Από παιδάκι εγώ φοβόμουν ο καθρέφτης
μη μού ’δειχνε άλλο πρόσωπο ή και προσωπείο
τυφλό και απρόσωπο που θά ’κρυβε σα μάσκα
κάτι αποτρόπαιο ασφαλώς. Φοβόμουν όντως
πως ο αμίλητος ο χρόνος τού καθρέφτη
θα ξέφευγε απ’ την καθημερινή τροχιά του
(: απ’ τις ανθρώπειες ώρες) για να πανδοχεύσει
στ’ αφάνταστα και στ’ ακαθόριστα όριά του
όντα, μορφές, αλλά και χρώματα καινούργια.
(Δεν τό ’πα πουθενά, απ’ την παιδική ντροπή μου.)
Και τώρα ακόμα τρέμω ότι ο καθρέφτης κλείνει
εντός του την αληθινή όψη της ψυχής μου
με τις πληγές της από ζόφους και από λάθη –
και, ναι, το βλέπει ο Θεός και οι άνθρωποι, ίσως, όλοι.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου