[5]
Μέσα σ’ ένα ποίημα κοιμάται η αγάπη μας... η ανάσα της δίνει
ρυθμό στους στίχους, δημιουργεί ομοιοκαταληξίες παροξύτονες,
εξαίσιας ομορφιάς, όπως τα μάτια της, όπως η ευγένεια της
εαυτό μας και ντυνόμαστε τη δροσερή φορεσιά τού αγέρα και
πάμε να συναντήσουμε τις τρυφερές παρειές των εσπεριδοειδών
καθώς θα πνέουμε στα περιβόλια και σε κάθε ριπίδι της πνοής
μας τινάζονται λεμονανθοί στα φλογισμένα σώματα των εραστών που αγκαλιασμένοι χαίρονται στις ρίζες των δέντρων˙ κι άλλοτε γυμνοί μπαίνουμε στα νερά μιας λίμνης τη νύχτα και κάτω από το φως του φεγγαριού στραφταλίζουν τα νερά από τις εκλάμψεις των συναισθημάτων μας˙ κι άλλοτε πάλι η νοσταλγία για την αθωότητα που αφήσαμε στο λούτρινο χνούδι των παιδικών παιχνιδιών μας τρέχει σε δάκρυα πάνω στο γυμνό κορμί της αγαπημένης μας και κρυσταλλώνονται σε αλάτι μνήμης στις αλυκές του αφαλού της˙ και πάλι είναι φορές που λέγοντας «σ’ αγαπώ» είναι σαν να δεόμαστε ευλαβικά στην ύπαρξη και στη χαρά της ζωής.
[48] Κάποτε οι απουσίες σταλάζουν μέσα μας διαβρωτικά όπως το πένθιμο φως του φθινοπώρου μέσα στην ψυχή της μέρας' κι άλλοτε οι αμφιβολίες μάς κατατρώγουν όπως ο σκόρος τα παλιωμένα ξύλα' αλλά έρχεται ώρα που ξεκαθαρίζουν τα πράγματα, γίνονται φανερές οι προθέσεις και τότε ζεσταίνεται η ψυχή από τη θέρμη της αγάπης' ζεσταίνεται η ψυχή απ’ την αγάπη όπως ο ήλιος ανταποδίδει τη θέρμη του στα έμψυχα και στα άψυχα που προσδοκούν κάθε πρωί την ανατολή του' γιατί όποιος αγαπάει κι αγαπιέται αρνιέται να ντυθεί το θάνατο αλλά υπερασπίζεται μονάχα την ομορφιά που έχει η γύμνια του έρωτα' κι όταν αγαπάμε έχουμε την ικανότητα και γινόμαστε μέσα στο δάσος δέντρο, μέσα στο περιβόλι λεμονιά, μες στο λιβάδι χορταράκι, βότσαλο στην ακρογιαλιά, και γέλιο στα χείλη των ανθρώπων που συναντάμε στο δρόμο' «έλα να πάμε περίπατο στην εξοχή» ζήτησε ο ποιητής από την όμορφη ποδηλάτισσα που είναι πια από χθες χωρίς ποδήλατο, «ξέμαθα να περπατώ, έλα να πετάξουμε» του αποκρίθηκε και τότε, πιάνοντάς τον από το χέρι σηκώθηκαν με τα φτερά του έρωτα ψηλά στο στερέωμα... ώρα αργότερα βρέθηκαν πάνω από το διχοτομημένο ακόμα Βερολίνο και το ποίημα έγινε ξάφνου ασπρόμαυρο... εκείνη ήταν η Μάριον κι εκείνος ο Ντάμιελ... κάτω στην άσφαλτο ο ποιητής ήταν ταυτόχρονα ο ίδιος και Βιμ Βέντερς που τους κινηματογραφούσε ενώ πετούσαν.
Φασματοσκόπιο ερωτικού λόγου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου