Στο απόσπασμα από το βιβλίο του Θεόδωρου Ν. Κώτσιου «Τα παιδιά του οικοτροφείου» (εκδ. ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 2014) ο συγγραφέας καταγράφει αναμνήσεις από το 1946, όταν φεύγει από το χωριό του, για να φοιτήσει στο Γυμνάσιο μιας κοντινής κωμόπολης. Με τον πατέρα του αποτείνεται στην Επισκοπή που υποστηρίζει τα παιδιά, προσφέροντάς τους στέγη.
Πρώτη φορά έβλεπε το παιδί τέτοια παράξενα δέντρα. Μπορεί ο δάσκαλος στο δημοτικό να τους τα είχε διδάξει, ούτε που το θυμάται. Αυτός το δέντρο που γνώριζε καλά ήταν το πουρνάρι. Αυτό δέσποζε σ’ όλο το χωριό. Τροφή για τα γίδια, αλλά και καύσιμο για τους φούρνους που δούλευαν συνέχεια, μέρα παρά μέρα τουλάχιστο, για να ψήσουν το ψωμί, αλλά και τις πίτες που παρήλαυναν στο τραπέζι, λογής λογής. Τυρόπιτες, γαλατόπιτες, κολοκυθόπιτες, αλλά και κρεατόπιτες, κοφτόπιτες, ρυζόπιτες. Η μια καλύτερη από την άλλη, διάλεξε και πάρε. Με τέχνη φκιαγμένες, με μαστοριά, με κέφι. Λες και κατασκεύαζαν γλυπτά, λες και ζωγράφιζαν πίνακες. Πρώτα το άνοιγμα του φύλλου. Ολόκληρη διαδικασία στη ζύμη, στο βέργι. Και το χαμούρι1 με όλα τα υλικά και με το βούτυρο σπιτίσιο, που μοσχοβόλαγε.
Το Ρολόι της πόλης χτύπησε άπαξ. Μια σκάλα οδηγούσε στο ιδιαίτερο γραφείο της Επισκοπής. Σκαλιά δώδεκα. Τα ανέβηκαν πατώντας σιγά, λες και δεν ήθελαν να χαλάσουν την ηρεμία του χώρου. Κάθισαν σε έναν καναπέ, μάλλον αναπαυτικό. Ένας ιερωμένος τούς πλησίασε. Κάτι είπαν με τον πατέρα, ο οποίος του παρέδωσε με ευλάβεια το πήλινο δοχείο που κρατούσε. Ήταν βούτυρο ιδίας παραγωγής. Για να καταλάβουν ότι και στο χωριό τους κάτι κάνουν. Για να νοστιμίσουν τα φαγητά τους.
Το βούτυρο δεν γινόταν στο άψε-σβήσε. Ήθελε δουλειά και μάλιστα αρκετή. Άρμεγαν τα ζωντανά και το γάλα το έβραζαν. Αφού κρύωνε, με την πάνα2 του το ρίχνανε στο τουρμπέκι, που ήταν ένα δρύινο δοχείο στρογγυλό και μακρύ, με διάμετρο δέκα με δεκαπέντε πόντους και ύψος πάνω από ένα μέτρο. Μ’ ένα ξύλο μακρύ, που στην άκρη του ήταν στεριωμένο ένα βαρίδι από χοντρή σανίδα, το χτυπούσαν ώρα πολλή. Κι αυτό φρέσκο, έβγαινε στον αφρό. Νόστιμο, το δοκίμαζες με το δάχτυλο κι έλεγες, Μάνα μου, δώσ’ μου κι άλλο. Μετά το λιώνανε, το αλατίζανε κι ήταν έτοιμο για μαγείρεμα. Έκανε τα φαγητά άλλο πράμα και τα τηγανητά αυγά να σπάνε τις μύτες της γειτονιάς.
1 ζύμη
2 πέτσα, το λιπαρό μέρος του γάλακτος που πήζει και το καλύπτει σαν μεμβράνη, όταν κρυώσει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου