. Καμιά φορά περπατώ, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, ανάμεσα σε ταφόπλακες, επίπεδες, όρθιες ή κεκλιμένες, ξεδιαλέγοντας επιγραφές. Ποτέ δεν τις βαρέθηκα, πάντα τρεις τέσσερις μου φαίνονται τόσο γελοίες που πρέπει να κρατηθώ από τον σταυρό, τη στήλη ή τον άγγελο, για να μην πέσω κάτω. Τη δική μου την έχω συνθέσει πριν από αρκετό καιρό και μου αρέσει ακόμη, αρκετά. Με όλα τα άλλα γραπτά μου δεν προλαβαίνει να στεγνώσει το μελάνι και επαναστατώ, με τον επιτάφιό μου όμως είμαι ακόμα ευχαριστημένος. Ωστόσο δεν υπάρχουν δυστυχώς, και πολλές πιθανότητες να αναγραφεί πάνω από το κρανίο που τον συνέλαβε, εκτός κι αν το ζήτημα το αναλάβει το κράτος. Άσε που για να με θάψουν θα πρέπει πρώτα να με βρουν, και πολύ αμφιβάλλω αν αυτοί οι κύριοι θα τα καταφέρουν να με βρουν όταν θα πεθάνω, αφού δεν τα καταφέρνουν και τώρα που είμαι ζωντανός. Σπεύδω λοιπόν να το παραθέσω εδώ και τώρα, όσο ακόμα υπάρχει καιρός:
Ενθάδε κείται ο άνωθεν όστις όρθιος κάτωθεν
Πέθαινε τόσο κάθε ώρα που έζησε μέχρι τώρα.
Ο δεύτερος και τελευταίος στίχος ή μάλλον εκείνος που έπεται χωλαίνει λιγάκι, αλλά δεν πειράζει, θα μου συγχωρέσουν πολύ χειρότερα, όταν θα με έχουν ξεχάσει. Άμα καμιά φορά σταθείς τυχερός, πέφτεις πάνω σε πραγματική ταφή, με ζωντανούς να θρηνούν, και την περίεργη χήρα που προσπαθεί να ριχτεί κι αυτή στον λάκκο. Κι έπειτα σχεδόν πάντα εκείνη η χαριτωμένη ιστορία με το χώμα, αν και από την εμπειρία μου τίποτα δεν μοιάζει λιγότερο με χώμα από αυτές τις τρύπες, περισσότερο για λάσπη πρόκειται, άλλωστε ούτε κι ο νεκρός έχει να κάνει με κονιορτό, εκτός κι αν συμπτωματικά έχει αυτός, ή αυτή, πεθάνει σε φωτιά. Δεν έχει σημασία, το μικρό κόλπο με το χώμα είναι χαριτωμένο. Το νεκροταφείο του πατέρα μου δεν ήταν από τα αγαπημένα μου. Καταρχήν ήταν απομονωμένο, χαμένο κάπου στην εξοχή, στην πλαγιά ενός λόφου, κι έπειτα μικρό, πάρα πολύ μικρό.
Πράγματι ήταν σχεδόν γεμάτο, μερικές χήρες παραπάνω και θα τις έδιωχναν. Χίλιες φορές το Ohlsdorf, ιδίως το τμήμα του Linne στο πρωσικό έδαφος, με τα τετρακόσια εκτάρια καλοστοιβαγμένα πτώματα, παρόλο που δεν ήξερα κανέναν εκεί, μόνο τον Hagenbeck τον συλλέκτη άγριων ζώων που τον είχα ακουστά. Ένα λιοντάρι ήταν, αν θυμάμαι καλά, σκαλισμένο στο μνημείο του, ο θάνατος θα πρέπει να είχε για τον Hagenbeck την όψη λιονταριού. Αμάξια πάνε κι έρχονται, γεμάτα χήρους, χήρες, ορφανά κι όλα τα σχετικά. Άλση, μικρές σπηλιές και τεχνητές λιμνούλες με κύκνους προσφέρουν παρηγοριά στους απαρηγόρητους. Ήταν Δεκέμβρης ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο κρύο, η σούπα από χέλι μου είχε πέσει βαριά, φοβήθηκα ότι θα πεθάνω, έστριψα πλάι για να ξεράσω, τους ζήλευα.
Αλλά για να μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο, με το που πέθανε ο πατέρας, υποχρεώθηκα να φύγω από το σπίτι. Μόνο εκείνος με ήθελε στο σπίτι. Παράξενος άνθρωπος. Μια μέρα είπε, Αφήστε τον ήσυχο, κανέναν δεν ενοχλεί. Δεν ήξερε ότι τον άκουγα. Θα το είχε ξαναπεί, κι άλλες φορές, αλλά εγώ δεν βρέθηκα εκεί κοντά. Δεν υπήρχε περίπτωση να με αφήσουν να δω τη διαθήκη του, μου είπαν απλώς ότι μου είχε αφήσει το τάδε ποσό. Πάντα πίστευα και το πιστεύω ακόμα ότι στη διαθήκη του είχε ορίσει ρητά να με αφήσουν στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσα όπως κι όταν ζούσε εκείνος και να μου φέρνουν φαγητό, όπως γινόταν μέχρι τότε. Δεν αποκλείεται να το έθετε και ως όρο για τα υπόλοιπα. Υποθέτω ότι του άρεσε να με αισθάνεται κάτω από τη στέγη του, ειδάλλως γιατί να είχε εναντιωθεί στην εκδίωξή μου; Εκτός κι αν απλώς με λυπόταν. Αν και δεν το πιστεύω.
Σ’ εμένα έπρεπε να είχε αφήσει ολόκληρο το σπίτι, θα ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι, κι εγώ και εκείνοι, θα τους είχα μαζέψει και θα τους έλεγα, Μείνετε, σας παρακαλώ, μείνετε, εδώ είναι το σπίτι σας. Ναι, του την έφεραν του πατέρα, αν βέβαια το είχε σκοπό πεθαίνοντας να με εξασφαλίσει. Όσο για τα χρήματα, για να λέμε και την αλήθεια, μου τα έδωσαν την επόμενη κιόλας μέρα μετά την ταφή. Μπορεί να τους ανάγκαζε ο νόμος. Τους είπα, Κρατήστε τα χρήματα κι αφήστε με να ζω εδώ, στο δωμάτιό μου, όπως όταν ζούσε ο Μπαμπάς. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του, συμπλήρωσα, μήπως και τους συγκινήσω. Αρνήθηκαν. Προσφέρθηκα να μπω στη δούλεψή τους, καθημερινά για λίγες ώρες, για τα μαστορέματα και τη συντήρηση που κάθε σπίτι έχει ανάγκη για να μη διαλυθεί. Μικροδουλειές που ακόμα χρειάζονται, το γιατί δεν το γνωρίζω. Τους πρότεινα μάλιστα συγκεκριμένα να περιποιούμαι το θερμοκήπιο. Ευχαρίστως θα πέρναγα τις ώρες μου εκεί, στα ζεστά φροντίζοντας τις ντομάτες, τους υακίνθους, τα γαρίφαλα, τα φυτώρια. Μόνο εγώ κι ο πατέρας μου σ’εκείνο το σπίτι καταλαβαίναμε από ντομάτες. Αρνήθηκαν. Κάποια μέρα βγαίνοντας από την τουαλέτα, βρήκα το δωμάτιό μου κλειδωμένο και τα υπάρχοντά μου στοιβαγμένα μπροστά από την πόρτα. Τούτο δίνει μια ιδέα και πόσο δυσκοίλιος ήμουν εκείνη την περίοδο. Από άγχος, έχω πλέον πεισθεί. Αλλά και πάλι, ήμουν άραγε όντως δυσκοίλιος; Για κάποιο λόγο νομίζω πως όχι. Κι όμως πρέπει να ήμουν, ειδάλλως πως να εξηγήσω ότι καθόμουν με τις ώρες στα αποχωρητήρια, βάσανο μεγάλο. Δεν διάβαζα, τουλάχιστον όχι περισσότερο εκείνες τις ώρες απ’ ό,τι τις υπόλοιπες, ούτε αφηνόμουν σε ονειροπολήσεις ή άλλες σκέψεις, μόνο βαριεστημένα στύλωνα το βλέμμα στο ημερολόγιο που κρεμόταν από ένα καρφί μπροστά στα μάτια μου, με τη χρωματιστή εικόνα ενός γενειοφόρου νέου μέσα σ’ένα κοπάδι πρόβατα, του Ιησού δίχως αμφιβολία, τραβούσα με τα χέρια τα κωλομέρια και φώναζα έι-όπ, έι-όπ, με τις κινήσεις κωπηλάτη, και μόνο μια σκέψη στο μυαλό, πότε θα επέστρεφα στο δωμάτιό μου για να οριζοντιωθώ. Τι θα μπορούσε να ήταν αν όχι δυσκοιλιότητα; Μήπως και την μπερδεύω με τη διάρροια; Είναι όλα συγκεχυμένα στο κεφάλι μου, νεκροταφεία και γάμοι και συσπάσεις κάθε λογής. Τα λιγοστά μου υπάρχοντα είχαν σχηματίσει βουναλάκι στο πάτωμα, μπροστά από την πόρτα.
Διακρίνω ακόμη τον μικρό σωρό σ’ένα κοίλωμα σκιάς μπροστά από το δωμάτιό μου. Εκεί έπρεπε να αλλάξω, στον λιγοστό χώρο που σχηματιζόταν από τους τρεις τοίχους, να βγάλω δηλαδή ρόμπα και νυχτικό και να βάλω ρούχα ταξιδιού, κάλτσες, κάλτσες, παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι, παλτό και καπέλο, δεν μπορώ να σκεφτώ και τίποτε άλλο. Δοκίμασα και τις άλλες πόρτες, προτού φύγω από το σπίτι, γύρισα τα πόμολα και τράβηξα, ή έσπρωξα, αλλά καμία δεν υποχώρησε. Μία να είχα βρει ανοιχτή, θα είχα οχυρωθεί στο δωμάτιο, και μόνο με γκάζι θα με έβγαζαν έξω. Το ένιωθα πως ήταν, όπως συνήθως, όλοι σπίτι, το συνηθισμένο τσούρμο, αλλά δεν είδα όχι κανέναν. Τους φανταζόμουν κλειδαμπαρωμένους στα δωμάτιά τους, με τις αισθήσεις τους σε εγρήγορση.
Έπειτα να ορμούν στα παράθυρα και, στο άκουσμα της εξώπορτας που έκλεισε, να κοντοστέκονται πίσω από τις κουρτίνες, έπρεπε να την είχα αφήσει ανοιχτή. Ύστερα πόρτες ν’ανοίγουν διάπλατα και παιδιά, γυναίκες, άντρες να ξεχύνονται, και οι φωνές, οι αναστεναγμοί, τα χαμόγελα, τα χέρια, τα κλειδιά στα χέρια, τι ευλογημένη ανακούφιση, οι γνωστές προφυλάξεις, εάν αυτό τότε εκείνο, αλλά εάν εκείνο τότε αυτό, χαρά και αγαλλίαση σ’όλων τις καρδιές να καθίσουμε να φάμε, η απολύμανση μπορεί να περιμένει. Όλα πλάσματα της φαντασίας μου φυσικά, εγώ ήμουν ήδη φευγάτος, μπορεί τα πράγματα να εξελίχθηκαν διαφορετικά, αλλά και ποιος νοιάζεται πως εξελίχθηκαν τα πράγματα, εφόσον εξελίσσονται; Όλα εκείνα τα χείλη που με είχαν φιλήσει, οι καρδιές που με αγάπησαν (είναι ή όχι με την καρδιά που κάποιος αγαπά, ή μήπως τα μπερδεύω;), τα χέρια που έπαιξαν με τα δικά μου κι εκείνα τα πνεύματα που παραλίγο να με κατακτήσουν! Παράξενοι που είναι οι άνθρωποι. Καημένε μπαμπά, καλό κορόιδο θα είχε αισθανθεί εκείνη τη μέρα αν μπορούσε να με δει, να μας δει, κορόιδο για λογαριασμό μου εννοώ. Εκτός κι αν μέσα στην άσαρκη σοφία του είδε μακρύτερα από τον γιο του που είχε ακόμα με το πτώμα του να παιδευτεί.
Αλλά για να μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο, τη γυναίκα με την οποία συνδέθηκα μετά από λίγο την έλεγαν Λούλου. Ή τουλάχιστον έτσι με διαβεβαίωσε ή ίδια και δεν βλέπω τον λόγο να μου πει ψέματα, γι’αυτό το θέμα. Φυσικά, ποτέ κανείς δεν ξέρει. Μου αποκάλυψε επίσης και το οικογενειακό της όνομα, αλλά το έχω ξεχάσει. Έπρεπε να το είχα σημειώσει σ’ένα κομμάτι χαρτί, αγανακτώ όταν ξεχνώ τα ονόματα. Τη συνάντησα σ’ένα παγκάκι, στην όχθη του καναλιού, μάλλον ενός από τα κανάλια, καθώς η πόλη μας περηφανεύεται ότι έχει δύο, αν και ποτέ δεν ήξερα ποιο είναι ποιο. Το παγκάκι βρισκόταν σε πολύ καλή θέση, με την πλάτη σ’ένα λοφάκι από πετρωμένο χώμα και σκουπίδια, είχα λοιπόν τα νώτα καλυμμένα.
Τα πλευρά μου επίσης, εν μέρει, χάρη σε δύο δέντρα αιωνόβια, ή και μεγαλύτερα, νεκρά μάλλον, δεξιά κι αριστερά από το παγκάκι. Δίχως αμφιβολία, εκείνα τα δέντρα θα είχαν δώσει σε κάποιον την ιδέα για ένα κάποιον την ιδέα για ένα παγκάκι, κάποια ωραία μέρα που καταπράσινο θα θρόιζε το φύλλωμά τους. Μπροστά, λίγα μέτρα πιο κάτω, κυλούσε το κανάλι, αν τα κανάλια κυλούν, μη με ρωτάτε, συνεπώς κι από κείνη την πλευρά οι πιθανότητες ενός αιφνιδιασμού ήταν μικρές. Κι όμως με αιφνιδίασε. Ήταν μια νύχτα ζεστή κι εγώ, ξαπλωμένος, κοιτούσα μέσα από τα γυμνά κλαδιά που μπλέκονταν από πάνω μου εκεί όπου τα δύο δέντρα ενώνονταν για να στηρίξουν το ένα το άλλο, και ανάμεσα απ’τα σύννεφα που κυλούσαν, ένα κομμάτι έναστρου ουρανού, που πήγαινε κι ερχόταν. Κάνετε πιο πέρα, είπε εκείνη. Αρχικά σκέφτηκα να φύγω, όμως ήμουν κουρασμένος και δεν είχα που να πάω, γι αυτό και άλλαξα γνώμη. Μάζεψα λοιπόν λίγο τα πόδια μου κι εκείνη κάθισε.
Τίποτε άλλο δεν διημείφθη μεταξύ μας εκείνο το βράδυ, σύντομα σηκώθηκε και έφυγε δίχως να μου απευθύνει ξανά το λόγο. Μονάχα τραγουδώντας μέσα από τα δόντια της, σαν για τον εαυτό της, κι ευτυχώς δίχως λόγια, κάποια παλιά λαϊκά τραγούδια, αλλά με τρόπο τόσο αποσπασματικό, από το ένα στο άλλο πηδώντας και δίχως κανένα να ολοκληρώνει, που ακόμα κι εγώ το βρήκα παράξενο. Αν και φάλτσα, η φωνή της δεν ήταν δυσάρεστη. Η ανάσα μιας ψυχής που κουράζεται εύκολα δίχως ποτέ να ολοκληρώνει, ίσως, από όλες τις ψυχές, η λιγότερο ενοχλητική. Το παγκάκι το βαρέθηκε γρήγορα και όσο για μένα, δεν χρειάστηκε να μου ρίξει δεύτερη ματιά. στην πραγματικότητα ήταν μια γυναίκα άκρως επίμονη. Ήρθε ξανά την επομένη και την μεθεπομένη κι όλα κυλούσαν λίγο πολύ όπως πριν. Μπορεί και να ανταλλάξαμε δυο τρεις κουβέντες. Την επομένη έβρεχε και αισθάνθηκα ασφαλής. Λάθος μου πάλι. Τη ρώτησα αν είχε βαλθεί να μ’ενοχλεί κάθε απόγευμα. Σας ενοχλώ; είπε. Αισθάνθηκα τα μάτια της πάνω μου. Δεν θα έβλεπαν και πολλά, δυό βλέφαρα ίσως, μια υποψία μύτης και λίγο μέτωπο, σκοτεινά, γιατί ήταν σκοτάδι. Νόμιζα ότι ήμασταν άνετα, μου είπε. Μ’ενοχλείτε, είπα, δεν μπορώ να τεντωθώ όταν είστε εδώ. Ο γιακάς του παλτού μού έκρυβε το στόμα κι όμως εκείνη με άκουγε. Κι είναι ανάγκη να τεντώνεστε; είπε. Τελικά είναι λάθος να ανοίγεις διάλογο με τον άλλο. Γιατί δεν ακουμπάτε τα πόδια σας στα γόνατά μου; είπε. Δεν περίμενα να μου το πει δεύτερη φορά, ένιωσα κάτω από τις μίζερες γάμπες μου τα τροφαντά της μπούτια. Άρχισε να μου χαϊδεύει τους αστραγάλους.
Σκέφτηκα να την κλωτσήσω στο μουνί. Μιλάς στον άλλο για τέντωμα, και τι βλέπει, ένα σώμα απλωμένο σ’όλο του το μεγαλείο. Για την περίπτωσή μου όμως, στο έρημο από υπηκόους βασίλειό μου, η διάταξη του άθλιου σαρκίου μου ήταν το πιο αδιάφορο από όλα τα συμβάντα, δε με ενδιέφερε παρά πώς θα οριζοντιωθεί το πνεύμα, θα αμβλυνθεί το εγώ, κι όλα εκείνα τα κατάλοιπα από μισαρές φιοριτούρες που εν ολίγοις ονομάζουμε μή εγώ ή ακόμα και κόσμο. Αλλά ακόμα και σήμερα ένας άντρας στα είκοσι πέντε του είναι έρμαιο της στύσης, τον παρασύρει το σώμα, πότε πότε, είναι η κοινή μοίρα, ούτε εγώ ήμουν άτρωτος, αν εκείνο μπορούσε να θεωρηθεί στύση. Φυσικά δεν της διέφυγε, οι γυναίκες μυρίζονται έναν σηκωμένο φαλλό από χιλιόμετρα μακριά και αναρωτιούνται, Πώς διάολο με κατάλαβε από κει πέρα; Σε τέτοιες περιστάσεις κανείς δεν είναι πλέον ο εαυτός του, κι είναι οδυνηρό να μην είσαι πλέον ο εαυτός σου, ακόμα πιο οδυνηρό, αν είναι κάτι τέτοιο δυνατόν, από το να είσαι. Γιατί όταν είσαι γνωρίζεις τι να κάνεις για να γίνεις λιγότερο, όταν όμως δεν είσαι γίνεσαι οποιοσδήποτε, ανεπιστρεπτί. Για μένα αυτό που αποκαλούμε έρωτας μοιάζει μ’ εξορία, με μια κάρτα πότε πότε από την πατρίδα, τούτες τις σκέψεις κάνω απόψε. Όταν εκείνη τελείωσε και ανασυντάχθηκε το είναι μου, κατευνασμένο με τη βοήθεια αυτής της σύντομης νάρκης, βρέθηκε μονάχο. Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως τα επινόησα όλα αυτά, μήπως στην πραγματικότητα τα πράγματα εξελίχθηκαν με τρόπο εντελώς διαφορετικό, με τρόπο που δεν μπορούσα παρά να λησμονήσω. Ωστόσο για μένα η εικόνα της παραμένει συνδεδεμένη μ’εκείνο το παγκάκι, όχι το παγκάκι τη μέρα, ούτε καν το παγκάκι τη νύχτα, αλλά το παγκάκι το σούρουπο, τόσο που εγώ, μιλώντας για το παγκάκι, όπως μου εμφανίστηκε εκείνο το σούρουπο, είναι σαν να μιλώ για κείνην, εγώ.
Όχι ότι αυτό αποτελεί απόδειξη, αλλά δεν επιδιώκω να αποδείξω τίποτα. Όσο για το παγκάκι στη διάρκεια της μέρας, να μη χάνω τα λόγια μου, ποτέ δεν με γνώρισε, έφευγα πολύ πριν ξημερώσει και δεν επέστρεφα παρά αφού είχε νυχτώσει. Ναι, στη διάρκεια της μέρας έψαχνα τροφή και εντόπιζα μέρη όπου θα μπορούσα ίσως να καταφύγω. Εάν με ρωτούσατε, και σίγουρα σας τρώει η περιέργεια, τί έκανα τα λεφτά που μου είχε αφήσει ο πατέρας μου, η απάντηση είναι τίποτα, δεν τα έκανα τίποτα, τα άφηνα μέσα στην τσέπη μου. Καθώς ήξερα ότι δεν θα έμενα για πάντα νέος, ότι το καλοκαίρι δεν κρατά παντοτινά, ούτε και το φθινόπωρο, μου το είπε η μίζερη ψυχή μου.
Τελικά της είπα ότι βαρέθηκα. Με ενοχλούσε υπερβολικά, ακόμα και απούσα. Με ενοχλεί ακόμα και τώρα, όχι όμως περισσότερο από άλλα. Και τι σημαίνει πια για μένα να μ’ενοχλούν, τίποτα, σχεδόν τίποτα, τί να σημαίνει, να με ενοχλούν, τι θα έκανα με τον εαυτό μου, αν δεν; Ναι, έχω αλλάξει τακτική για ένατη ή δέκατη φορά, με τούτη επιτέλους κερδίζω, ουδείς λόγος τώρα να μακρυγορήσω, όχι πρίν πέσει η αυλαία σε ενοχλημένους και παρενοχλούντες, τέρμα όλες αυτές οι φλυαρίες, όλα αυτά, για κείνην και τους άλλους, τα σκατά και τα παλάτια του ουρανού. Ώστε δεν θέλετε να έρχομαι πλέον εδώ, είπε εκείνη. Απίστευτο πως επαναλαμβάνουν αυτό πού μόλις είπες, λες και θα τους έριχναν στην πυρά αν πίστευαν στ’αυτιά τους. Της είπα να έρχεται πότε πότε. Εκείνη την περίοδο δεν καταλάβαινα τις γυναίκες. Και εξακολουθώ να μην τις καταλαβαίνω σ’αυτό το θέμα. Ούτε τους άντρες. Ούτε τα ζώα. καλύτερα κατανοώ τους πόνους, όμως τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Τους σκέφτομαι αναλυτικά και καθημερινά, δεν μου παίρνει και πολύ χρόνο, η σκέψη κινείται με ταχύτητα, αν και δεν βρίσκονται μόνο στο μυαλό μου, όχι όλοι. Ναι, υπάρχουν στιγμές, κυρίως τα απογεύματα, που γίνομαι συγκρητιστής, με τον τρόπο του Reinhold. Τι ισορροπία! Μολονότι μήτε και τους πόνους μου τους καταλαβαίνω απολύτως. Ίσως επειδή δεν είμαι μόνο πόνος, αλλά και κάτι άλλο. Εδώ έγκειται η δυσκολία. Έπειτα υποχωρούν εκείνοι, ή εγώ, και με γεμίζουν απορία και θαυμασμό, κοιταγμένοι από έναν καλύτερο πλανήτη. Όχι συχνά, δεν ζητώ όμως και περισσότερα. Μας την έφερε η ζωή! Πόσο θ απλοποιούνταν τα πράγματα αν ήμασταν μόνο πόνος! Οδυνάμενοι! Ευσεβείς πόθοι. Κάποια μέρα πάντως θα σας μιλήσω με λεπτομέρειες, αν το σκεφτώ, αν το μπορέσω, για τους αλλόκοτους πόνους μου, διακρίνοντας, χάριν σαφήνειας, σε κατηγορίες τους πόνους του μυαλού από της καδιάς, των αισθημάτων, της ψυχής (κανένας ομορφότερός τους) και τέλος για του σώματος, καταρχήν για τους εσωτερικούς ή λανθάνοντες κι έπειτα για όσους επηρεάζουν την επιφάνεια, αρχίζοντας από τα μαλλιά και το δέρμα του κρανίου και κατεβαίνοντας μεθοδικά, δίχως βιασύνες, μέχρι κάτω στα πόδια, έδαφος πρόσφορο για κάλους, κράμπες, πρηξίματα, χιονίστρες, χτυπημένα δάχτυλα, παρανυχίδες, πλατυποδία, μια κοινή φουσκάλα, το πόδι με τα ενωμένα δάχτυλα, το πόδι δίχως καμάρα κι άλλα παράδοξα. Και για όσους θα έχουν την ευγένεια να με ακούσουν θα πω με την ίδια ευκαιρία, και ακολουθώντας σύστημα που τον εμπνευστή του ξεχνώ, για κείνες τις στιγμές που, δίχως να είσαι ναρκωμένος, πιωμένος ή σε έκσταση, δεν αισθάνεσαι τίποτε απολύτως.
Φυσικά στη συνέχεια θα ήθελε να μάθει τι εννοούσα με το πότε πότε, να τι παθαίνεις άμα ανοίγεις το στόμα σου. Μια φορά την εβδομάδα; Κάθε δέκα μέρες; Κάθε δεκαπέντε; Απάντησα, πολύ πιο αραιά, πολύ πιο αραιά μέχρι καθόλου αν μπορούσε, κι αν δε μπορούσε, όσο το δυνατόν λιγότερο συχνά. Την επομένη (επιπλέον) εγκατέλειψα το παγκάκι, περισσότερο εξαιτίας του οφείλω να ομολογήσω και όχι εξαιτίας της, καθώς η τοποθεσία δεν ανταποκρινόταν πια στις απαιτήσεις μου, όσο ταπεινές κι αν ήταν, τώρα που ξεπάγιαζες από τον αέρα, και γι’ άλλους λόγους που καλύτερα να μη σπαταλήσω για μουνόπανα σαν κι εσάς, κατέφυγα λοιπόν σ’ έναν εγκαταλελειμένο στάβλο που είχα εντοπίσει σε κάποια από τις περιπλανήσεις μου. Βρισκόταν στην άκρη ενός χωραφιού που το σκέπαζαν περισσότερο τσουκνίδες παρά χορτάρι και περισσότερο λάσπη παρά τσουκνίδες, μα που το υπέδαφός του μπορεί να ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Μέσα σ’εκείνον τον στάβλο, σκεπασμένο από ξέρες και κούφιες σβουνιές που υποχωρούσαν μ’ έναν στεναγμό στο άγγιγμα του δαχτύλου, για πρώτη φορά στη ζωή μου, θα έλεγα και για τελευταία αν δε φοβόμουν ότι θα σπαταλούσα όλο το δηλητήριό μου, έπρεπε να παλέψω μ’ένα αίσθημα που σταδιακά έπαιρνε, προς μεγάλη μου έκπληξη, το τρομερό όνομα της αγάπης. Πού έγκειται η γοητεία της χώρας μας, εκτός του ότι είναι αραιοκατοικημένη, και τούτο μάλιστα δίχως τη βοήθεια αντισυλληπτικών, αν όχι στην πλήρη εγκατάλειψη, φτάνει να εξαιρέσεις τα απόσκατα της αρχαίας μας ιστορίας. Τούτα τ’ αναζητούμε με πάθος, τα ταριχεύουμε, και τα βγάζουμε στη λιτανεία.
Παντού, όπου ο αηδιασμένος ο χρόνος άφησε μια ωραία χοντρή σκατούλα θα βρείς πατριώτες με ξαναμμένα πρόσωπα να την εισπνέουν λαίμαργα, πεσμένοι στα τέσσερα. Παράδεισος για τους ασκεπείς. Ιδού λοιπόν η ευτυχία μου. Ξάπλωσε κάτω, μοιάζει να λένε όλα, ξάπλωσε κάτω και μείνε κάτω. Όχι ότι ανάμεσα σ’αυτά τα δύο διακρίνω κάποια σχέση. Κάποια όμως θα υπάρχει, ίσως και περισσότερες από μία, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Αλλά ποια; Τι; Ναι, την αγάπησα, έτσι το ονόμασα, αλίμονο ακόμα το ονομάζω. Δεν είχα με τι να το συγκρίνω μια και δεν είχα αγαπήσει μέχρι τότε, φυσικά είχα ακουστά γι αυτό, στο σπίτι, στο σχολείο, στο μπουρδέλο και στην εκκλησία, και είχα διαβάσει σε μυθιστορήματα σε στίχους και πρόζα, με την καθοδήγηση του καθηγητή μου, σε έξι ή επτά γλώσσες, νεκρές και ζωντανές, γινόταν εκτενής αναφορά. Ήμουν συνεπώς σε θέση να δώσω παρά ταύτα ένα όνομα σ’αυτό που μου συνέβαινε όταν έπιασα τον εαυτό μου να χαράζει το όνομα Λούλου πάνω σε μια ξεραμένη κοπριά, ή ξαπλωμένος μπρούμυτα στη λάσπη μια νύχτα με φεγγάρι να ξεριζώνω τσουκνίδες.
Τσουκνίδες τεράστιες, σχεδόν δυό μέτρα ψηλές, ξαλάφρωνα όταν τις τραβούσα αν και δεν το συνήθιζα να συμπεριφέρομαι έτσι στ’ αγριόχορτα, αντιθέτως, θα τις έπνιγα στην κοπριά, αν είχα. Άλλο, τα λουλούδια. Η αγάπη βγάζει στον άνθρωπο τον χειρότερό του αυτό, ασυζητητί. Όμως και τι σόι αγάπη ήταν εκείνη; Πάθος ερωτικό; Δεν θα το έλεγα. Τότε δεν είναι που παθαίνεις πριαπισμό; Ή μήπως τούτο είναι μία διαφορετική παραλλαγή; Τόσες που υπάρχουν, δεν υπάρχουν; Όλες εξίσου, αν όχι περισσότερο, υπέροχες, έτσι δεν είναι; Η πλατωνική αγάπη, για παράδειγμα, ιδού μία που μου ήρθε τώρα στο μυαλό. Ανιδιοτελής. Μήπως την αγαπούσα πλατωνικά; Δεν θα το έλεγα. Θα χάραζα τ’ όνομά της πάνω σε μια ξεραμένη κοπριά αν η αγάπη μου είχε υπάρξει αγνή και ανιδιοτελής; Και με το διαβολεμένο μου δάχτυλο, επιπλέον, που μετά πιπιλούσα;
Ελάτε τώρα!
Σκεφτόμουν συνεχώς τη Λούλου, όνομα κι αυτό, το σιχάθηκα, θα της δώσω ένα άλλο, να της ταιριάζει περισσότερο, Άννα, για παράδειγμα, δεν της ταιριάζει περισσότερο, αλλά δεν πειράζει. Σκεφτόμουν λοιπόν την Άννα, εγώ που ποτέ δεν σκεφτόμουν τίποτα, τίποτα εκτός από τους πόνους μου, σκέψη σαν την αστραπή, ή τι έπρεπε να κάνω για να μην πεθάνω από την πείνα, το κρύο, ή την ντροπή, πάντως δεν σκεφτόμουν τους ζωντανούς έτσι (και τι να σημαίνει αυτό;), ό,τι κι αν είχα πει, ό,τι κι αν λέω, αντιθέτως ή αλλιώς, πάνω σ’αυτό το θέμα. Πάντα όμως μιλούσα, και αναμφίβολα πάντα θα μιλώ, για πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν, ή που υπήρξαν αν επιμένετε, και που αναμφίβολα πάντα θα υπάρχουν, αν και όχι με την έννοια που αποδίδω στην ύπαρξή τους.
Τα πηλήκια, για παράδειγμα, ποιος αμφισβητεί ότι υπάρχουν, τουναντίον λιγοστές είναι οι ελπίδες να εξαφανιστούν, εγώ όμως προσωπικά ποτέ δεν φόρεσα πηλήκιο. Έγραψα κάπου, Μου έδωσαν… ένα καπέλο. Στην πραγματικότητα δεν μου έδωσαν κανένα καπέλο, είχα πάντα το δικό μου καπέλο, το καπέλο που μου είχε δώσει ο πατέρας μου, και ποτέ δεν είχα άλλο καπέλο εκτός από το καπέλο αυτό. Θα συμπλήρωνα ότι με ακολούθησε μέχρι τον τάφο.
Σκεφτόμουν την Άννα τότε, για μεγάλα διαστήματα, για είκοσι, είκοσι πέντε λεπτά, ακόμα και μισή ώρα την ημέρα. Καταλήγω σ’αυτούς τους αριθμούς προσθέτοντας άλλους, μικρότερους. Φαίνεται ότι εγώ έτσι αγαπούσα. Να συμπεράνουμε λοιπόν πως ένιωθα για κείνην αγάπη πνευματική που, κάπου αλλού, με παρέσυρε σε τόσα παιδιαρίσματα; Δεν θα το έλεγα. Γιατί αν ήταν τέτοια η αγάπη μου, θα διασκέδαζα χαράζοντας το όνομά της -Άννα- σε ξεχασμένες αγελαδίσιες κοπριές; Ή θα ξερίζωνα αγριόχορτα με γυμνά χέρια; Και θα ένιωθα κάτω από το κεφάλι μου που χοροπήδαγε, τα μπούτια της να πάλλονται σαν δαιμονισμένα προσκεφάλια; Ελάτε τώρα! Για να τελειώσω, λοιπόν, να τελειώσω με αυτή την αθλιότητα, τουλάχιστον να το προσπαθήσω ένα βράδυ επέστρεψα στο παγκάκι, την ώρα που συνήθως ερχόταν εκείνη να με συναντήσει. Δεν έδωσε σημεία ζωής κι εγώ μάταια περίμενα.
Ήταν ήδη Δεκέμβρης, αν όχι Γενάρης, εποχικό το κρύο, που σημαίνει λογικό, όπως όλα τα εποχικά. Όμως άλλος είναι ο χρόνος του ρολογιού, άλλος του ουρανού και της γης που αλλάζουν, και άλλος πάλι της καρδιάς. Και με τη σκέψη τούτη γύρισα στο στάβλο για μια έξοχη νύχτα. Την επομένη πήγα νωρίτερα στο παγκάκι, πολύ νωρίτερα, μόλις που είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, νύχτα χειμωνιάτικη, κι όμως ήδη πολύ αργά, γιατί εκείνη βρισκόταν κιόλας εκεί, στο παγκάκι, κάτω από τα κλαδιά που λύγιζε η πάχνη, με την πλάτη γυρισμένη στο παγερό ύψωμα, τα μάτια στυλωμένα στο παγωμένο νερό. Σας το είπα, ήταν μία γυναίκα άκρως επίμονη. Δεν ένιωσα τίποτα. Για ποιο λόγο άραγε με καταδίωκε; Τη ρώτησα, δίχως να καθίσω, πηγαίνοντας πέρα δώθε. Κάτω από τον πάγο ξεπρόβαλλε ανάγλυφο το μονοπάτι. Μου απάντησε ότι δεν ήξερε. Τι έβλεπε σ’ εμένα, θα είχε τουλάχιστον την καλοσύνη να μου απαντήσει σ’αυτό, αν μπορούσε. Απάντησε ότι δεν μπορούσε. Φαινόταν ζεστά ντυμένη, τα χέρια της χωμένα σ’ ένα μανσόν. Κοίταξα το μανσόν και, θυμάμαι, μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Κι όμως ξεχνώ τι χρώμα ήταν. Δεν θα ήμουν στα καλά μου!
Πάντα έκλαιγα εύκολα, δίχως να ωφελούμαι στο ελάχιστο, μέχρι πριν από λίγο καιρό. Για να κλάψω όμως εκείνη τη στιγμή, θα έπρεπε να σφιχτώ μέχρι να μπλαβίσω, και πάλι ζήτημα ήταν αν θα έχυνα ένα δάκρυ. Δεν είμαι στα καλά μου! Έκλαιγα με τα πράγματα. Δίχως ωστόσο να νιώθω θλίψη. Όταν ξέσπαγα σε κλάματα δίχως λόγο εμφανή σήμαινε πως ασυναίσθητα κάπου είχε πέσει το μάτι μου. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν όντως έφταιγε το μανσόν εκείνο το βράδυ ή μήπως περισσότερο το μονοπάτι, σκληρό σαν σίδερο λες και σκόνταφτε σε κοτρόνες το κάθε μου βήμα, ή κάτι άλλο, οτιδήποτε, που κατά τύχη πέρασε ασυναίσθητα και μου τσάκισε το ηθικό. Όσο για κείνην, θα μπορούσα κάλλιστα να μην της είχα ρίξει έως τότε ούτε ένα βλέμμα.
Καθόταν μαραμένη και ζαρωμένη, το κεφάλι πεσμένο, το μανσόν στην αγκαλιά και τα χέρια μέσα, με τις γάμπες σφιγμένες τη μία πάνω στην άλλη, και τις φτέρνες να αιωρούνται. Δίχως σχήμα, δίχως ηλικία, σχεδόν δίχως ζωή, θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε ή οποιαδήποτε, γριά ή και κορίτσι. Και ο τρόπος που συνέχιζε να λέει, δεν ξέρω, δεν μπορώ. Μόνο εγώ δεν ήξερα και δεν μπορούσα. Για μένα ήρθατε; τη ρώτησα. Κατάφερε να απαντήσει, ναι. Να με λοιπόν, είπα. Κι εγώ; Για κείνην δεν είχα έρθει; Να ‘μαστε λοιπόν, είπα. Κάθισα δίπλα της, αλλά πετάχτηκα αμέσως πάνω σαν ζεματισμένος. Θα ήθελα να έχω φύγει, να ξέρω αν είχαν όλα τελειώσει. Αλλά προτού φύγω, και για μεγαλύτερη σιγουριά, της ζήτησα να μου τραγουδήσει ένα τραγούδι. Στην αρχή νόμισα πως θα αρνηθεί, ήταν απλό, δεν θα τραγουδούσε, αλλά όχι, μετά από λίγο εκείνη άρχισε να τραγουδά και τραγούδησε για λίγο, μου φάνηκε πως έλεγε συνέχεια το ίδιο τραγούδι, δίχως ν’αλλάζει τίποτα στη στάση της. Το τραγούδι δεν το ήξερα, ούτε το είχα ξανακούσει και ούτε θα το ξανακούσω.
Κάτι είχε να κάνει με λεμονιές ή πορτοκαλιές, ξεχνώ τα υπόλοιπα, μόνο αυτό θυμάμαι, και δεν είναι λίγο για μένα, να θυμάμαι ότι είχε να κάνει με λεμονιές ή πορτοκαλιές, εγώ που ξεχνώ όλα τα τραγούδια που άκουσα στη ζωή μου, και δεν είναι λίγα, μοιάζει αδύνατον, πρακτικά αδύνατον εκτός κι αν είσαι κουφός, να διασχίζεις τον κόσμο, ακόμα και με τον δικό μου τρόπο, δίχως να ακούς να τραγουδούν, τίποτα δεν έχω συγκρατήσει ούτε μία λέξη, ούτε μία νότα, ή τόσο λίγες λέξεις, τόσο λίγες νότες, ώστε, ώστε αυτό, ώστε τίποτα, παρατράβηξε τούτη η πρόταση. Σηκώθηκα να φύγω, απομακρυνόμουν όταν την άκουσα να λέει κάποιο άλλο τραγούδι, ίσως και να ήταν άλλοι στίχοι από το ίδιο, έσβηνε όλο και περισσότερο καθώς απομακρυνόμουν, όλο και περισσότερο, μέχρι που χάθηκε, είτε επειδή το τραγούδι της είχε τελειώσει είτε επειδή εγώ είχα τόσο απομακρυνθεί, που δεν την άκουγα. Να με τρώει η αμφιβολία, ήταν κάτι που προτιμούσα να αποφεύγω εκείνη την εποχή. Φυσικά ζούσα βουτηγμένος στην αμφιβολία, με την αμφιβολία, αλλά αμφιβολίες τόσο ευτελείς όσο εκείνη, καθαρά οργανική όπως θα την έλεγαν ορισμένη, καλύτερα να διευκρινίζονταν χωρίς καθυστέρηση, ειδάλλως θα με τυραννούσαν επί βδομάδες τελικά σαν σκνίπες. Έκανα μερικά βήματα πίσω και σταμάτησα. Στην αρχή δεν άκουσα τίποτα, έπειτα ξανά τη φωνή, αλλά εξασθενημένη, μετά βίας έφτανε στ’ αυτιά μου. Στην αρχή δεν άκουσα, έπειτα ναι, πρέπει συνεχώς να είχα αρχίσει να την ακούω, από ένα σημείο και μετά, αλλά όχι, αρχή δεν υπήρχε, τόσο μαλακά αναδύθηκε ο ήχος από τη σιωπή που δεν ξεχώρισε από αυτήν. Όταν η φωνή επιτέλους σταμάτησε, πλησίασα λίγο κοντύτερα για να βεβαιωθώ ότι όντως είχε σταματήσει κι όχι απλώς χαμηλώσει. Έπειτα με απελπισία, λέγοντας,
Πώς να ξέρω, πώς να ξέρω, αν δεν είμαι δίπλα της, σκυμμένος πάνω της, έκανα στροφή επιτόπου και έφυγα, για τα καλά, γεμάτος αμφιβολίες. αλλά μερικές βδομάδες αργότερα, περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός απ’ότι συνήθως, επέστρεψα στο παγκάκι, για τέταρτη ή πέμπτη φορά αφότου το εγκατέλειψα, περίπου την ίδια ώρα, εννοώ ότι ο ουρανός ήταν περίπου ο ίδιος, όχι, ούτε αυτό εννοώ, γιατί ο ουρανός είναι πάντα ο ίδιος και ποτέ ο ίδιος ουρανός, αν υπάρχουν λέξεις γι αυτά, εγώ δεν γνωρίζω καμία, τελεία και παύλα. Εκείνη δεν ήταν εκεί, έπειτα ξαφνικά ήταν, δεν ξέρω πως, δεν την είδα να έρχεται, ούτε την άκουσα, κι ας ήμουν όλος μάτια κι αυτιά. Ας πούμε πως έβρεχε, ευπρόσδεκτη η αλλαγή, ακόμα κι αν πρόκειται μόνο για τον καιρό. Κρατούσε μια ανοιχτή ομπρέλα, πράγμα φυσικό, τί εξοπλισμός. Τη ρώτησα αν ερχόταν κάθε βράδυ. Όχι, είπε, πότε πότε μονάχα. Το παγκάκι έσταζε νερά, περπατούσαμε πάνω κάτω δίχως να τολμούμε να καθίσουμε.
Της έπιασα το χέρι, από περιέργεια κυρίως, να δω αν θα μου έδινε κάποια ευχαρίστηση, δεν μου έδωσε καμία, το άφησα. Προς τι όμως όλες αυτές οι λεπτομέρειες; Να κερδίσω χρόνο, μέχρι τη διαβολική στιγμή. Βλέποντας πιο καθαρά το πρόσωπό της μου φάνηκε κανονικό, ένα πρόσωπο σαν εκατομμύρια άλλα. Τα μάτια της αλληθώριζαν, αλλά κι αυτό θα το καταλάβαινα αργότερα. Δεν έμοιαζε ούτε νεανικό ούτε γερασμένο, το πρόσωπο, ούτε φρέσκο ούτε μαραζωμένο, κάτι ανάμεσα. Αμφισημία που με δυσκολία ανεχόμουν εκείνη την εποχή. Τώρα εάν ήταν όμορφο, το πρόσωπο, ή εάν κάποτε είχε υπάρξει όμορφο, ή αν θα μπορούσε να γίνει πειστικά όμορφο, ομολογώ πως γνώμη δεν μπορώ να εκφέρω. Πρόσωπα είχα δει σε φωτογραφίες που ίσως και να τα είχα θεωρήσει όμορφα αν ήξερα έστω και αόριστα τι υποτίθεται ότι ήταν η ομορφιά. Και το πρόσωπο του πατέρα μου, στο νεκρικό κρεβάτι, μου είχε φανεί μια αναφορά σε κάποια μορφή αισθητικής σχετικής με τα ανθρώπινα. Τα πρόσωπα όμως των ζωντανών, όλο μορφασμούς και εξάψεις, είναι δυνατόν να περιγραφούν ως αντικείμενα;
Παρά το σκοτάδι και την ταραχή μου σάστιζα με το νερό, στάσιμο ή μόλις που κυλούσε, ανασηκωνόταν προς το άλλο που έπεφτε από τον ουρανό, σαν διψασμένο. Με ρώτησε αν θα μου άρεσε να μου τραγουδήσει κάτι. Απάντησα όχι, θα ήθελα να μου πει κάτι. Υπέθεσα ότι θα μου έλεγε πως δεν έχει τίποτα να πει, θα ήταν μια απάντηση που θα της πήγαινε, ένιωσα λοιπόν ευχάριστη έκπληξη όταν μου είπε ότι είχε ένα δωμάτιο, πολύ ευχάριστη έκπληξη, αν και το υπέθετα. Ποιος δεν έχει ένα δωμάτιο; Ω, ακούω την κατακραυγή. Έχω δύο δωμάτια, είπε εκείνη. Τελικά πόσα δωμάτια έχετε; είπα. Μου είπε ότι είχε δύο δωμάτια και κουζίνα. Όσο περνούσε η ώρα το οικοδόμημα επεκτεινόταν σταθερά σε λίγο θα θυμόταν ότι είχε και μπάνιο. Δύο δωμάτια; άκουσα καλά, είπα. Ναι, είπε εκείνη. Συνεχόμενα; είπα εγώ. Επιτέλους κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί και συζήτηση. Τα χωρίζει η κουζίνα, είπε εκείνη. Τη ρώτησα γιατί δεν μου το είχε πει πρωτύτερα. Είχα μάλλον ξεπεράσει τον εαυτό μου, εκείνη την εποχή. Δεν αισθανόμουν άνετα όταν ήμουν μαζί της, τουλάχιστον όμως έτσι μπορούσα να μη σκέφτομαι μόνο εκείνη αλλά κι άλλα πράγματα, τα παλιά έμπιστα πράγματα, έτσι σιγά σιγά σαν σκαλοπάτια που κατεβαίνουν σε ένα βαθύ, τίποτα. Ελευθερία που ήξερα πως θα έχανα μακριά της.
Στην πραγματικότητα τα δωμάτια ήταν δύο, τα χώριζε η κουζίνα, δεν μου είχε πει ψέματα. Μου είπε ότι θα έπρεπε να είχα φέρει τα πράγματά μου. Της εξήγησα ότι δεν είχα πράγματα. Και για όποιον ενδιαφέρεται βρισκόμασταν στον τελευταίο όροφο ενός παλιού σπιτιού, με θέα τα βουνά. Άναψε μια λάμπα πετρελαίου. Δεν έχετε ηλεκτρικό; είπα. Όχι, είπε εκείνη, έχω όμως τρεχούμενο νερό και γκάζι. Α, έτσι, είπα, έχετε γκάζι. Άρχισε να ξεντύνεται. Όταν δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν ξεντύνονται, δίχως αμφιβολία η πιο σοφή κίνηση. Τα έβγαλε όλα με μια βραδύτητα που θα μπορούσε να ανάψει και ελέφαντα, άφησε μόνο τις κάλτσες της, υπολογίζοντας προφανώς ότι ο πόθος μου θα φουντώσει. Τότε παρατήρησε ότι ήταν αλλήθωρη. Ευτυχώς που δεν ήταν η πρώτη γυναίκα που έβλεπα γυμνή, μπορούσα λοιπόν να μείνω, ξέροντας πως δεν πρόκειται να εκραγεί. Ζήτησα να δω το άλλο δωμάτιο που δεν είχα δει ακόμα. Αλλά και να το είχα δει, θα ζητούσα να το ξαναδώ. Εσείς δεν θα ξεντυθείτε, είπε. Ξέρετε, είπα, σπανίως ξεντύνομαι. Κι ήταν αλήθεια. Δεν ήμουν από κείνους που πετούν τα ρούχα τους με ευκολία. Συνήθως βγάζω τις μπότες μου για να πέσω στο κρεβάτι, εννοώ όταν συγκροτήσω το είναι μου (συγκροτήσω!) για να κοιμηθεί, πιθανόν και κάποιο άλλο από τα πανωφόρια μου, αναλόγως την εξωτερική θερμοκρασία.
Αναγκάστηκε λοιπόν για να μη φανεί αγενής, να ρίξει κάτι πάνω της και να μου φωτίσει τον δρόμο. Διασχίσαμε την κουζίνα. Θα μπορούσαμε να είχαμε πάει και από τον διάδρομο, αργότερα το κατάλαβα, πήγαμε όμως από την κουζίνα, ποιος ξέρει γιατί, μπορεί να ήταν και ο συντομότερος δρόμος. Κοίταξα το δωμάτιο με φρίκη. Τέτοια πυκνότητα επίπλων ούτε στον χειρότερό μου εφιάλτη. Το είχα ξαναδεί το δωμάτιο, δίχως άλλο, κάπου αλλού.
Τι είναι τούτο; κραύγασα. Το σαλόνι, είπε εκείνη. Τι σαλόνι! Άρχισα να βγάζω τα έπιπλα από την πόρτα στον διάδρομο. Με παρακολουθούσε, λυπημένη φαντάζομαι, αν και όχι απαραιτήτως. Με ρώτησε τι έκανα. Φαντάζομαι ότι δεν περίμενε απάντηση. Τα έβγαλα ένα ένα, ή και δυο δυο μαζί, και τα στοίβαξα μπροστά στον τοίχο του διαδρόμου. Εκατοντάδες κομμάτια, μικρά και μεγάλα, στο τέλος έφραξαν την πόρτα, καθιστώντας την έξοδο αδύνατη, πόσο μάλλον την είσοδο, από και προς τον διάδρομο. Η πόρτα μπορούσε να ανοίξει και να κλείσει, γιατί άνοιγε προς τα μέσα, είχε γίνει όμως απροσπέλαστη. Για να μην πω τίποτα χειρότερο. Τουλάχιστον βγάλτε το καπέλο σας, είπε εκείνη. Για το καπέλο μου θα μιλήσω διεξοδικά, αλλά κάποια άλλη στιγμή. Τελικά το δωμάτιο άδειασε εκτός από έναν καναπέ και μερικά ράφια καρφωμένα στον τοίχο. Εκείνον τον έσυρα στο βάθος του δωματίου, δίπλα στην πόρτα, και τα άλλα την επομένη τα κατέβασα και τα έβγαλα έξω στον διάδρομο μαζί με τα υπόλοιπα.
Την ώρα που τα κατέβαζα, παράξενο τι θυμάμαι, άκουσα τη λέξη ινώδης ή σπογγώδης, δεν ξέρω ποια, ποτέ δεν έμαθα τι σήμαινε, ούτε και είχα την περιέργεια να μάθω. Τι πράγματα θυμάται κανείς! Και καταγράφει! Όταν είχαν όλα επιτέλους τακτοποιηθεί, σωριάστηκα στον καναπέ. Δεν είχε κουνήσει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι για να με βοηθήσει. Θα φέρω σεντόνια και κουβέρτες, είπε εκείνη. Για σεντόνια ούτε που ήθελα να ακούσω. Δεν θα μπορούσατε να τραβήξετε την κουρτίνα; είπα. Το παράθυρο είχε καλυφθεί από πάγο. Όχι πως ήταν λευκό, μέσα στη νύχτα, αλλά πάντως αμυδρά αντιφέγγιζε. Στιλπνότητα παγερή, που αν και ξάπλωνα με τα πόδια στην πόρτα, δεν μπορούσα να αντέξω.
Ξαφνικά σηκώθηκα κι άλλαξα θέση στον καναπέ, τον γύρισα λοιπόν από την ανάποδη, οπότε η ράχη του, που μέχρι τότε ακουμπούσε στον τοίχο, βρέθηκε τώρα από την έξω μεριά, συνεπώς η μπροστινή, η ανοιχτή πλευρά από τη μέσα. Έπειτα σκαρφάλωσα εκεί, σαν το σκυλί στο καλάθι του. Θα σας αφήσω τη λάμπα, είπε εκείνη, θερμά όμως την παρακάλεσα να την πάρει μαζί της. Κι αν χρειαστείτε κάτι μέσα στη νύχτα, είπε εκείνη. Ήταν έτοιμη να πιάσει πάλι την κουβέντα, το ένιωθα. Ξέρετε πού είναι η τουαλέτα; είπε εκείνη. Είχε δίκιο, το είχα ξεχάσει. Δεν είναι κι άσχημα να ανακουφίζεσαι στο κρεβάτι, μετά όμως ξεβολεύεσαι. Δώστε μου ένα δοχείο νυκτός, είπα. Αλλά δεν είχε. Έχω μια καρέκλα με δοχείο, είπε εκείνη. Είδα τη γιαγιά να κάθεται μεγαλοπρεπής και άκαμπτη, μόλις θα την είχε αγοράσει, με συγχωρείτε, μόλις θα την είχε πάρει σε φιλόπτωχη αγορά,, ίσως και να την κέρδισε σε λοταρία, κομμάτι εποχής, και τώρα τη δοκίμαζε, βάζοντας τα δυνατά της, με την κρυφή ελπίδα κάποιος να μπορούσε να τη δει. Να καθυστερούμε, αυτός ήταν ο σκοπός. Κάποιο παλιό σκεύος, είπα, δεν έχω ακράτεια. Επέστρεψε με κάτι που έμοιαζε με κατσαρόλα, της έλειπε το μακρύ χερούλι, είχε σχήμα οβάλ με δυο λαβές και καπάκι. Η χύτρα μου, είπε. Το καπάκι δεν το χρειάζομαι, είπα. Δεν χρειάζεστε το καπάκι; είπε εκείνη. Αν είχα πει ότι το χρειαζόμουν, θα είχε πει, Να το κάνετε τι; Έβαλα το σκεύος κάτω από την κουβέρτα, μου αρέσει κάτι να κρατώ όταν κοιμάμαι, με καθησύχαζε και το καπέλο μου ήταν ακόμα μούσκεμα.
Γύρισα στον τοίχο. Πήρε τη λάμπα από το περβάζι του τζακιού όπου είχε ακουμπήσει, καλύτερα να ακριβολογούμε, με κάθε λεπτομέρεια, η παλλόμενη σκιά της έπεσε πάνω μου, νόμισα ότι έφυγε, αλλά όχι, πλησίασε στη ράχη του καναπέ κι έσκυψε από πάνω μου. Όλα οικογενειακή περιουσία, είπε. Στη θέση της θα είχα φύγει στις μύτες των ποδιών, εκείνη όμως δεν έκανε βήμα. Η αγάπη μου είχε αρχίσει άλλωστε να φθίνει κι αυτό ήταν που μετρούσε. Ναι, ήδη αισθανόμουν καλύτερα, σύντομα θα ήμουν έτοιμος και πάλι για τις αργές καταβάσεις, για τις βαθιές καταδύσεις, που τόσο στερήθηκα εξαιτίας της. Και είχα μόλις μετακομίσει! Προσπαθήστε τώρα να με πετάξετε έξω, είπα. Σαν να μην καταλάβαινα τι σήμαιναν αυτές οι λέξεις, σαν να μην άκουγα καν τον σύντομο ήχο τους, παρά μόνο δευτερόλεπτα αφότου τις είχα ξεστομίσει.
Είχα τόσο ξεσυνηθίσει να μιλώ, που το στόμα μου άνοιγε μερικές φορές, από μόνο του, αρθρώνοντας λέξεις ή και φράσεις, σωστά συντεταγμένες αλλά εντελώς στερημένες αν όχι νοήματος, γιατί ο προσεκτικός θα ανακάλυπτε κι ένα και περισσότερα, πάντως ερείσματος. Άκουγα όμως την κάθε λέξη μόλις αποσωνόταν. Ποτέ άλλοτε η φωνή μου δεν άργησε τόσο πολύ να με φτάσει όπως σε τούτη την περίσταση. Έστριψα και κοίταξα πάνω από τον ώμο μου για να δω τι συμβαίνει. Εκείνη χαμογελούσε. Έπειτα από λίγο έφυγε παίρνοντας μαζί της τη λάμπα. Άκουσα τα βήματά της στην κουζίνα και μετά την πόρτα του δωματίου της να κλείνει πίσω της. Γιατί πίσω της; Επιτέλους μόνος, επιτέλους στο σκοτάδι. Αρκετά όμως. Είχα την εντύπωση ότι με περίμενε μια ήσυχα νύχτα, αν και βρισκόμουν σε ξένο περιβάλλον, αλλά όχι, η νύχτα μου ήταν πολύ ταραγμένη. Το επόμενο πρωί ξύπνησα ξεθεωμένος, τα ρούχα μου άνω κάτω, η κουβέρτα επίσης, και με την Άννα πλάι μου, φυσικά, γυμνή. Ανατριχιάζω με τα καμώματά της. Κρατούσα ακόμα τη χύτρα. Δεν είχε χρησιμεύσει. Κοίταξα το μόριό μου. Αν είχε στόμα να μιλήσει! Αρκετά όμως. Αυτή ήταν η ερωτική μου νύχτα.
Σταδιακά εγκαταστάθηκα σ’εκείνο το σπίτι. Εκείνη μου έφερνε τα γεύματά μου στις συμφωνημένες ώρες, έριχνε πότε πότε καμιά ματιά μέσα για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν εντάξει ή αν χρειαζόμουν κάτι, άδειαζε τη χύτρα μια φορά τη μέρα και μια φορά το μήνα συγύριζε το δωμάτιο. Δεν μπορούσε πάντα να αντισταθεί στον πειρασμό και μου μιλούσε, αλλά γενικά δε μου έδινε λαβή για παράπονο. Κάποιες φορές την άκουγα να τραγουδά στο δωμάτιό της, το τραγούδι διαπερνούσε την πόρτα της, έπειτα την κουζίνα, έπειτα την πόρτα μου, κι έτσι έφτανε ως εμένα, ξεψυχισμένο αλλά αδιαφιλονίκητο. Εκτός κι αν ερχόταν από τον διάδρομο. δεν με ξεβόλευε και πολύ το περιστασιακό τούτο άκουσμα του τραγουδιού.
Μια μέρα της ζήτησα να μου φέρει έναν υάκινθο, ζωντανό, σε γλάστρα. Τον έφερε και τον έβαλε πάνω στο τζάκι, το μοναδικό άλλωστε μέρος του δωματίου που μπορούσες πλέον να ακουμπήσεις κάτι, εκτός κι αν το άφηνες στο πάτωμα. Δεν πέρασε ούτε μια μέρα δίχως να τον κοιτάξω. Στην αρχή πήγαινε καλά, πέταξε μάλιστα κι ένα δυο μπουμπούκια, έπειτα παρέδωσε και δεν απόμεινε παρά ένας μαραμένος μίσχος με μαραμένα φύλλα. Ο βολβός, ο μισός έξω από το χώμα λες και αποζητούσε οξυγόνο, μύριζε άσχημα. Θέλησε να το πάρει, της είπα όμως να το αφήσει εκεί. Θέλησε να μου φέρει ένα άλλο, της είπα όμως ότι δεν ήθελα ένα άλλο.
Περισσότερο με ενοχλούσαν κάποιοι άλλοι ήχοι, πνιχτά γελάκια και βογγητά, που γέμιζαν το οίκημα συγκεκριμένες ώρες τη νύχτα, ακόμα και τη μέρα. Δεν τη σκεφτόμουν πια καθόλου, σχεδόν καθόλου, είχα όμως πάντα ανάγκη από σιωπή, για να ζήσω τη ζωή μου. Μάταια αναζήτησα κάποιες λογικές εξηγήσεις πως είναι του αέρα να μεταφέρει τις κραυγές του κόσμου, αναπόφευκτα λοιπόν και βογγητά και πνιχτά γελάκια, δεν ησύχαζα. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν πάντα ο ίδιος κύριος ή πάνω από ένας. Τόσο που μοιάζουν τα πνιχτά γελάκια των εραστών και τα βογγητά τους. Αισθανόμουν τέτοια φρίκη για τα ασήμαντα αυτά μπερδέματα, που διέπραττα πάντα το ίδιο λάθος να επιδιώκω να τα ξεκαθαρίσω. Μου πήρε πολύ καιρό, ίσως και μια ζωή, για να συνειδητοποιήσω ότι το χρώμα ενός ματιού μισοϊδωμένου, ή η πηγή ήχου μακρινού, είναι κοντύτερα στην Giudecca μέσα στην κόλαση της άγνοιας από την ύπαρξη του Θεού, ή τις καταβολές του πρωτοπλάσματος, ή και την ύπαρξη του εαυτού, και δεν αξίζει ο μυαλωμένος μ’αυτά να ασχολείται.
Σου παίρνει μια ζωή για να καταλήξεις στο παρήγορο τούτο συμπέρασμα κι έπειτα δεν σου μένει και πολύς καιρός να επωφεληθείς. Με βοήθησε λοιπόν αισθητά όταν, στην ερώτησή μου πήρα την απάντηση πως δεχόταν πελάτες εναλλάξ. Θα μπορούσα προφανώς να είχα σηκωθεί και να είχα κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα. Αλλά και τι μπορείτε να δείτε, όχι, σας ρωτώ, μέσα από τέτοιες τρύπες;
Ζείτε λοιπόν από την πορνεία, είπα. Ζούμε από την πορνεία, είπε εκείνη. Δεν θα μπορούσατε να τους ζητήσετε να κάνουν λιγότερο θόρυβο; είπα, σαν να την είχα πιστέψει. Και συμπλήρωσα, ή διαφορετικό θόρυβο. Δεν μπορούν να σταματήσουν τα αχ και τα βαχ, είπε εκείνη. Τότε θα φύγω, είπα. Βρήκε κάτι παλιές κουρτίνες μέσα στην οικογενειακή παλιατσαρία και τις κρέμασε μπροστά από τις πόρτες, τη δική μου και τη δική της. Τη ρώτησα αν γινόταν να έχω πότε πότε κανένα άγριο καρότο. Άγριο καρότο! κράυγασε, λες κι είχα ζητήσει για φαγητό μικρό εβραίο.
Της υπενθύμισα ότι η εποχή τους σχεδόν είχε περάσει κι αν μπορούσε, προτού περάσει, να με ταΐζει μόνο με άγρια καρότα θα της ήμουν ευγνώμων. Μου αρέσουν τα άγρια καρότα γιατί έχουν την ίδια γεύση με τις βιολέτες και οι βιολέτες επειδή έχουν την ίδια μυρωδιά με τα άγρια καρότα. Αν δεν υπήρχαν άγρια καρότα στη γη οι βιολέτες θα με άφηναν αδιάφορο και αν δεν υπήρχαν βιολέτες τα άγρια καρότα θα με απασχολούσαν όσο τα γογγύλια και τα ραπάνια, ελάχιστα. Αλλά ακόμα και με την παρούσα κατάσταση της χλωρίδας, που άγρια καρότα και βιολέτες τα καταφέρνουν και συνυπάρχουν στον πλανήτη, κάλλιστα θα μπορούσα να ζήσω και δίχως αυτά, κάλλιστα. Κάποια μέρα είχε την αναίδεια να μου ανακοινώσει ότι περίμενε παιδί, όχι από κανέναν άλλον, ήταν ήδη τεσσάρων ή πέντε μηνών έγκυος, αλλά από μένα. Γύρισε στο πλάι να δω την κοιλιά της. Ξεντύθηκε μάλιστα, προφανώς για να με πείσει ότι δεν έκρυβε μαξιλάρι κάτω από τη φούστα της, αλλά και επειδή της άρεσε απλώς να ξεντύνεται. Μπορεί να είναι ανεμογκάστρι, της είπα, με ύφος καθησυχαστικό. Κάρφωσε πάνω μου τα μεγάλα της μάτια που το χρώμα τους ξεχνώ, ή μάλλον το ένα της μεγάλο μάτι, γιατί το άλλο είχε ξεμείνει στα υπολείμματα του υακίνθου. Γυμνή γινόταν πιο αλλήθωρη.
Κοιτάξτε, είπε, και σκύβοντας τα στήθη της κρέμασαν, οι ρώγες άρχισαν να σκουραίνουν. Επιστράτευσα όση δύναμη μου είχε απομείνει και είπα, Ρίξτε το, ρίξτε το, και θα γίνουν πάλι ροδαλές. Είχε τραβήξει τις κουρτίνες για να φαίνονται καλύτερα όλες οι καμπυλότητές της. Είδα το βουνό, αδιάβατο, σπηλαιώδες, μυστικό, όπου ολημερίς δεν θα άκουγα παρά μόνο τον άνεμο, τα θαλασσινά πουλιά, τα μεταλλικά χτυπήματα των εργατών που μακριά έσπαγαν πέτρες.
Θα έβγαινα όσο ήταν μέρα ανάμεσα στα ρείκια και τα σπάλαθρα, ζέστη νοτισμένη από μυρωδιές, τη νύχτα θα κοίταγα από μακριά τα φώτα της πόλης, αν το ‘θελα, και τα άλλα φώτα, των φάρων και των φαρόπλοιων που είχε ονομάσει για χάρη μου ο πατέρας, όταν ήμουν μικρός, και θα ξανάβρισκα τα ονόματά τους στη μνήμη μου, αν το ‘θελα, τα γνώριζα. Από κείνη τη μέρα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, στο χειρότερο και στο μη χειρότερα. Όχι ότι με παραμελούσε, δε θα με παραμελούσε ποτέ εντελώς, αλλά ο τρόπος που συνέχιζε να με βασανίζει με το παιδί “μας”, επιδεικνύοντας την κοιλιά και τα στήθη και λέγοντας ότι αναμενόταν ανά πάσα στιγμή, το ένιωθε ήδη να πηδά. Αν πηδά, είπα, δεν είναι δικό μου. Θα μπορούσε να είναι και πολύ χειρότερα, σ’εκείνο το σπίτι, είναι αλήθεια, φυσικά μπορεί να μην ήταν το ιδεώδες, δεν υποτιμούσα όμως και τα πλεονεκτήματά του. Δίσταζα να φύγω, τα φύλλα είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν, τρέμω τον χειμώνα. Αν και γιατί να τρέμεις τον χειμώνα, έχει κι αυτός τις καλοσύνες του, το χιόνι κρατά ζέστη και πνίγει το σαματά και οι χλωμές μέρες δεν αργούν να τελειώσουν. Τότε όμως δεν ήξερα ακόμη πόσο τρυφερή μπορεί να είναι η γη σ’εκείνους που δεν έχουν παρά μόνο αυτή και πόσοι είναι οι τάφοι στο δόσιμό της, για τους ζωντανούς. Η γέννηση με αποτελείωσε. Με ξύπνησε. Τι πρέπει να πέρναγε κι εκείνο το βρέφος! Φαντάζομαι ότι πρέπει να είχε και κάποια γυναίκα μαζί της, γιατί νομίζω πως άκουγα βήματα στην κουζίνα πάνω κάτω.
Το έφερα βαρέως να φύγω από το σπίτι δίχως να με έχουβ διώξει. Σκαρφάλωσα πάνω από τη ράχη του καναπέ, έβαλα το παλτό, το αδιάβροχο και το καπέλο μου, δεν μπορώ να σκεφτώ και τίποτ’ άλλο, έδεσα τις μπότες μου κι άνοιξα την πόρτα του διαδρόμου. Ένας σωρός από παλιοπράγματα μου έφραζε τον δρόμο, τα παραμέρισα όμως κι άνοιξα δρόμο τελικά, παρά τον σαματά. Γάμος ήταν η λέξη που χρησιμοποίησα, γιατί ήταν έτσι κι αλλιώς κάποιο είδος ένωσης. Οποιαδήποτε προφύλαξη θα είχε αποδειχτεί περιττή, τίποτα δεν μπορούσε να καλύψει εκείνες τις κραυγές. Πρέπει να ήταν το πρώτο της. Με καταδίωκαν μέχρι τις σκάλες και έπειτα έξω στον δρόμο. Μπροστά από την πόρτα κοντοστάθηκα και αφουγκράστηκα. Ακούγονταν κι εκεί. Αν δεν ήξερα ότι υπήρχαν κραυγές στο σπίτι ίσως και να μην τις άκουγα.
Γνωρίζοντάς το όμως τις άκουγα. Δεν ήξερα με βεβαιότητα που βρισκόμουν. Κοίταξα ανάμεσα στ’ άστρα και στους αστερισμούς για τις Άρκτους, δεν μπορούσα όμως να τις βρω. Κι όμως εκεί θα ήταν.
Πρώτος ο πατέρας μου τις είχε δείξει. Μου είχε δείξει κι άλλους, αλλά μονάχος, δίχως εκείνον πλάι μου, μόνο τις Άρκτους μπορούσα να βρω. Άρχισα να παίζω με τις κραυγές, όπως είχα παίξει με το τραγούδι, μπρος, πίσω, μπρος, πίσω, αν τούτο μπορεί να ονομαστεί παιχνίδι. Όσο προχωρούσα δεν τις άκουγα, τις σκέπαζαν τα βήματα.
Αλλά μόλις σταματούσα τις άκουγα και πάλι, ίσως λίγο πιο εξασθενημένες κάθε φορά, εντάξει, αλλά τι σημασία έχει, εξασθενημένη ή δυνατή, μια κραυγή είναι μια κραυγή, και το μόνο που έχει σημασία είναι ότι πρέπει κάποτε να σταματήσει. Για χρόνια πίστευα ότι θα σταματούσαν. Τώρα δεν το πιστεύω πια. Θα μπορούσα πιθανόν να είχα ξαναγαπήσει. Αν και, ή αγαπάς ή δεν αγαπάς.
Samuel Beckett, Η πρώτη αγάπη, μετάφραση: Εριφύλλη Μαρωνίτη, Εκδόσεις Πατάκη,
Πηγή: vivliodiadromes
Επισκέφθηκα, δεν πάει καιρός, τον τάφο του πατέρα μου, τούτο το ξέρω, κι εκείνη τη μέρα σημείωσα την ημερομηνία του θανάτου του, αυτή μονάχα, της γέννησή του δεν μ’ ενδιέφερε. Ξεκίνησα πρωί κι επέστρεψα νύχτα, έχοντας κολατσίσει στο νεκροταφείο. Θέλοντας όμως να μάθω πόσων χρονών πέθανε, επέστρεψα στον τάφο λίγες μέρες αργότερα για να σημειώσω τη μέρα της γέννησής του. Τις δύο οριακές ημερομηνίες σημείωσα σ’ένα κομμάτι χαρτί που τώρα κουβαλώ συνέχεια μαζί μου. Είμαι λοιπόν σε θέση να βεβαιώσω ότι παντρεύτηκα γύρω στα είκοσι πέντε. Γιατί την ημερομηνία της δικής μου γέννησης, της δικής μου το τονίζω, ποτέ μου δεν την ξέχασα, ούτε χρειάστηκε ποτέ να τη σημειώσω, παραμένει χαραγμένη στη μνήμη μου, η χρονιά τουλάχιστον με αριθμούς που η ζωή δύσκολα θα ξεγράψει. Επανέρχεται ακόμα και η μέρα, αν το βάλω με το νου μου, και συχνά τη γιορτάζω με το δικό μου τρόπο, όχι βέβαια κάθε φορά που επανέρχεται, γιατί επανέρχεται πολύ συχνά, πάντως συχνά.
Προσωπικά δεν έχω τίποτα εναντίον των νεκροταφείων, μ’αρέσει να παίρνω εκεί τον αέρα μου, ίσως περισσότερο απ’ ό,τι μου αρέσει αλλού, όταν μου χρειάζεται να πάρω αέρα. Την οσμή των πτωμάτων διακρίνεται καθαρά μέσα από τις μπερδεμένες μυρωδιές του χόρτου και του χώματος, δεν τη βρίσκω δυσάρεστη, ίσως μια ιδέα γλυκερή, μια στάλα βαριά, αλλά σαφώς την προτιμώ από εκείνες που αναδίνουν οι ζωντανοί, τα πόδια, τα δόντια, οι μασχάλες τους, ο κώλος, το γλοιώδες δέρμα της βαλάνου, και τα διαψευσμένα ωάρια. Κι όταν συμβάλλει, έστω και λίγο, του πατέρα μου το λείψανο, τότε σχεδόν δακρύζω. Όσο και να πλυθούν οι ζωντανοί, όσο και να αρωματιστούν βρωμούν. Ναι, για τόπο περιπάτου, όταν μου πρέπει να βγω, αφήστε σε μένα τα νεκροταφεία και κρατήστε -για σας- τα πάρκα και τα όμορφα αξιοθέατα. Πάνω σε τάφο καθισμένος, το σάντουιτς και η μπανάνα μου φαίνονται πιο γευστικά, και όταν πάλι μου έρθει να κατουρήσω, κάτι που συμβαίνει πολύ συχνά, έχω να διαλέξω. Καμιά φορά περπατώ, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, ανάμεσα σε ταφόπλακες, επίπεδες, όρθιες ή κεκλιμένες, ξεδιαλέγοντας επιγραφές. Ποτέ δεν τις βαρέθηκα, πάντα τρεις τέσσερις μου φαίνονται τόσο γελοίες που πρέπει να κρατηθώ από τον σταυρό, τη στήλη ή τον άγγελο, για να μην πέσω κάτω. Τη δική μου την έχω συνθέσει πριν από αρκετό καιρό και μου αρέσει ακόμη, αρκετά. Με όλα τα άλλα γραπτά μου δεν προλαβαίνει να στεγνώσει το μελάνι και επαναστατώ, με τον επιτάφιό μου όμως είμαι ακόμα ευχαριστημένος. Ωστόσο δεν υπάρχουν δυστυχώς, και πολλές πιθανότητες να αναγραφεί πάνω από το κρανίο που τον συνέλαβε, εκτός κι αν το ζήτημα το αναλάβει το κράτος. Άσε που για να με θάψουν θα πρέπει πρώτα να με βρουν, και πολύ αμφιβάλλω αν αυτοί οι κύριοι θα τα καταφέρουν να με βρουν όταν θα πεθάνω, αφού δεν τα καταφέρνουν και τώρα που είμαι ζωντανός. Σπεύδω λοιπόν να το παραθέσω εδώ και τώρα, όσο ακόμα υπάρχει καιρός:
Ενθάδε κείται ο άνωθεν όστις όρθιος κάτωθεν
Πέθαινε τόσο κάθε ώρα που έζησε μέχρι τώρα.
Ο δεύτερος και τελευταίος στίχος ή μάλλον εκείνος που έπεται χωλαίνει λιγάκι, αλλά δεν πειράζει, θα μου συγχωρέσουν πολύ χειρότερα, όταν θα με έχουν ξεχάσει. Άμα καμιά φορά σταθείς τυχερός, πέφτεις πάνω σε πραγματική ταφή, με ζωντανούς να θρηνούν, και την περίεργη χήρα που προσπαθεί να ριχτεί κι αυτή στον λάκκο. Κι έπειτα σχεδόν πάντα εκείνη η χαριτωμένη ιστορία με το χώμα, αν και από την εμπειρία μου τίποτα δεν μοιάζει λιγότερο με χώμα από αυτές τις τρύπες, περισσότερο για λάσπη πρόκειται, άλλωστε ούτε κι ο νεκρός έχει να κάνει με κονιορτό, εκτός κι αν συμπτωματικά έχει αυτός, ή αυτή, πεθάνει σε φωτιά. Δεν έχει σημασία, το μικρό κόλπο με το χώμα είναι χαριτωμένο. Το νεκροταφείο του πατέρα μου δεν ήταν από τα αγαπημένα μου. Καταρχήν ήταν απομονωμένο, χαμένο κάπου στην εξοχή, στην πλαγιά ενός λόφου, κι έπειτα μικρό, πάρα πολύ μικρό.
Πράγματι ήταν σχεδόν γεμάτο, μερικές χήρες παραπάνω και θα τις έδιωχναν. Χίλιες φορές το Ohlsdorf, ιδίως το τμήμα του Linne στο πρωσικό έδαφος, με τα τετρακόσια εκτάρια καλοστοιβαγμένα πτώματα, παρόλο που δεν ήξερα κανέναν εκεί, μόνο τον Hagenbeck τον συλλέκτη άγριων ζώων που τον είχα ακουστά. Ένα λιοντάρι ήταν, αν θυμάμαι καλά, σκαλισμένο στο μνημείο του, ο θάνατος θα πρέπει να είχε για τον Hagenbeck την όψη λιονταριού. Αμάξια πάνε κι έρχονται, γεμάτα χήρους, χήρες, ορφανά κι όλα τα σχετικά. Άλση, μικρές σπηλιές και τεχνητές λιμνούλες με κύκνους προσφέρουν παρηγοριά στους απαρηγόρητους. Ήταν Δεκέμβρης ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο κρύο, η σούπα από χέλι μου είχε πέσει βαριά, φοβήθηκα ότι θα πεθάνω, έστριψα πλάι για να ξεράσω, τους ζήλευα.
Αλλά για να μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο, με το που πέθανε ο πατέρας, υποχρεώθηκα να φύγω από το σπίτι. Μόνο εκείνος με ήθελε στο σπίτι. Παράξενος άνθρωπος. Μια μέρα είπε, Αφήστε τον ήσυχο, κανέναν δεν ενοχλεί. Δεν ήξερε ότι τον άκουγα. Θα το είχε ξαναπεί, κι άλλες φορές, αλλά εγώ δεν βρέθηκα εκεί κοντά. Δεν υπήρχε περίπτωση να με αφήσουν να δω τη διαθήκη του, μου είπαν απλώς ότι μου είχε αφήσει το τάδε ποσό. Πάντα πίστευα και το πιστεύω ακόμα ότι στη διαθήκη του είχε ορίσει ρητά να με αφήσουν στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσα όπως κι όταν ζούσε εκείνος και να μου φέρνουν φαγητό, όπως γινόταν μέχρι τότε. Δεν αποκλείεται να το έθετε και ως όρο για τα υπόλοιπα. Υποθέτω ότι του άρεσε να με αισθάνεται κάτω από τη στέγη του, ειδάλλως γιατί να είχε εναντιωθεί στην εκδίωξή μου; Εκτός κι αν απλώς με λυπόταν. Αν και δεν το πιστεύω.
Σ’ εμένα έπρεπε να είχε αφήσει ολόκληρο το σπίτι, θα ήμασταν όλοι ευχαριστημένοι, κι εγώ και εκείνοι, θα τους είχα μαζέψει και θα τους έλεγα, Μείνετε, σας παρακαλώ, μείνετε, εδώ είναι το σπίτι σας. Ναι, του την έφεραν του πατέρα, αν βέβαια το είχε σκοπό πεθαίνοντας να με εξασφαλίσει. Όσο για τα χρήματα, για να λέμε και την αλήθεια, μου τα έδωσαν την επόμενη κιόλας μέρα μετά την ταφή. Μπορεί να τους ανάγκαζε ο νόμος. Τους είπα, Κρατήστε τα χρήματα κι αφήστε με να ζω εδώ, στο δωμάτιό μου, όπως όταν ζούσε ο Μπαμπάς. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του, συμπλήρωσα, μήπως και τους συγκινήσω. Αρνήθηκαν. Προσφέρθηκα να μπω στη δούλεψή τους, καθημερινά για λίγες ώρες, για τα μαστορέματα και τη συντήρηση που κάθε σπίτι έχει ανάγκη για να μη διαλυθεί. Μικροδουλειές που ακόμα χρειάζονται, το γιατί δεν το γνωρίζω. Τους πρότεινα μάλιστα συγκεκριμένα να περιποιούμαι το θερμοκήπιο. Ευχαρίστως θα πέρναγα τις ώρες μου εκεί, στα ζεστά φροντίζοντας τις ντομάτες, τους υακίνθους, τα γαρίφαλα, τα φυτώρια. Μόνο εγώ κι ο πατέρας μου σ’εκείνο το σπίτι καταλαβαίναμε από ντομάτες. Αρνήθηκαν. Κάποια μέρα βγαίνοντας από την τουαλέτα, βρήκα το δωμάτιό μου κλειδωμένο και τα υπάρχοντά μου στοιβαγμένα μπροστά από την πόρτα. Τούτο δίνει μια ιδέα και πόσο δυσκοίλιος ήμουν εκείνη την περίοδο. Από άγχος, έχω πλέον πεισθεί. Αλλά και πάλι, ήμουν άραγε όντως δυσκοίλιος; Για κάποιο λόγο νομίζω πως όχι. Κι όμως πρέπει να ήμουν, ειδάλλως πως να εξηγήσω ότι καθόμουν με τις ώρες στα αποχωρητήρια, βάσανο μεγάλο. Δεν διάβαζα, τουλάχιστον όχι περισσότερο εκείνες τις ώρες απ’ ό,τι τις υπόλοιπες, ούτε αφηνόμουν σε ονειροπολήσεις ή άλλες σκέψεις, μόνο βαριεστημένα στύλωνα το βλέμμα στο ημερολόγιο που κρεμόταν από ένα καρφί μπροστά στα μάτια μου, με τη χρωματιστή εικόνα ενός γενειοφόρου νέου μέσα σ’ένα κοπάδι πρόβατα, του Ιησού δίχως αμφιβολία, τραβούσα με τα χέρια τα κωλομέρια και φώναζα έι-όπ, έι-όπ, με τις κινήσεις κωπηλάτη, και μόνο μια σκέψη στο μυαλό, πότε θα επέστρεφα στο δωμάτιό μου για να οριζοντιωθώ. Τι θα μπορούσε να ήταν αν όχι δυσκοιλιότητα; Μήπως και την μπερδεύω με τη διάρροια; Είναι όλα συγκεχυμένα στο κεφάλι μου, νεκροταφεία και γάμοι και συσπάσεις κάθε λογής. Τα λιγοστά μου υπάρχοντα είχαν σχηματίσει βουναλάκι στο πάτωμα, μπροστά από την πόρτα.
Διακρίνω ακόμη τον μικρό σωρό σ’ένα κοίλωμα σκιάς μπροστά από το δωμάτιό μου. Εκεί έπρεπε να αλλάξω, στον λιγοστό χώρο που σχηματιζόταν από τους τρεις τοίχους, να βγάλω δηλαδή ρόμπα και νυχτικό και να βάλω ρούχα ταξιδιού, κάλτσες, κάλτσες, παντελόνι, πουκάμισο, σακάκι, παλτό και καπέλο, δεν μπορώ να σκεφτώ και τίποτε άλλο. Δοκίμασα και τις άλλες πόρτες, προτού φύγω από το σπίτι, γύρισα τα πόμολα και τράβηξα, ή έσπρωξα, αλλά καμία δεν υποχώρησε. Μία να είχα βρει ανοιχτή, θα είχα οχυρωθεί στο δωμάτιο, και μόνο με γκάζι θα με έβγαζαν έξω. Το ένιωθα πως ήταν, όπως συνήθως, όλοι σπίτι, το συνηθισμένο τσούρμο, αλλά δεν είδα όχι κανέναν. Τους φανταζόμουν κλειδαμπαρωμένους στα δωμάτιά τους, με τις αισθήσεις τους σε εγρήγορση.
Έπειτα να ορμούν στα παράθυρα και, στο άκουσμα της εξώπορτας που έκλεισε, να κοντοστέκονται πίσω από τις κουρτίνες, έπρεπε να την είχα αφήσει ανοιχτή. Ύστερα πόρτες ν’ανοίγουν διάπλατα και παιδιά, γυναίκες, άντρες να ξεχύνονται, και οι φωνές, οι αναστεναγμοί, τα χαμόγελα, τα χέρια, τα κλειδιά στα χέρια, τι ευλογημένη ανακούφιση, οι γνωστές προφυλάξεις, εάν αυτό τότε εκείνο, αλλά εάν εκείνο τότε αυτό, χαρά και αγαλλίαση σ’όλων τις καρδιές να καθίσουμε να φάμε, η απολύμανση μπορεί να περιμένει. Όλα πλάσματα της φαντασίας μου φυσικά, εγώ ήμουν ήδη φευγάτος, μπορεί τα πράγματα να εξελίχθηκαν διαφορετικά, αλλά και ποιος νοιάζεται πως εξελίχθηκαν τα πράγματα, εφόσον εξελίσσονται; Όλα εκείνα τα χείλη που με είχαν φιλήσει, οι καρδιές που με αγάπησαν (είναι ή όχι με την καρδιά που κάποιος αγαπά, ή μήπως τα μπερδεύω;), τα χέρια που έπαιξαν με τα δικά μου κι εκείνα τα πνεύματα που παραλίγο να με κατακτήσουν! Παράξενοι που είναι οι άνθρωποι. Καημένε μπαμπά, καλό κορόιδο θα είχε αισθανθεί εκείνη τη μέρα αν μπορούσε να με δει, να μας δει, κορόιδο για λογαριασμό μου εννοώ. Εκτός κι αν μέσα στην άσαρκη σοφία του είδε μακρύτερα από τον γιο του που είχε ακόμα με το πτώμα του να παιδευτεί.
Αλλά για να μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο, τη γυναίκα με την οποία συνδέθηκα μετά από λίγο την έλεγαν Λούλου. Ή τουλάχιστον έτσι με διαβεβαίωσε ή ίδια και δεν βλέπω τον λόγο να μου πει ψέματα, γι’αυτό το θέμα. Φυσικά, ποτέ κανείς δεν ξέρει. Μου αποκάλυψε επίσης και το οικογενειακό της όνομα, αλλά το έχω ξεχάσει. Έπρεπε να το είχα σημειώσει σ’ένα κομμάτι χαρτί, αγανακτώ όταν ξεχνώ τα ονόματα. Τη συνάντησα σ’ένα παγκάκι, στην όχθη του καναλιού, μάλλον ενός από τα κανάλια, καθώς η πόλη μας περηφανεύεται ότι έχει δύο, αν και ποτέ δεν ήξερα ποιο είναι ποιο. Το παγκάκι βρισκόταν σε πολύ καλή θέση, με την πλάτη σ’ένα λοφάκι από πετρωμένο χώμα και σκουπίδια, είχα λοιπόν τα νώτα καλυμμένα.
Τα πλευρά μου επίσης, εν μέρει, χάρη σε δύο δέντρα αιωνόβια, ή και μεγαλύτερα, νεκρά μάλλον, δεξιά κι αριστερά από το παγκάκι. Δίχως αμφιβολία, εκείνα τα δέντρα θα είχαν δώσει σε κάποιον την ιδέα για ένα κάποιον την ιδέα για ένα παγκάκι, κάποια ωραία μέρα που καταπράσινο θα θρόιζε το φύλλωμά τους. Μπροστά, λίγα μέτρα πιο κάτω, κυλούσε το κανάλι, αν τα κανάλια κυλούν, μη με ρωτάτε, συνεπώς κι από κείνη την πλευρά οι πιθανότητες ενός αιφνιδιασμού ήταν μικρές. Κι όμως με αιφνιδίασε. Ήταν μια νύχτα ζεστή κι εγώ, ξαπλωμένος, κοιτούσα μέσα από τα γυμνά κλαδιά που μπλέκονταν από πάνω μου εκεί όπου τα δύο δέντρα ενώνονταν για να στηρίξουν το ένα το άλλο, και ανάμεσα απ’τα σύννεφα που κυλούσαν, ένα κομμάτι έναστρου ουρανού, που πήγαινε κι ερχόταν. Κάνετε πιο πέρα, είπε εκείνη. Αρχικά σκέφτηκα να φύγω, όμως ήμουν κουρασμένος και δεν είχα που να πάω, γι αυτό και άλλαξα γνώμη. Μάζεψα λοιπόν λίγο τα πόδια μου κι εκείνη κάθισε.
Τίποτε άλλο δεν διημείφθη μεταξύ μας εκείνο το βράδυ, σύντομα σηκώθηκε και έφυγε δίχως να μου απευθύνει ξανά το λόγο. Μονάχα τραγουδώντας μέσα από τα δόντια της, σαν για τον εαυτό της, κι ευτυχώς δίχως λόγια, κάποια παλιά λαϊκά τραγούδια, αλλά με τρόπο τόσο αποσπασματικό, από το ένα στο άλλο πηδώντας και δίχως κανένα να ολοκληρώνει, που ακόμα κι εγώ το βρήκα παράξενο. Αν και φάλτσα, η φωνή της δεν ήταν δυσάρεστη. Η ανάσα μιας ψυχής που κουράζεται εύκολα δίχως ποτέ να ολοκληρώνει, ίσως, από όλες τις ψυχές, η λιγότερο ενοχλητική. Το παγκάκι το βαρέθηκε γρήγορα και όσο για μένα, δεν χρειάστηκε να μου ρίξει δεύτερη ματιά. στην πραγματικότητα ήταν μια γυναίκα άκρως επίμονη. Ήρθε ξανά την επομένη και την μεθεπομένη κι όλα κυλούσαν λίγο πολύ όπως πριν. Μπορεί και να ανταλλάξαμε δυο τρεις κουβέντες. Την επομένη έβρεχε και αισθάνθηκα ασφαλής. Λάθος μου πάλι. Τη ρώτησα αν είχε βαλθεί να μ’ενοχλεί κάθε απόγευμα. Σας ενοχλώ; είπε. Αισθάνθηκα τα μάτια της πάνω μου. Δεν θα έβλεπαν και πολλά, δυό βλέφαρα ίσως, μια υποψία μύτης και λίγο μέτωπο, σκοτεινά, γιατί ήταν σκοτάδι. Νόμιζα ότι ήμασταν άνετα, μου είπε. Μ’ενοχλείτε, είπα, δεν μπορώ να τεντωθώ όταν είστε εδώ. Ο γιακάς του παλτού μού έκρυβε το στόμα κι όμως εκείνη με άκουγε. Κι είναι ανάγκη να τεντώνεστε; είπε. Τελικά είναι λάθος να ανοίγεις διάλογο με τον άλλο. Γιατί δεν ακουμπάτε τα πόδια σας στα γόνατά μου; είπε. Δεν περίμενα να μου το πει δεύτερη φορά, ένιωσα κάτω από τις μίζερες γάμπες μου τα τροφαντά της μπούτια. Άρχισε να μου χαϊδεύει τους αστραγάλους.
Σκέφτηκα να την κλωτσήσω στο μουνί. Μιλάς στον άλλο για τέντωμα, και τι βλέπει, ένα σώμα απλωμένο σ’όλο του το μεγαλείο. Για την περίπτωσή μου όμως, στο έρημο από υπηκόους βασίλειό μου, η διάταξη του άθλιου σαρκίου μου ήταν το πιο αδιάφορο από όλα τα συμβάντα, δε με ενδιέφερε παρά πώς θα οριζοντιωθεί το πνεύμα, θα αμβλυνθεί το εγώ, κι όλα εκείνα τα κατάλοιπα από μισαρές φιοριτούρες που εν ολίγοις ονομάζουμε μή εγώ ή ακόμα και κόσμο. Αλλά ακόμα και σήμερα ένας άντρας στα είκοσι πέντε του είναι έρμαιο της στύσης, τον παρασύρει το σώμα, πότε πότε, είναι η κοινή μοίρα, ούτε εγώ ήμουν άτρωτος, αν εκείνο μπορούσε να θεωρηθεί στύση. Φυσικά δεν της διέφυγε, οι γυναίκες μυρίζονται έναν σηκωμένο φαλλό από χιλιόμετρα μακριά και αναρωτιούνται, Πώς διάολο με κατάλαβε από κει πέρα; Σε τέτοιες περιστάσεις κανείς δεν είναι πλέον ο εαυτός του, κι είναι οδυνηρό να μην είσαι πλέον ο εαυτός σου, ακόμα πιο οδυνηρό, αν είναι κάτι τέτοιο δυνατόν, από το να είσαι. Γιατί όταν είσαι γνωρίζεις τι να κάνεις για να γίνεις λιγότερο, όταν όμως δεν είσαι γίνεσαι οποιοσδήποτε, ανεπιστρεπτί. Για μένα αυτό που αποκαλούμε έρωτας μοιάζει μ’ εξορία, με μια κάρτα πότε πότε από την πατρίδα, τούτες τις σκέψεις κάνω απόψε. Όταν εκείνη τελείωσε και ανασυντάχθηκε το είναι μου, κατευνασμένο με τη βοήθεια αυτής της σύντομης νάρκης, βρέθηκε μονάχο. Μερικές φορές αναρωτιέμαι μήπως τα επινόησα όλα αυτά, μήπως στην πραγματικότητα τα πράγματα εξελίχθηκαν με τρόπο εντελώς διαφορετικό, με τρόπο που δεν μπορούσα παρά να λησμονήσω. Ωστόσο για μένα η εικόνα της παραμένει συνδεδεμένη μ’εκείνο το παγκάκι, όχι το παγκάκι τη μέρα, ούτε καν το παγκάκι τη νύχτα, αλλά το παγκάκι το σούρουπο, τόσο που εγώ, μιλώντας για το παγκάκι, όπως μου εμφανίστηκε εκείνο το σούρουπο, είναι σαν να μιλώ για κείνην, εγώ.
Όχι ότι αυτό αποτελεί απόδειξη, αλλά δεν επιδιώκω να αποδείξω τίποτα. Όσο για το παγκάκι στη διάρκεια της μέρας, να μη χάνω τα λόγια μου, ποτέ δεν με γνώρισε, έφευγα πολύ πριν ξημερώσει και δεν επέστρεφα παρά αφού είχε νυχτώσει. Ναι, στη διάρκεια της μέρας έψαχνα τροφή και εντόπιζα μέρη όπου θα μπορούσα ίσως να καταφύγω. Εάν με ρωτούσατε, και σίγουρα σας τρώει η περιέργεια, τί έκανα τα λεφτά που μου είχε αφήσει ο πατέρας μου, η απάντηση είναι τίποτα, δεν τα έκανα τίποτα, τα άφηνα μέσα στην τσέπη μου. Καθώς ήξερα ότι δεν θα έμενα για πάντα νέος, ότι το καλοκαίρι δεν κρατά παντοτινά, ούτε και το φθινόπωρο, μου το είπε η μίζερη ψυχή μου.
Τελικά της είπα ότι βαρέθηκα. Με ενοχλούσε υπερβολικά, ακόμα και απούσα. Με ενοχλεί ακόμα και τώρα, όχι όμως περισσότερο από άλλα. Και τι σημαίνει πια για μένα να μ’ενοχλούν, τίποτα, σχεδόν τίποτα, τί να σημαίνει, να με ενοχλούν, τι θα έκανα με τον εαυτό μου, αν δεν; Ναι, έχω αλλάξει τακτική για ένατη ή δέκατη φορά, με τούτη επιτέλους κερδίζω, ουδείς λόγος τώρα να μακρυγορήσω, όχι πρίν πέσει η αυλαία σε ενοχλημένους και παρενοχλούντες, τέρμα όλες αυτές οι φλυαρίες, όλα αυτά, για κείνην και τους άλλους, τα σκατά και τα παλάτια του ουρανού. Ώστε δεν θέλετε να έρχομαι πλέον εδώ, είπε εκείνη. Απίστευτο πως επαναλαμβάνουν αυτό πού μόλις είπες, λες και θα τους έριχναν στην πυρά αν πίστευαν στ’αυτιά τους. Της είπα να έρχεται πότε πότε. Εκείνη την περίοδο δεν καταλάβαινα τις γυναίκες. Και εξακολουθώ να μην τις καταλαβαίνω σ’αυτό το θέμα. Ούτε τους άντρες. Ούτε τα ζώα. καλύτερα κατανοώ τους πόνους, όμως τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Τους σκέφτομαι αναλυτικά και καθημερινά, δεν μου παίρνει και πολύ χρόνο, η σκέψη κινείται με ταχύτητα, αν και δεν βρίσκονται μόνο στο μυαλό μου, όχι όλοι. Ναι, υπάρχουν στιγμές, κυρίως τα απογεύματα, που γίνομαι συγκρητιστής, με τον τρόπο του Reinhold. Τι ισορροπία! Μολονότι μήτε και τους πόνους μου τους καταλαβαίνω απολύτως. Ίσως επειδή δεν είμαι μόνο πόνος, αλλά και κάτι άλλο. Εδώ έγκειται η δυσκολία. Έπειτα υποχωρούν εκείνοι, ή εγώ, και με γεμίζουν απορία και θαυμασμό, κοιταγμένοι από έναν καλύτερο πλανήτη. Όχι συχνά, δεν ζητώ όμως και περισσότερα. Μας την έφερε η ζωή! Πόσο θ απλοποιούνταν τα πράγματα αν ήμασταν μόνο πόνος! Οδυνάμενοι! Ευσεβείς πόθοι. Κάποια μέρα πάντως θα σας μιλήσω με λεπτομέρειες, αν το σκεφτώ, αν το μπορέσω, για τους αλλόκοτους πόνους μου, διακρίνοντας, χάριν σαφήνειας, σε κατηγορίες τους πόνους του μυαλού από της καδιάς, των αισθημάτων, της ψυχής (κανένας ομορφότερός τους) και τέλος για του σώματος, καταρχήν για τους εσωτερικούς ή λανθάνοντες κι έπειτα για όσους επηρεάζουν την επιφάνεια, αρχίζοντας από τα μαλλιά και το δέρμα του κρανίου και κατεβαίνοντας μεθοδικά, δίχως βιασύνες, μέχρι κάτω στα πόδια, έδαφος πρόσφορο για κάλους, κράμπες, πρηξίματα, χιονίστρες, χτυπημένα δάχτυλα, παρανυχίδες, πλατυποδία, μια κοινή φουσκάλα, το πόδι με τα ενωμένα δάχτυλα, το πόδι δίχως καμάρα κι άλλα παράδοξα. Και για όσους θα έχουν την ευγένεια να με ακούσουν θα πω με την ίδια ευκαιρία, και ακολουθώντας σύστημα που τον εμπνευστή του ξεχνώ, για κείνες τις στιγμές που, δίχως να είσαι ναρκωμένος, πιωμένος ή σε έκσταση, δεν αισθάνεσαι τίποτε απολύτως.
Φυσικά στη συνέχεια θα ήθελε να μάθει τι εννοούσα με το πότε πότε, να τι παθαίνεις άμα ανοίγεις το στόμα σου. Μια φορά την εβδομάδα; Κάθε δέκα μέρες; Κάθε δεκαπέντε; Απάντησα, πολύ πιο αραιά, πολύ πιο αραιά μέχρι καθόλου αν μπορούσε, κι αν δε μπορούσε, όσο το δυνατόν λιγότερο συχνά. Την επομένη (επιπλέον) εγκατέλειψα το παγκάκι, περισσότερο εξαιτίας του οφείλω να ομολογήσω και όχι εξαιτίας της, καθώς η τοποθεσία δεν ανταποκρινόταν πια στις απαιτήσεις μου, όσο ταπεινές κι αν ήταν, τώρα που ξεπάγιαζες από τον αέρα, και γι’ άλλους λόγους που καλύτερα να μη σπαταλήσω για μουνόπανα σαν κι εσάς, κατέφυγα λοιπόν σ’ έναν εγκαταλελειμένο στάβλο που είχα εντοπίσει σε κάποια από τις περιπλανήσεις μου. Βρισκόταν στην άκρη ενός χωραφιού που το σκέπαζαν περισσότερο τσουκνίδες παρά χορτάρι και περισσότερο λάσπη παρά τσουκνίδες, μα που το υπέδαφός του μπορεί να ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Μέσα σ’εκείνον τον στάβλο, σκεπασμένο από ξέρες και κούφιες σβουνιές που υποχωρούσαν μ’ έναν στεναγμό στο άγγιγμα του δαχτύλου, για πρώτη φορά στη ζωή μου, θα έλεγα και για τελευταία αν δε φοβόμουν ότι θα σπαταλούσα όλο το δηλητήριό μου, έπρεπε να παλέψω μ’ένα αίσθημα που σταδιακά έπαιρνε, προς μεγάλη μου έκπληξη, το τρομερό όνομα της αγάπης. Πού έγκειται η γοητεία της χώρας μας, εκτός του ότι είναι αραιοκατοικημένη, και τούτο μάλιστα δίχως τη βοήθεια αντισυλληπτικών, αν όχι στην πλήρη εγκατάλειψη, φτάνει να εξαιρέσεις τα απόσκατα της αρχαίας μας ιστορίας. Τούτα τ’ αναζητούμε με πάθος, τα ταριχεύουμε, και τα βγάζουμε στη λιτανεία.
Παντού, όπου ο αηδιασμένος ο χρόνος άφησε μια ωραία χοντρή σκατούλα θα βρείς πατριώτες με ξαναμμένα πρόσωπα να την εισπνέουν λαίμαργα, πεσμένοι στα τέσσερα. Παράδεισος για τους ασκεπείς. Ιδού λοιπόν η ευτυχία μου. Ξάπλωσε κάτω, μοιάζει να λένε όλα, ξάπλωσε κάτω και μείνε κάτω. Όχι ότι ανάμεσα σ’αυτά τα δύο διακρίνω κάποια σχέση. Κάποια όμως θα υπάρχει, ίσως και περισσότερες από μία, δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία. Αλλά ποια; Τι; Ναι, την αγάπησα, έτσι το ονόμασα, αλίμονο ακόμα το ονομάζω. Δεν είχα με τι να το συγκρίνω μια και δεν είχα αγαπήσει μέχρι τότε, φυσικά είχα ακουστά γι αυτό, στο σπίτι, στο σχολείο, στο μπουρδέλο και στην εκκλησία, και είχα διαβάσει σε μυθιστορήματα σε στίχους και πρόζα, με την καθοδήγηση του καθηγητή μου, σε έξι ή επτά γλώσσες, νεκρές και ζωντανές, γινόταν εκτενής αναφορά. Ήμουν συνεπώς σε θέση να δώσω παρά ταύτα ένα όνομα σ’αυτό που μου συνέβαινε όταν έπιασα τον εαυτό μου να χαράζει το όνομα Λούλου πάνω σε μια ξεραμένη κοπριά, ή ξαπλωμένος μπρούμυτα στη λάσπη μια νύχτα με φεγγάρι να ξεριζώνω τσουκνίδες.
Τσουκνίδες τεράστιες, σχεδόν δυό μέτρα ψηλές, ξαλάφρωνα όταν τις τραβούσα αν και δεν το συνήθιζα να συμπεριφέρομαι έτσι στ’ αγριόχορτα, αντιθέτως, θα τις έπνιγα στην κοπριά, αν είχα. Άλλο, τα λουλούδια. Η αγάπη βγάζει στον άνθρωπο τον χειρότερό του αυτό, ασυζητητί. Όμως και τι σόι αγάπη ήταν εκείνη; Πάθος ερωτικό; Δεν θα το έλεγα. Τότε δεν είναι που παθαίνεις πριαπισμό; Ή μήπως τούτο είναι μία διαφορετική παραλλαγή; Τόσες που υπάρχουν, δεν υπάρχουν; Όλες εξίσου, αν όχι περισσότερο, υπέροχες, έτσι δεν είναι; Η πλατωνική αγάπη, για παράδειγμα, ιδού μία που μου ήρθε τώρα στο μυαλό. Ανιδιοτελής. Μήπως την αγαπούσα πλατωνικά; Δεν θα το έλεγα. Θα χάραζα τ’ όνομά της πάνω σε μια ξεραμένη κοπριά αν η αγάπη μου είχε υπάρξει αγνή και ανιδιοτελής; Και με το διαβολεμένο μου δάχτυλο, επιπλέον, που μετά πιπιλούσα;
Ελάτε τώρα!
Σκεφτόμουν συνεχώς τη Λούλου, όνομα κι αυτό, το σιχάθηκα, θα της δώσω ένα άλλο, να της ταιριάζει περισσότερο, Άννα, για παράδειγμα, δεν της ταιριάζει περισσότερο, αλλά δεν πειράζει. Σκεφτόμουν λοιπόν την Άννα, εγώ που ποτέ δεν σκεφτόμουν τίποτα, τίποτα εκτός από τους πόνους μου, σκέψη σαν την αστραπή, ή τι έπρεπε να κάνω για να μην πεθάνω από την πείνα, το κρύο, ή την ντροπή, πάντως δεν σκεφτόμουν τους ζωντανούς έτσι (και τι να σημαίνει αυτό;), ό,τι κι αν είχα πει, ό,τι κι αν λέω, αντιθέτως ή αλλιώς, πάνω σ’αυτό το θέμα. Πάντα όμως μιλούσα, και αναμφίβολα πάντα θα μιλώ, για πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν, ή που υπήρξαν αν επιμένετε, και που αναμφίβολα πάντα θα υπάρχουν, αν και όχι με την έννοια που αποδίδω στην ύπαρξή τους.
Τα πηλήκια, για παράδειγμα, ποιος αμφισβητεί ότι υπάρχουν, τουναντίον λιγοστές είναι οι ελπίδες να εξαφανιστούν, εγώ όμως προσωπικά ποτέ δεν φόρεσα πηλήκιο. Έγραψα κάπου, Μου έδωσαν… ένα καπέλο. Στην πραγματικότητα δεν μου έδωσαν κανένα καπέλο, είχα πάντα το δικό μου καπέλο, το καπέλο που μου είχε δώσει ο πατέρας μου, και ποτέ δεν είχα άλλο καπέλο εκτός από το καπέλο αυτό. Θα συμπλήρωνα ότι με ακολούθησε μέχρι τον τάφο.
Σκεφτόμουν την Άννα τότε, για μεγάλα διαστήματα, για είκοσι, είκοσι πέντε λεπτά, ακόμα και μισή ώρα την ημέρα. Καταλήγω σ’αυτούς τους αριθμούς προσθέτοντας άλλους, μικρότερους. Φαίνεται ότι εγώ έτσι αγαπούσα. Να συμπεράνουμε λοιπόν πως ένιωθα για κείνην αγάπη πνευματική που, κάπου αλλού, με παρέσυρε σε τόσα παιδιαρίσματα; Δεν θα το έλεγα. Γιατί αν ήταν τέτοια η αγάπη μου, θα διασκέδαζα χαράζοντας το όνομά της -Άννα- σε ξεχασμένες αγελαδίσιες κοπριές; Ή θα ξερίζωνα αγριόχορτα με γυμνά χέρια; Και θα ένιωθα κάτω από το κεφάλι μου που χοροπήδαγε, τα μπούτια της να πάλλονται σαν δαιμονισμένα προσκεφάλια; Ελάτε τώρα! Για να τελειώσω, λοιπόν, να τελειώσω με αυτή την αθλιότητα, τουλάχιστον να το προσπαθήσω ένα βράδυ επέστρεψα στο παγκάκι, την ώρα που συνήθως ερχόταν εκείνη να με συναντήσει. Δεν έδωσε σημεία ζωής κι εγώ μάταια περίμενα.
Ήταν ήδη Δεκέμβρης, αν όχι Γενάρης, εποχικό το κρύο, που σημαίνει λογικό, όπως όλα τα εποχικά. Όμως άλλος είναι ο χρόνος του ρολογιού, άλλος του ουρανού και της γης που αλλάζουν, και άλλος πάλι της καρδιάς. Και με τη σκέψη τούτη γύρισα στο στάβλο για μια έξοχη νύχτα. Την επομένη πήγα νωρίτερα στο παγκάκι, πολύ νωρίτερα, μόλις που είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, νύχτα χειμωνιάτικη, κι όμως ήδη πολύ αργά, γιατί εκείνη βρισκόταν κιόλας εκεί, στο παγκάκι, κάτω από τα κλαδιά που λύγιζε η πάχνη, με την πλάτη γυρισμένη στο παγερό ύψωμα, τα μάτια στυλωμένα στο παγωμένο νερό. Σας το είπα, ήταν μία γυναίκα άκρως επίμονη. Δεν ένιωσα τίποτα. Για ποιο λόγο άραγε με καταδίωκε; Τη ρώτησα, δίχως να καθίσω, πηγαίνοντας πέρα δώθε. Κάτω από τον πάγο ξεπρόβαλλε ανάγλυφο το μονοπάτι. Μου απάντησε ότι δεν ήξερε. Τι έβλεπε σ’ εμένα, θα είχε τουλάχιστον την καλοσύνη να μου απαντήσει σ’αυτό, αν μπορούσε. Απάντησε ότι δεν μπορούσε. Φαινόταν ζεστά ντυμένη, τα χέρια της χωμένα σ’ ένα μανσόν. Κοίταξα το μανσόν και, θυμάμαι, μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Κι όμως ξεχνώ τι χρώμα ήταν. Δεν θα ήμουν στα καλά μου!
Πάντα έκλαιγα εύκολα, δίχως να ωφελούμαι στο ελάχιστο, μέχρι πριν από λίγο καιρό. Για να κλάψω όμως εκείνη τη στιγμή, θα έπρεπε να σφιχτώ μέχρι να μπλαβίσω, και πάλι ζήτημα ήταν αν θα έχυνα ένα δάκρυ. Δεν είμαι στα καλά μου! Έκλαιγα με τα πράγματα. Δίχως ωστόσο να νιώθω θλίψη. Όταν ξέσπαγα σε κλάματα δίχως λόγο εμφανή σήμαινε πως ασυναίσθητα κάπου είχε πέσει το μάτι μου. Αναρωτιέμαι λοιπόν αν όντως έφταιγε το μανσόν εκείνο το βράδυ ή μήπως περισσότερο το μονοπάτι, σκληρό σαν σίδερο λες και σκόνταφτε σε κοτρόνες το κάθε μου βήμα, ή κάτι άλλο, οτιδήποτε, που κατά τύχη πέρασε ασυναίσθητα και μου τσάκισε το ηθικό. Όσο για κείνην, θα μπορούσα κάλλιστα να μην της είχα ρίξει έως τότε ούτε ένα βλέμμα.
Καθόταν μαραμένη και ζαρωμένη, το κεφάλι πεσμένο, το μανσόν στην αγκαλιά και τα χέρια μέσα, με τις γάμπες σφιγμένες τη μία πάνω στην άλλη, και τις φτέρνες να αιωρούνται. Δίχως σχήμα, δίχως ηλικία, σχεδόν δίχως ζωή, θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε ή οποιαδήποτε, γριά ή και κορίτσι. Και ο τρόπος που συνέχιζε να λέει, δεν ξέρω, δεν μπορώ. Μόνο εγώ δεν ήξερα και δεν μπορούσα. Για μένα ήρθατε; τη ρώτησα. Κατάφερε να απαντήσει, ναι. Να με λοιπόν, είπα. Κι εγώ; Για κείνην δεν είχα έρθει; Να ‘μαστε λοιπόν, είπα. Κάθισα δίπλα της, αλλά πετάχτηκα αμέσως πάνω σαν ζεματισμένος. Θα ήθελα να έχω φύγει, να ξέρω αν είχαν όλα τελειώσει. Αλλά προτού φύγω, και για μεγαλύτερη σιγουριά, της ζήτησα να μου τραγουδήσει ένα τραγούδι. Στην αρχή νόμισα πως θα αρνηθεί, ήταν απλό, δεν θα τραγουδούσε, αλλά όχι, μετά από λίγο εκείνη άρχισε να τραγουδά και τραγούδησε για λίγο, μου φάνηκε πως έλεγε συνέχεια το ίδιο τραγούδι, δίχως ν’αλλάζει τίποτα στη στάση της. Το τραγούδι δεν το ήξερα, ούτε το είχα ξανακούσει και ούτε θα το ξανακούσω.
Κάτι είχε να κάνει με λεμονιές ή πορτοκαλιές, ξεχνώ τα υπόλοιπα, μόνο αυτό θυμάμαι, και δεν είναι λίγο για μένα, να θυμάμαι ότι είχε να κάνει με λεμονιές ή πορτοκαλιές, εγώ που ξεχνώ όλα τα τραγούδια που άκουσα στη ζωή μου, και δεν είναι λίγα, μοιάζει αδύνατον, πρακτικά αδύνατον εκτός κι αν είσαι κουφός, να διασχίζεις τον κόσμο, ακόμα και με τον δικό μου τρόπο, δίχως να ακούς να τραγουδούν, τίποτα δεν έχω συγκρατήσει ούτε μία λέξη, ούτε μία νότα, ή τόσο λίγες λέξεις, τόσο λίγες νότες, ώστε, ώστε αυτό, ώστε τίποτα, παρατράβηξε τούτη η πρόταση. Σηκώθηκα να φύγω, απομακρυνόμουν όταν την άκουσα να λέει κάποιο άλλο τραγούδι, ίσως και να ήταν άλλοι στίχοι από το ίδιο, έσβηνε όλο και περισσότερο καθώς απομακρυνόμουν, όλο και περισσότερο, μέχρι που χάθηκε, είτε επειδή το τραγούδι της είχε τελειώσει είτε επειδή εγώ είχα τόσο απομακρυνθεί, που δεν την άκουγα. Να με τρώει η αμφιβολία, ήταν κάτι που προτιμούσα να αποφεύγω εκείνη την εποχή. Φυσικά ζούσα βουτηγμένος στην αμφιβολία, με την αμφιβολία, αλλά αμφιβολίες τόσο ευτελείς όσο εκείνη, καθαρά οργανική όπως θα την έλεγαν ορισμένη, καλύτερα να διευκρινίζονταν χωρίς καθυστέρηση, ειδάλλως θα με τυραννούσαν επί βδομάδες τελικά σαν σκνίπες. Έκανα μερικά βήματα πίσω και σταμάτησα. Στην αρχή δεν άκουσα τίποτα, έπειτα ξανά τη φωνή, αλλά εξασθενημένη, μετά βίας έφτανε στ’ αυτιά μου. Στην αρχή δεν άκουσα, έπειτα ναι, πρέπει συνεχώς να είχα αρχίσει να την ακούω, από ένα σημείο και μετά, αλλά όχι, αρχή δεν υπήρχε, τόσο μαλακά αναδύθηκε ο ήχος από τη σιωπή που δεν ξεχώρισε από αυτήν. Όταν η φωνή επιτέλους σταμάτησε, πλησίασα λίγο κοντύτερα για να βεβαιωθώ ότι όντως είχε σταματήσει κι όχι απλώς χαμηλώσει. Έπειτα με απελπισία, λέγοντας,
Πώς να ξέρω, πώς να ξέρω, αν δεν είμαι δίπλα της, σκυμμένος πάνω της, έκανα στροφή επιτόπου και έφυγα, για τα καλά, γεμάτος αμφιβολίες. αλλά μερικές βδομάδες αργότερα, περισσότερο νεκρός παρά ζωντανός απ’ότι συνήθως, επέστρεψα στο παγκάκι, για τέταρτη ή πέμπτη φορά αφότου το εγκατέλειψα, περίπου την ίδια ώρα, εννοώ ότι ο ουρανός ήταν περίπου ο ίδιος, όχι, ούτε αυτό εννοώ, γιατί ο ουρανός είναι πάντα ο ίδιος και ποτέ ο ίδιος ουρανός, αν υπάρχουν λέξεις γι αυτά, εγώ δεν γνωρίζω καμία, τελεία και παύλα. Εκείνη δεν ήταν εκεί, έπειτα ξαφνικά ήταν, δεν ξέρω πως, δεν την είδα να έρχεται, ούτε την άκουσα, κι ας ήμουν όλος μάτια κι αυτιά. Ας πούμε πως έβρεχε, ευπρόσδεκτη η αλλαγή, ακόμα κι αν πρόκειται μόνο για τον καιρό. Κρατούσε μια ανοιχτή ομπρέλα, πράγμα φυσικό, τί εξοπλισμός. Τη ρώτησα αν ερχόταν κάθε βράδυ. Όχι, είπε, πότε πότε μονάχα. Το παγκάκι έσταζε νερά, περπατούσαμε πάνω κάτω δίχως να τολμούμε να καθίσουμε.
Της έπιασα το χέρι, από περιέργεια κυρίως, να δω αν θα μου έδινε κάποια ευχαρίστηση, δεν μου έδωσε καμία, το άφησα. Προς τι όμως όλες αυτές οι λεπτομέρειες; Να κερδίσω χρόνο, μέχρι τη διαβολική στιγμή. Βλέποντας πιο καθαρά το πρόσωπό της μου φάνηκε κανονικό, ένα πρόσωπο σαν εκατομμύρια άλλα. Τα μάτια της αλληθώριζαν, αλλά κι αυτό θα το καταλάβαινα αργότερα. Δεν έμοιαζε ούτε νεανικό ούτε γερασμένο, το πρόσωπο, ούτε φρέσκο ούτε μαραζωμένο, κάτι ανάμεσα. Αμφισημία που με δυσκολία ανεχόμουν εκείνη την εποχή. Τώρα εάν ήταν όμορφο, το πρόσωπο, ή εάν κάποτε είχε υπάρξει όμορφο, ή αν θα μπορούσε να γίνει πειστικά όμορφο, ομολογώ πως γνώμη δεν μπορώ να εκφέρω. Πρόσωπα είχα δει σε φωτογραφίες που ίσως και να τα είχα θεωρήσει όμορφα αν ήξερα έστω και αόριστα τι υποτίθεται ότι ήταν η ομορφιά. Και το πρόσωπο του πατέρα μου, στο νεκρικό κρεβάτι, μου είχε φανεί μια αναφορά σε κάποια μορφή αισθητικής σχετικής με τα ανθρώπινα. Τα πρόσωπα όμως των ζωντανών, όλο μορφασμούς και εξάψεις, είναι δυνατόν να περιγραφούν ως αντικείμενα;
Παρά το σκοτάδι και την ταραχή μου σάστιζα με το νερό, στάσιμο ή μόλις που κυλούσε, ανασηκωνόταν προς το άλλο που έπεφτε από τον ουρανό, σαν διψασμένο. Με ρώτησε αν θα μου άρεσε να μου τραγουδήσει κάτι. Απάντησα όχι, θα ήθελα να μου πει κάτι. Υπέθεσα ότι θα μου έλεγε πως δεν έχει τίποτα να πει, θα ήταν μια απάντηση που θα της πήγαινε, ένιωσα λοιπόν ευχάριστη έκπληξη όταν μου είπε ότι είχε ένα δωμάτιο, πολύ ευχάριστη έκπληξη, αν και το υπέθετα. Ποιος δεν έχει ένα δωμάτιο; Ω, ακούω την κατακραυγή. Έχω δύο δωμάτια, είπε εκείνη. Τελικά πόσα δωμάτια έχετε; είπα. Μου είπε ότι είχε δύο δωμάτια και κουζίνα. Όσο περνούσε η ώρα το οικοδόμημα επεκτεινόταν σταθερά σε λίγο θα θυμόταν ότι είχε και μπάνιο. Δύο δωμάτια; άκουσα καλά, είπα. Ναι, είπε εκείνη. Συνεχόμενα; είπα εγώ. Επιτέλους κάτι που θα μπορούσε να θεωρηθεί και συζήτηση. Τα χωρίζει η κουζίνα, είπε εκείνη. Τη ρώτησα γιατί δεν μου το είχε πει πρωτύτερα. Είχα μάλλον ξεπεράσει τον εαυτό μου, εκείνη την εποχή. Δεν αισθανόμουν άνετα όταν ήμουν μαζί της, τουλάχιστον όμως έτσι μπορούσα να μη σκέφτομαι μόνο εκείνη αλλά κι άλλα πράγματα, τα παλιά έμπιστα πράγματα, έτσι σιγά σιγά σαν σκαλοπάτια που κατεβαίνουν σε ένα βαθύ, τίποτα. Ελευθερία που ήξερα πως θα έχανα μακριά της.
Στην πραγματικότητα τα δωμάτια ήταν δύο, τα χώριζε η κουζίνα, δεν μου είχε πει ψέματα. Μου είπε ότι θα έπρεπε να είχα φέρει τα πράγματά μου. Της εξήγησα ότι δεν είχα πράγματα. Και για όποιον ενδιαφέρεται βρισκόμασταν στον τελευταίο όροφο ενός παλιού σπιτιού, με θέα τα βουνά. Άναψε μια λάμπα πετρελαίου. Δεν έχετε ηλεκτρικό; είπα. Όχι, είπε εκείνη, έχω όμως τρεχούμενο νερό και γκάζι. Α, έτσι, είπα, έχετε γκάζι. Άρχισε να ξεντύνεται. Όταν δεν ξέρουν τι άλλο να κάνουν ξεντύνονται, δίχως αμφιβολία η πιο σοφή κίνηση. Τα έβγαλε όλα με μια βραδύτητα που θα μπορούσε να ανάψει και ελέφαντα, άφησε μόνο τις κάλτσες της, υπολογίζοντας προφανώς ότι ο πόθος μου θα φουντώσει. Τότε παρατήρησε ότι ήταν αλλήθωρη. Ευτυχώς που δεν ήταν η πρώτη γυναίκα που έβλεπα γυμνή, μπορούσα λοιπόν να μείνω, ξέροντας πως δεν πρόκειται να εκραγεί. Ζήτησα να δω το άλλο δωμάτιο που δεν είχα δει ακόμα. Αλλά και να το είχα δει, θα ζητούσα να το ξαναδώ. Εσείς δεν θα ξεντυθείτε, είπε. Ξέρετε, είπα, σπανίως ξεντύνομαι. Κι ήταν αλήθεια. Δεν ήμουν από κείνους που πετούν τα ρούχα τους με ευκολία. Συνήθως βγάζω τις μπότες μου για να πέσω στο κρεβάτι, εννοώ όταν συγκροτήσω το είναι μου (συγκροτήσω!) για να κοιμηθεί, πιθανόν και κάποιο άλλο από τα πανωφόρια μου, αναλόγως την εξωτερική θερμοκρασία.
Αναγκάστηκε λοιπόν για να μη φανεί αγενής, να ρίξει κάτι πάνω της και να μου φωτίσει τον δρόμο. Διασχίσαμε την κουζίνα. Θα μπορούσαμε να είχαμε πάει και από τον διάδρομο, αργότερα το κατάλαβα, πήγαμε όμως από την κουζίνα, ποιος ξέρει γιατί, μπορεί να ήταν και ο συντομότερος δρόμος. Κοίταξα το δωμάτιο με φρίκη. Τέτοια πυκνότητα επίπλων ούτε στον χειρότερό μου εφιάλτη. Το είχα ξαναδεί το δωμάτιο, δίχως άλλο, κάπου αλλού.
Τι είναι τούτο; κραύγασα. Το σαλόνι, είπε εκείνη. Τι σαλόνι! Άρχισα να βγάζω τα έπιπλα από την πόρτα στον διάδρομο. Με παρακολουθούσε, λυπημένη φαντάζομαι, αν και όχι απαραιτήτως. Με ρώτησε τι έκανα. Φαντάζομαι ότι δεν περίμενε απάντηση. Τα έβγαλα ένα ένα, ή και δυο δυο μαζί, και τα στοίβαξα μπροστά στον τοίχο του διαδρόμου. Εκατοντάδες κομμάτια, μικρά και μεγάλα, στο τέλος έφραξαν την πόρτα, καθιστώντας την έξοδο αδύνατη, πόσο μάλλον την είσοδο, από και προς τον διάδρομο. Η πόρτα μπορούσε να ανοίξει και να κλείσει, γιατί άνοιγε προς τα μέσα, είχε γίνει όμως απροσπέλαστη. Για να μην πω τίποτα χειρότερο. Τουλάχιστον βγάλτε το καπέλο σας, είπε εκείνη. Για το καπέλο μου θα μιλήσω διεξοδικά, αλλά κάποια άλλη στιγμή. Τελικά το δωμάτιο άδειασε εκτός από έναν καναπέ και μερικά ράφια καρφωμένα στον τοίχο. Εκείνον τον έσυρα στο βάθος του δωματίου, δίπλα στην πόρτα, και τα άλλα την επομένη τα κατέβασα και τα έβγαλα έξω στον διάδρομο μαζί με τα υπόλοιπα.
Την ώρα που τα κατέβαζα, παράξενο τι θυμάμαι, άκουσα τη λέξη ινώδης ή σπογγώδης, δεν ξέρω ποια, ποτέ δεν έμαθα τι σήμαινε, ούτε και είχα την περιέργεια να μάθω. Τι πράγματα θυμάται κανείς! Και καταγράφει! Όταν είχαν όλα επιτέλους τακτοποιηθεί, σωριάστηκα στον καναπέ. Δεν είχε κουνήσει ούτε το μικρό της δαχτυλάκι για να με βοηθήσει. Θα φέρω σεντόνια και κουβέρτες, είπε εκείνη. Για σεντόνια ούτε που ήθελα να ακούσω. Δεν θα μπορούσατε να τραβήξετε την κουρτίνα; είπα. Το παράθυρο είχε καλυφθεί από πάγο. Όχι πως ήταν λευκό, μέσα στη νύχτα, αλλά πάντως αμυδρά αντιφέγγιζε. Στιλπνότητα παγερή, που αν και ξάπλωνα με τα πόδια στην πόρτα, δεν μπορούσα να αντέξω.
Ξαφνικά σηκώθηκα κι άλλαξα θέση στον καναπέ, τον γύρισα λοιπόν από την ανάποδη, οπότε η ράχη του, που μέχρι τότε ακουμπούσε στον τοίχο, βρέθηκε τώρα από την έξω μεριά, συνεπώς η μπροστινή, η ανοιχτή πλευρά από τη μέσα. Έπειτα σκαρφάλωσα εκεί, σαν το σκυλί στο καλάθι του. Θα σας αφήσω τη λάμπα, είπε εκείνη, θερμά όμως την παρακάλεσα να την πάρει μαζί της. Κι αν χρειαστείτε κάτι μέσα στη νύχτα, είπε εκείνη. Ήταν έτοιμη να πιάσει πάλι την κουβέντα, το ένιωθα. Ξέρετε πού είναι η τουαλέτα; είπε εκείνη. Είχε δίκιο, το είχα ξεχάσει. Δεν είναι κι άσχημα να ανακουφίζεσαι στο κρεβάτι, μετά όμως ξεβολεύεσαι. Δώστε μου ένα δοχείο νυκτός, είπα. Αλλά δεν είχε. Έχω μια καρέκλα με δοχείο, είπε εκείνη. Είδα τη γιαγιά να κάθεται μεγαλοπρεπής και άκαμπτη, μόλις θα την είχε αγοράσει, με συγχωρείτε, μόλις θα την είχε πάρει σε φιλόπτωχη αγορά,, ίσως και να την κέρδισε σε λοταρία, κομμάτι εποχής, και τώρα τη δοκίμαζε, βάζοντας τα δυνατά της, με την κρυφή ελπίδα κάποιος να μπορούσε να τη δει. Να καθυστερούμε, αυτός ήταν ο σκοπός. Κάποιο παλιό σκεύος, είπα, δεν έχω ακράτεια. Επέστρεψε με κάτι που έμοιαζε με κατσαρόλα, της έλειπε το μακρύ χερούλι, είχε σχήμα οβάλ με δυο λαβές και καπάκι. Η χύτρα μου, είπε. Το καπάκι δεν το χρειάζομαι, είπα. Δεν χρειάζεστε το καπάκι; είπε εκείνη. Αν είχα πει ότι το χρειαζόμουν, θα είχε πει, Να το κάνετε τι; Έβαλα το σκεύος κάτω από την κουβέρτα, μου αρέσει κάτι να κρατώ όταν κοιμάμαι, με καθησύχαζε και το καπέλο μου ήταν ακόμα μούσκεμα.
Γύρισα στον τοίχο. Πήρε τη λάμπα από το περβάζι του τζακιού όπου είχε ακουμπήσει, καλύτερα να ακριβολογούμε, με κάθε λεπτομέρεια, η παλλόμενη σκιά της έπεσε πάνω μου, νόμισα ότι έφυγε, αλλά όχι, πλησίασε στη ράχη του καναπέ κι έσκυψε από πάνω μου. Όλα οικογενειακή περιουσία, είπε. Στη θέση της θα είχα φύγει στις μύτες των ποδιών, εκείνη όμως δεν έκανε βήμα. Η αγάπη μου είχε αρχίσει άλλωστε να φθίνει κι αυτό ήταν που μετρούσε. Ναι, ήδη αισθανόμουν καλύτερα, σύντομα θα ήμουν έτοιμος και πάλι για τις αργές καταβάσεις, για τις βαθιές καταδύσεις, που τόσο στερήθηκα εξαιτίας της. Και είχα μόλις μετακομίσει! Προσπαθήστε τώρα να με πετάξετε έξω, είπα. Σαν να μην καταλάβαινα τι σήμαιναν αυτές οι λέξεις, σαν να μην άκουγα καν τον σύντομο ήχο τους, παρά μόνο δευτερόλεπτα αφότου τις είχα ξεστομίσει.
Είχα τόσο ξεσυνηθίσει να μιλώ, που το στόμα μου άνοιγε μερικές φορές, από μόνο του, αρθρώνοντας λέξεις ή και φράσεις, σωστά συντεταγμένες αλλά εντελώς στερημένες αν όχι νοήματος, γιατί ο προσεκτικός θα ανακάλυπτε κι ένα και περισσότερα, πάντως ερείσματος. Άκουγα όμως την κάθε λέξη μόλις αποσωνόταν. Ποτέ άλλοτε η φωνή μου δεν άργησε τόσο πολύ να με φτάσει όπως σε τούτη την περίσταση. Έστριψα και κοίταξα πάνω από τον ώμο μου για να δω τι συμβαίνει. Εκείνη χαμογελούσε. Έπειτα από λίγο έφυγε παίρνοντας μαζί της τη λάμπα. Άκουσα τα βήματά της στην κουζίνα και μετά την πόρτα του δωματίου της να κλείνει πίσω της. Γιατί πίσω της; Επιτέλους μόνος, επιτέλους στο σκοτάδι. Αρκετά όμως. Είχα την εντύπωση ότι με περίμενε μια ήσυχα νύχτα, αν και βρισκόμουν σε ξένο περιβάλλον, αλλά όχι, η νύχτα μου ήταν πολύ ταραγμένη. Το επόμενο πρωί ξύπνησα ξεθεωμένος, τα ρούχα μου άνω κάτω, η κουβέρτα επίσης, και με την Άννα πλάι μου, φυσικά, γυμνή. Ανατριχιάζω με τα καμώματά της. Κρατούσα ακόμα τη χύτρα. Δεν είχε χρησιμεύσει. Κοίταξα το μόριό μου. Αν είχε στόμα να μιλήσει! Αρκετά όμως. Αυτή ήταν η ερωτική μου νύχτα.
Σταδιακά εγκαταστάθηκα σ’εκείνο το σπίτι. Εκείνη μου έφερνε τα γεύματά μου στις συμφωνημένες ώρες, έριχνε πότε πότε καμιά ματιά μέσα για να βεβαιωθεί ότι όλα ήταν εντάξει ή αν χρειαζόμουν κάτι, άδειαζε τη χύτρα μια φορά τη μέρα και μια φορά το μήνα συγύριζε το δωμάτιο. Δεν μπορούσε πάντα να αντισταθεί στον πειρασμό και μου μιλούσε, αλλά γενικά δε μου έδινε λαβή για παράπονο. Κάποιες φορές την άκουγα να τραγουδά στο δωμάτιό της, το τραγούδι διαπερνούσε την πόρτα της, έπειτα την κουζίνα, έπειτα την πόρτα μου, κι έτσι έφτανε ως εμένα, ξεψυχισμένο αλλά αδιαφιλονίκητο. Εκτός κι αν ερχόταν από τον διάδρομο. δεν με ξεβόλευε και πολύ το περιστασιακό τούτο άκουσμα του τραγουδιού.
Μια μέρα της ζήτησα να μου φέρει έναν υάκινθο, ζωντανό, σε γλάστρα. Τον έφερε και τον έβαλε πάνω στο τζάκι, το μοναδικό άλλωστε μέρος του δωματίου που μπορούσες πλέον να ακουμπήσεις κάτι, εκτός κι αν το άφηνες στο πάτωμα. Δεν πέρασε ούτε μια μέρα δίχως να τον κοιτάξω. Στην αρχή πήγαινε καλά, πέταξε μάλιστα κι ένα δυο μπουμπούκια, έπειτα παρέδωσε και δεν απόμεινε παρά ένας μαραμένος μίσχος με μαραμένα φύλλα. Ο βολβός, ο μισός έξω από το χώμα λες και αποζητούσε οξυγόνο, μύριζε άσχημα. Θέλησε να το πάρει, της είπα όμως να το αφήσει εκεί. Θέλησε να μου φέρει ένα άλλο, της είπα όμως ότι δεν ήθελα ένα άλλο.
Περισσότερο με ενοχλούσαν κάποιοι άλλοι ήχοι, πνιχτά γελάκια και βογγητά, που γέμιζαν το οίκημα συγκεκριμένες ώρες τη νύχτα, ακόμα και τη μέρα. Δεν τη σκεφτόμουν πια καθόλου, σχεδόν καθόλου, είχα όμως πάντα ανάγκη από σιωπή, για να ζήσω τη ζωή μου. Μάταια αναζήτησα κάποιες λογικές εξηγήσεις πως είναι του αέρα να μεταφέρει τις κραυγές του κόσμου, αναπόφευκτα λοιπόν και βογγητά και πνιχτά γελάκια, δεν ησύχαζα. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν πάντα ο ίδιος κύριος ή πάνω από ένας. Τόσο που μοιάζουν τα πνιχτά γελάκια των εραστών και τα βογγητά τους. Αισθανόμουν τέτοια φρίκη για τα ασήμαντα αυτά μπερδέματα, που διέπραττα πάντα το ίδιο λάθος να επιδιώκω να τα ξεκαθαρίσω. Μου πήρε πολύ καιρό, ίσως και μια ζωή, για να συνειδητοποιήσω ότι το χρώμα ενός ματιού μισοϊδωμένου, ή η πηγή ήχου μακρινού, είναι κοντύτερα στην Giudecca μέσα στην κόλαση της άγνοιας από την ύπαρξη του Θεού, ή τις καταβολές του πρωτοπλάσματος, ή και την ύπαρξη του εαυτού, και δεν αξίζει ο μυαλωμένος μ’αυτά να ασχολείται.
Σου παίρνει μια ζωή για να καταλήξεις στο παρήγορο τούτο συμπέρασμα κι έπειτα δεν σου μένει και πολύς καιρός να επωφεληθείς. Με βοήθησε λοιπόν αισθητά όταν, στην ερώτησή μου πήρα την απάντηση πως δεχόταν πελάτες εναλλάξ. Θα μπορούσα προφανώς να είχα σηκωθεί και να είχα κοιτάξει από την κλειδαρότρυπα. Αλλά και τι μπορείτε να δείτε, όχι, σας ρωτώ, μέσα από τέτοιες τρύπες;
Ζείτε λοιπόν από την πορνεία, είπα. Ζούμε από την πορνεία, είπε εκείνη. Δεν θα μπορούσατε να τους ζητήσετε να κάνουν λιγότερο θόρυβο; είπα, σαν να την είχα πιστέψει. Και συμπλήρωσα, ή διαφορετικό θόρυβο. Δεν μπορούν να σταματήσουν τα αχ και τα βαχ, είπε εκείνη. Τότε θα φύγω, είπα. Βρήκε κάτι παλιές κουρτίνες μέσα στην οικογενειακή παλιατσαρία και τις κρέμασε μπροστά από τις πόρτες, τη δική μου και τη δική της. Τη ρώτησα αν γινόταν να έχω πότε πότε κανένα άγριο καρότο. Άγριο καρότο! κράυγασε, λες κι είχα ζητήσει για φαγητό μικρό εβραίο.
Της υπενθύμισα ότι η εποχή τους σχεδόν είχε περάσει κι αν μπορούσε, προτού περάσει, να με ταΐζει μόνο με άγρια καρότα θα της ήμουν ευγνώμων. Μου αρέσουν τα άγρια καρότα γιατί έχουν την ίδια γεύση με τις βιολέτες και οι βιολέτες επειδή έχουν την ίδια μυρωδιά με τα άγρια καρότα. Αν δεν υπήρχαν άγρια καρότα στη γη οι βιολέτες θα με άφηναν αδιάφορο και αν δεν υπήρχαν βιολέτες τα άγρια καρότα θα με απασχολούσαν όσο τα γογγύλια και τα ραπάνια, ελάχιστα. Αλλά ακόμα και με την παρούσα κατάσταση της χλωρίδας, που άγρια καρότα και βιολέτες τα καταφέρνουν και συνυπάρχουν στον πλανήτη, κάλλιστα θα μπορούσα να ζήσω και δίχως αυτά, κάλλιστα. Κάποια μέρα είχε την αναίδεια να μου ανακοινώσει ότι περίμενε παιδί, όχι από κανέναν άλλον, ήταν ήδη τεσσάρων ή πέντε μηνών έγκυος, αλλά από μένα. Γύρισε στο πλάι να δω την κοιλιά της. Ξεντύθηκε μάλιστα, προφανώς για να με πείσει ότι δεν έκρυβε μαξιλάρι κάτω από τη φούστα της, αλλά και επειδή της άρεσε απλώς να ξεντύνεται. Μπορεί να είναι ανεμογκάστρι, της είπα, με ύφος καθησυχαστικό. Κάρφωσε πάνω μου τα μεγάλα της μάτια που το χρώμα τους ξεχνώ, ή μάλλον το ένα της μεγάλο μάτι, γιατί το άλλο είχε ξεμείνει στα υπολείμματα του υακίνθου. Γυμνή γινόταν πιο αλλήθωρη.
Κοιτάξτε, είπε, και σκύβοντας τα στήθη της κρέμασαν, οι ρώγες άρχισαν να σκουραίνουν. Επιστράτευσα όση δύναμη μου είχε απομείνει και είπα, Ρίξτε το, ρίξτε το, και θα γίνουν πάλι ροδαλές. Είχε τραβήξει τις κουρτίνες για να φαίνονται καλύτερα όλες οι καμπυλότητές της. Είδα το βουνό, αδιάβατο, σπηλαιώδες, μυστικό, όπου ολημερίς δεν θα άκουγα παρά μόνο τον άνεμο, τα θαλασσινά πουλιά, τα μεταλλικά χτυπήματα των εργατών που μακριά έσπαγαν πέτρες.
Θα έβγαινα όσο ήταν μέρα ανάμεσα στα ρείκια και τα σπάλαθρα, ζέστη νοτισμένη από μυρωδιές, τη νύχτα θα κοίταγα από μακριά τα φώτα της πόλης, αν το ‘θελα, και τα άλλα φώτα, των φάρων και των φαρόπλοιων που είχε ονομάσει για χάρη μου ο πατέρας, όταν ήμουν μικρός, και θα ξανάβρισκα τα ονόματά τους στη μνήμη μου, αν το ‘θελα, τα γνώριζα. Από κείνη τη μέρα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο, στο χειρότερο και στο μη χειρότερα. Όχι ότι με παραμελούσε, δε θα με παραμελούσε ποτέ εντελώς, αλλά ο τρόπος που συνέχιζε να με βασανίζει με το παιδί “μας”, επιδεικνύοντας την κοιλιά και τα στήθη και λέγοντας ότι αναμενόταν ανά πάσα στιγμή, το ένιωθε ήδη να πηδά. Αν πηδά, είπα, δεν είναι δικό μου. Θα μπορούσε να είναι και πολύ χειρότερα, σ’εκείνο το σπίτι, είναι αλήθεια, φυσικά μπορεί να μην ήταν το ιδεώδες, δεν υποτιμούσα όμως και τα πλεονεκτήματά του. Δίσταζα να φύγω, τα φύλλα είχαν ήδη αρχίσει να πέφτουν, τρέμω τον χειμώνα. Αν και γιατί να τρέμεις τον χειμώνα, έχει κι αυτός τις καλοσύνες του, το χιόνι κρατά ζέστη και πνίγει το σαματά και οι χλωμές μέρες δεν αργούν να τελειώσουν. Τότε όμως δεν ήξερα ακόμη πόσο τρυφερή μπορεί να είναι η γη σ’εκείνους που δεν έχουν παρά μόνο αυτή και πόσοι είναι οι τάφοι στο δόσιμό της, για τους ζωντανούς. Η γέννηση με αποτελείωσε. Με ξύπνησε. Τι πρέπει να πέρναγε κι εκείνο το βρέφος! Φαντάζομαι ότι πρέπει να είχε και κάποια γυναίκα μαζί της, γιατί νομίζω πως άκουγα βήματα στην κουζίνα πάνω κάτω.
Το έφερα βαρέως να φύγω από το σπίτι δίχως να με έχουβ διώξει. Σκαρφάλωσα πάνω από τη ράχη του καναπέ, έβαλα το παλτό, το αδιάβροχο και το καπέλο μου, δεν μπορώ να σκεφτώ και τίποτ’ άλλο, έδεσα τις μπότες μου κι άνοιξα την πόρτα του διαδρόμου. Ένας σωρός από παλιοπράγματα μου έφραζε τον δρόμο, τα παραμέρισα όμως κι άνοιξα δρόμο τελικά, παρά τον σαματά. Γάμος ήταν η λέξη που χρησιμοποίησα, γιατί ήταν έτσι κι αλλιώς κάποιο είδος ένωσης. Οποιαδήποτε προφύλαξη θα είχε αποδειχτεί περιττή, τίποτα δεν μπορούσε να καλύψει εκείνες τις κραυγές. Πρέπει να ήταν το πρώτο της. Με καταδίωκαν μέχρι τις σκάλες και έπειτα έξω στον δρόμο. Μπροστά από την πόρτα κοντοστάθηκα και αφουγκράστηκα. Ακούγονταν κι εκεί. Αν δεν ήξερα ότι υπήρχαν κραυγές στο σπίτι ίσως και να μην τις άκουγα.
Γνωρίζοντάς το όμως τις άκουγα. Δεν ήξερα με βεβαιότητα που βρισκόμουν. Κοίταξα ανάμεσα στ’ άστρα και στους αστερισμούς για τις Άρκτους, δεν μπορούσα όμως να τις βρω. Κι όμως εκεί θα ήταν.
Πρώτος ο πατέρας μου τις είχε δείξει. Μου είχε δείξει κι άλλους, αλλά μονάχος, δίχως εκείνον πλάι μου, μόνο τις Άρκτους μπορούσα να βρω. Άρχισα να παίζω με τις κραυγές, όπως είχα παίξει με το τραγούδι, μπρος, πίσω, μπρος, πίσω, αν τούτο μπορεί να ονομαστεί παιχνίδι. Όσο προχωρούσα δεν τις άκουγα, τις σκέπαζαν τα βήματα.
Αλλά μόλις σταματούσα τις άκουγα και πάλι, ίσως λίγο πιο εξασθενημένες κάθε φορά, εντάξει, αλλά τι σημασία έχει, εξασθενημένη ή δυνατή, μια κραυγή είναι μια κραυγή, και το μόνο που έχει σημασία είναι ότι πρέπει κάποτε να σταματήσει. Για χρόνια πίστευα ότι θα σταματούσαν. Τώρα δεν το πιστεύω πια. Θα μπορούσα πιθανόν να είχα ξαναγαπήσει. Αν και, ή αγαπάς ή δεν αγαπάς.
Samuel Beckett, Η πρώτη αγάπη, μετάφραση: Εριφύλλη Μαρωνίτη, Εκδόσεις Πατάκη,
Πηγή: vivliodiadromes
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου