[...] Οι άνθρωποι. Ένας μόνο, κι ύστερα άλλοι. Ένας, στραμμένος προς τον πανανίσχυρο, τον πανάμαθο, ποὺ τον καταδιώκει, κι ύστερα άλλοι. Προς αυτὸν που τρέφει με τις σάρκες του, αυτὸς ο ξενηστικωμένος, και που μην έχοντας τίποτα ανθρώπινο, δεν έχει και τίποτ’ άλλο, δεν έχει τίποτα, δεν είναι τίποτα. Που ήρθε στον κόσμο χωρὶς να γεννηθεί, καὶ παραμένει σ’ αυτὸν χωρὶς να ζει, χωρὶς ελπίδα να πεθάνει, ομφαλὸς της λύπης, της χαράς, της ηρεμίας. Που όντας το πιο στάσιμο απόχτημα, περνάει για το πιο αληθινό. Ο έξω απ’ τη ζωὴ που ποτέ μας δεν παύουμε να ’μαστε εντέλει ως το τέλος της ατέλειωτης μάταιης ζωής μας. Που δε γλυτώνει απὸ την έξαλλη ανάγκη να μιλήσει, την έξαλλη ανάγκη να σκεφτεί, να μάθει τι είναι, τι ήταν, στο τρελὸ εκείνο όνειρο, εκεί πάνω, κάτω απ’ το φως τ’ ουρανού, στις νυχτερινές του εξορμήσεις. Ο που αγνοεί τον εαυτό του και σωπαίνει, που αγνοεί τη σιωπή του καὶ σωπαίνει, που δεν κατάφερε να υπάρξει κι εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια. Που στριμώχνεται ανάμεσα σ’ αυτοὺς που αναγνωρίζουν σ’ αυτὸν τον εαυτό τους και του στέλνουν πίσω απαράλλαχτη τη δικιά του αιώνια γκριμάτσα. Ευχαριστώ γι’ αυτὰ τα βασικὰ στοιχεία. Αυτὸς που αναζητά το αληθινό του πρόσωπο, ας μην απελπίζεται, θα το βρει, συσπασμένο απ’ την αγωνία, με τα μάτια πεταγμένα έξω. Αυτὸς που λαχταράει να ’χε ζήσει, τον καιρὸ που ζούσε, ας μην αγωνιά, η ζωὴ θα του πει πως. Όλα αυτὰ είναι αλήθεια πολὺ παρήγορα.'
Σάμιουελ Μπέκετ
Ο Ακατονόμαστος
μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου
Πηγή: Απ' το προφίλ της Matilde Morries
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου