Αιμίλιος Βεάκης «Της ταβέρνας»
Στην ταβέρνα
Ολόγυρα καπνοί κι εμπρός μας παίζει,
Χοροπηδά, σπιθοβολά κι αφρίζει
Στο ξεβαμμένο επάνω στο τραπέζι
Ξανθό κρασί, που μας ζαλίζει.
Ο,τι ο καθένας μας βαθιά του κρύβει,
Απάνω στο τραπέζι το ξαπλώνει.
Ο ταπεινός το μπόι ξεδιπλώνει.
Κι ο αγέρωχος λυγάει και σκύβει.
Ισότης κι αδελφότης. Ολα δικά μας
Τις πίκρες σπρώχνει το κρασί βαθιά μα
Αθάνατος κανείς – ούτε ο Θεός!
Και μοναχά στου ποτηριού τον πάτο
Ο πόνος μας κρυμμένος κάτω, κάτω
Ζαρώνει και δαγκώνεται βουβός.
Κάρολος Κουν «Ο χτύπος στην πόρτα»
Ακούστηκε ένας χτύπος στην πόρτα,
Ομως δεν σηκώθηκε κανείς ν΄ ανοίξει.
Ηταν νύχτα
και ήταν αργά
κι είχαν βάλει την αμπάρα
κι ήταν όλοι τους αποκαμωμένοι απ’ τη δουλειά της μέρας
απ΄ την εξαντλητική δουλειά της μέρας.
Το άλλο πρωί
όλοι σηκώθηκαν
αμίλητοι και σκεφτικοί.
Γιατί τη νύχτα είχε ακουστεί ένας χτύπος
και τώρα πια δεν θα μάθαιναν ποτέ
ούτε ποιος χτύπησε
ούτε τι σήμαινε αυτός ο χτύπος.
Μίμης Φωτόπουλος «Ενα γράμμα»
(το έγραψε ένας νέος ηθοποιός που βγήκε για πρώτη φορά να παίξει στην επαρχία)
Παράξενο το γράμμα μου θα σου φανεί.
Σου γράφω βιαστικά μέσα στο καμαρίνι,
Στο διάλειμμα. Σε λίγο βγαίνω στη σκηνή.
Παίζω ένα καλό ρολάκι στο «Μπουρίνι».
Προχτές παίζαμε ένα δράμα ιψενικό,
κι ήταν λιγοστός ο κόσμος μες στη σάλα.
Μάθε πως το Λελάκι έμεινε νηστικό,
πέρασε μόνο μ’ ένα ποτήρι γάλα.
Και βλαστήμησα την τέχνη την υψηλή,
όλους, τον Ιψεν, τον Σαίξπηρ, τον Μολιέρο…
Είναι αλήθεια πως πεινούσαμε πολύ,
μα και πότε θα χορτάσουμε δεν ξέρω.
Είναι σκληρός ο αγώνας μας για το ψωμί.
Γυρίζουμε όλη την ώρα σαν τσιγγάνοι.
Κι ήρθε στ’ αλήθεια, Τάκη μου, κάποια στιγμή
που είπα πια καλύτερα να ΄χα πεθάνει.
Μίμης Φωτόπουλος - Μπουλούκια
Μπουλούκια μάς λένε. Άγνωστοι θεατρίνοι.
Ένας Μίμης, η Κατινίτσα, κάποια Ίρμα
κι άλλοι πολλοί ακόμα θλιμένοι αρλεκίνοι.
Αποχαιρετήσαμε κάθε χαρά μας
κοινή. Και τραβήξαμ’ έν’ άγνωστο δρόμο.
Μα με τον καιρό πνίξαμε τα όνειρά μας
κι ένα βαρύ σταυρό επήραμε στον ώμο.
Τώρα η θλίψη μάς συντροφεύει, κι η πείνα
πάντα. Στα χείλη ποτέ πια δε θ’ ανθίσει
χαρά. Τα προχτές μια μικρή μπαλαρίνα
– ένα ρόδο χλωμό – τη θέρισ’ η φθίση.
Ποιος ξέρει αλήθεια, καθενός ο πατέρας,
πόσα όνειρα ωραία, για το γιο είχε πλέξει!
Να γινόταν της επιστήμης αστέρας!
Μ’ αυτός στο ζάρι τη ζωή του έχει παίξει.
Και σεις πέρα κει, στις μακρινές επαρχίες
που τα «μπουλούκια» σάς διώχνουνε την πλήξη,
αν μαθαίνατε τις θλιβερές μας ιστορίες,
ο πόνος, την καταφρόνια θα ’χε πνίξει…
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω
ό,τι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας,
στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω με τα αλήτικα παπούτσια μου
πάνω από τις στέγες σας
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλείφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας «θαύμα, θαύμα»
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο
δε λυώνουν όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο
σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θα έρθει η ώρα που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
«συνοδοιπόροι» κι «αποστάτες»
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ό,τι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το κόκκινο το δικό μας.
Τραγούδια ραδιοφώνου
φωτίζουν κεντράκια
σε ξεχασμένες παραλίες.
Ανοίγουν τον διακόπτη
σε θύμισες παλιές
κι η νιότη μου απλώνεται στην άμμο
σε καρτ ποστάλ.
Χρώματα δειλινού με πλαισιώνουν,
καπνοί τσιγάρων οδεύουν προς την θάλασσα
σαν βαρκούλες που περνάνε απέναντι
όνειρα για μεγάλους έρωτες και δόξα.
Αλμυρίκια φυτρώνουν στο δωμάτιο
όπου κάθισα κάτω από τον ίσκιο τους,
ψιθυρίζοντας ευχές και προσευχή.
Πετρούλες πολύτιμες στην φούχτα μου,
χρήσιμες για σελιδοδείκτες.
Α, και τα βιβλία που διάβαζα
βουτώντας με τους ήρωες στο κύμα.
Τραγούδια ραδιοφώνου λιάζονται ανάμεσα Σέριφο και Σίφνο,
ανύποπτα για το φθινόπωρο που έρχεται.
Δημήτρης Τάρλοου «Υπόθετο»
Αν δεν νιώσατε την ευτυχία της απελπισίας
την πίκρα που αναδεύει σ’ ένα φιλί ζεστό ακόμα,
αν δεν ερωτευτήκατε παράφορα το θάνατο
που καραδοκεί στο τετέλεσθαι της κάθε πράξης μας,
αν δεν πνιγήκατε ποτέ σε μια κουταλιά νερό,
αν δεν βραχνιάσατε ποτέ σε γήπεδο,
αν δεν επιθυμήσατε σε καμιά στιγμή τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής
και ποτέ σας δεν είπατε «γαμώ το Χριστό μου»,
αν δεν παρηγορήσατε τη σιωπή της νύχτας με δάκρυα ανώφελα,
τότε,
καλά να πάθετε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου