Κορίτσι λαϊκής πολυκατοικίας
μεγάλωσες κι ομόρφυνες ανάμεσα σε δυο λεκάνες
στη μια τρίχες και σαπουνάδες
από ξυρίσματα ποδιών δεκαπεντάχρονων κοριτσιών
στην άλλη τα νερά της νύχτας.
Άνθος που φύτρωσες εκεί που δε φυτρώνουν άνθη
αλλ’ απροσδόκητα φασόλια
σ’ έκοψα και σε ρίχνω πάνω σε παρέλαση εργατικής
πρωτομαγιάς.
Άνθος δωματίου με τέσσερα κρεβάτια που
δεν επιτρέπει βήματα δεν επιτρέπει όνειρα
δεν επιτρέπει να περάσει μέσα ο ήλιος να περάσουν τραγούδια.
Κορίτσι μου έχεις μια μαμά που αδιαφορεί για σένα
έναν μπαμπά που σ’ ερωτεύεται
μιαν αδερφή που σε μισεί μόνο και μόνο για την ομορφιά σου.
Κορίτσι μου τη «ζώνη» που φοράς
πρώτο παράσημο μικρής πουκαμισούς
μην τη θυμάσαι
δεν το μπορεί να σου κερδίσει την ελπίδα.
Πρόσεξε το χαμόγελό μου το χαμόγελο εκείνων
που έμαθαν το τραγούδι της οργής και της αγάπης.
Από τη συλλογή Σπασμένος καιρός, 1957.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου