Μπερανζέ: (Όπως κοιτάζεται πάντα στο καθρέφτη) Τελικά δεν είναι και τόσο άσχημος ο άνθρωπος! Κι εδώ που τα λέμε φιλαράκο, συ δεν είσαι κι απ' τα πιο ωραία δείγματα! Πίστεψέ με Ντέζη (γυρνά να τη δει) Ντέζη, Ντέζη! Πού πήγες, Ντέζη; Δε γίνεται να σου πέρασε από το μυαλό να... (τρέχει προς τη πόρτα) Ντέζη! (Φτάνει στο κεφαλόσκαλο, σκύβει πάνω από το κάγκελο της σκάλας) Ντέζη γύρνα πίσω, πού πας; Γύρνα μικρή μου μη φεύγεις. Δε πρόλαβες να βάλεις μπουκιά στο στόμα! Ντέζη, μη μ' αφήνεις μόνο! Τί μου υποσχέθηκες πριν λίγο; Ντέζη! Ντέζη! (Σταματά να τη φωνάζει, κουνά τα χέρια του απελπισμένος και ξαναγυρνά στο δωμάτιο) Είναι φυσικό. Δε μπορούσαμε πια να συνεννοηθούμε. Ένα ζευγάρι που αποφάσισε να χωρίσει. Η ζωή μας έγινε ανυπόφορη. Αλλά, δεν έπρεπε να φύγει έτσι σα κλέφτρα, χωρίς να μου δώσει εξήγηση. (Κοιτά γύρω) Δε μου 'γραψε σ' ένα χαρτί ούτε δυο λέξεις. Δε φέρονται έτσι, όχι, δε φέρονται έτσι. Τώρα απόμεινα ολομόναχος. Έρημος! (Πάει και κλειδώνει τη πόρτα προσεχτικά, αλλ' αρκετά θυμωμένος) Εγώ δε θα γίνω σαν κι εσάς, όχι... (Κλείνει προσεκτικά και τα παράθυρα) Δε θα με παρασύρετε, τ' ακούσατε; Ποτέ! (Απευθύνεται σ' όλα τα κεφάλια ρινόκερων) Δε θα σας ακολουθήσω ούτε θα γίνω σαν κι εσάς γιατί δε σας καταλαβαίνω. Θα παραμείνω αυτό που 'μαι. Είμαι ανθρώπινο πλάσμα... άνθρωπος! (Πάει και κάθεται στη πολυθρόνα). Αφόρητη κατάσταση. Αφόρητη! Εγώ φταίω, φταίω που 'φυγε, εγώ! Ήμουνα γι' αυτή το παν, ο κόσμος ολάκερος! Τί θ' απογίνει τώρα; Δε φτάναν όλοι οι άλλοι, ήταν ανάγκη να βασανίζει τη συνείδησή μου κι αυτή; Τώρα περιμένω το χειρότερο. Τώρα πρέπει να περιμένω κάθε καταστροφή! Φτωχή μικρούλα! Χαμένη στο σύμπαν πλημμυρισμένο από τέρατα! Ποιός θα με βοηθήσει να τη ξαναβρώ; Κανείς! Βλέπεις, δεν απόμεινε ούτ' ένας... ούτ' ένας! (Νέα μουγγανητά, ποδοβολητά, τρεχαλητά και σύννεφα σκόνης) Δεν αντέχω να τους ακούω. Θα βουλώσω τ' αφτιά μου με μπαμπάκι. (Βάζει μπαμπάκι στ' αφτιά του και μιλά στον εαυτό του στον καθρέφτη) Δεν υπάρχει άλλη δυνατή λύση, θα πρέπει να τους πείσω. Να τους πείσω, για ποιό πράμα; Κι ύστερα, μπορούν άραγε να ξαναμεταμορφωθούν, να ξαναγίνουν άνθρωποι; Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; Αυτό θα 'ταν ηράκλειος άθλος ξεπερνά πολύ τις δικές μου δυνάμεις. Και πριν απ' όλα, για να τους πείσω, θα πρέπει να τους μιλήσω. Και για να τους μιλήσω, θα πρέπει να μάθω τη γλώσσα τους. Ή μήπως, θα 'πρεπε να μάθουν αυτοί τη δική μου γλώσσα; Αλλά ποιά γλώσσα μιλώ εγώ; Ποιά είναι η γλώσσα μου; Η γλώσσα των μαύρων, των κιτρίνων, των λευκών; Μιλώ μιαν από τις γλώσσες των λευκών; Έτσι φαίνεται, αυτή τη γλώσσα μιλώ. Αλλά, τί θα πει μιαν από τις γλώσσες των λευκών; Μπορώ, μια χαρά, να πω ότι μιλώ μια γλώσσα λευκών, αφού δεν υπάρχει κανένας να με αντικρούσει! Απόμεινα μόνος που μιλά τούτη τη γλώσσα. Αλλά τί κάθομαι και λέω τώρα. Καταλαβαίνω αυτά που λέω, καταλαβαίνω τον εαυτό μου; (Προχωρεί προς το κέντρο του δωματίου) Κι αν όπως μου 'πε η Ντέζη, αυτοί έχουνε δίκιο; (Ξαναγυρνά στο καθρέφτη) Κι όμως, ο άνθρωπος δεν είναι κάτι άσχημο, δεν είναι κάτι αποκρουστικό! (Κοιτάζεται ψηλαφίζοντας το πρόσωπό του) Είναι πολύ αστείο! Αναρωτιέμαι, με τί πλάσμα να μοιάζω... με ποιόν; (Τρέχει σ' ένα ντουλάπι, βγάζει από μέσα φωτογραφίες που τις κοιτά) Φωτογραφίες, μάλιστα φωτογραφίες! Άραγε ποιοι να 'ναι όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Ο κύριος Παπιγιόν ή τάχατες η Ντέζη; Μάλλον η Ντέζη. Κι αυτός εδώ είναι ο Βοδάρ, ο Ντιντάρ ή ο Ζαν; Αλλά μπορεί να 'μαι κι εγώ. (Ανατρέχει στο ντουλάπι από όπου βγάζει δυο-τρεις πίνακες) Ναι τώρα αναγνωρίζω τον εαυτό μου, είμαι 'γω, αυτός είμαι 'γω. (Κρεμά τους πίνακες στον τοίχο του βάθους, δίπλα στα κεφάλια των ρινόκερων) Αυτός είμαι 'γω, εγώ, εγώ! (Μόλις κρεμά τους πίνακες, ξεχωρίζουμε πως απεικονίζουν ένα γέρο, μια χοντρή γυναίκα κι έναν άλλον άντρα. Τα πορτρέτα είναι τόσο άσχημα, που 'ρχονται σ' αντίθεση με τα κεφάλια των ρινόκερων που τώρα έχουνε γίνει πάρα πολύ όμορφα. Ο Μπερανζέ κάνει λίγο πίσω για να τα δει καλύτερα) Δεν είμαι όμορφος. Πάντα το 'ξερα, δεν είμαι δα και κανένας κούκλος (Ξεκρεμά τους πίνακες, τους πετά με λύσσα στο πάτωμα και ξαναγυρνά στον καθρέφτη) Αυτοί είναι πιο όμορφοι από μένα. Οι ρινόκεροι είναι πιο όμορφοι! Είχα άδικο λοιπόν! Ω, πόσο θα 'θελα να 'μουνα σαν κι αυτούς! Κοίτα χάλια! Κέρατα, ούτε για δείγμα! Τί άσχημο που 'ναι το γυμνό αστόλιστο μέτωπο, χωρίς κέρατα. Ένα-δυο κερατάκια θα μου πηγαίνανε πάρα πολύ! Θα τονίζανε τα χαρακτηριστικά μου, που 'χουνε τάση να κρεμάνε προς τα κάτω. Αλλά ποιός ξέρει, δεν αποκλείεται μια μέρα να μου φυτρώσουνε κέρατα. Τότε θα σταματήσω να ντρέπομαι. Θα μπορώ να πάω κοντά τους με στολισμένο μέτωπο. Έλα όμως που δε λένε να φυτρώσουνε (Κοιτά τις παλάμες του) Για κοίτα χέρια... σα ζυμάρι! Άρα θα 'χω τη τύχη να βγάλουν αργότερα ρόζους, έστω λέπια, το ίδιο κάνει! (Βγάζει το σακάκι, ξεκουμπώνει το πουκάμισο και κοιτά το στήθος του στο καθρέφτη) Αηδία, σκέτη αηδία! Έχω τόσο πλαδαρό δέρμα, άσε, αυτή την αποκρουστική ασπρίλα με τις αραιές τριχούλες. Δεν ήταν να 'χα κι εγώ δέρμα σκληρό σα πετσί, μ' αυτό το υπέροχο βαθύ κιτρινοπράσινο χρώμα! Να 'χα την αμόλυντη κι άσπιλη γυμνότητά τους κι όχι αυτές τις απαίσιες τρίχες! (Ακούει τους βρυχηθμούς) Πάντως τα τραγούδια τους σε γοητεύουνε. Βέβαια είναι λίγο πρωτόγονα αλλά δε πειράζει, είναι τόσο σαγηνευτικά! Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να τραγουδώ σα κι αυτούς. (Προσπαθεί να τους μιμηθεί) Ααα... αμμ... Μουουουου... Όχι, όχι! Είμαι τόσο φάλτσος! Τραγουδώ τόσον υποτονικά. Μου λείπει ταμπεραμέντο κι η ζωντάνια τους! Δε καταφέρνω να μουγγανίσω σα κι αυτούς, τσιρίζω! Ααα...αμμ... μουου! Τσιρίζω σα μυξιάρικο... Άλλο να τσιρίζεις κι άλλο να μουγγανίζεις... Το μουγγανητό έχει άλλη χάρη! Ω! Τώρα ξανάρχισε να με τυραννά η συνείδησή μου. Τί βάρος! Έπρεπε να τους ακολουθήσω τη κατάλληλη στιγμή. Αλλά, πού νους! Στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα. Αλίμονο... είμαι τέρας. Τί λέω; Τερατούργημα! Αλίμονο, ποτέ μου δε θα καταφέρω να γίνω ρινόκερος... ποτέ! Ποτέ! Θα το 'θελα τόσο! Θα το 'θελα ψυχή τε και σώματι αλλά δε μπορώ πια ν' αλλάξω, δε γίνεται. Τί ντροπή! Δε μπορώ πια ούτε στο καθρέφτη να κοιταχτώ. (Γυρνά τη πλάτη στο καθρέφτη) Τόση ασχήμια δεν υποφέρεται. Αλίμονο σε κείνο που θέλει με το στανιό να διατηρήσει την ιδιομορφία του. (Τινάζεται απότομα) Ε λοιπόν τόσο το χειρότερο! Θα πολεμήσω ενάντια σ' όλο το κόσμο. Η καραμπίνα μου, πού είναι η καραμπίνα μου; (Γυρνά προς το μέρος του τοίχου, που φαίνονται πάντα τα κεφάλια των ρινόκερων κι ουρλιάζει μ' όλη του τη δύναμη) Ενάντια σ' όλο το κόσμο! Θα υπερασπίσω τον εαυτό μου ενάντια σ' όλο το κόσμο... δε θα καθίσω με σταυρωμένα χέρια, θα πολεμήσω... Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος... και μέχρι να 'ρθει το τέλος θα παραμείνω άνθρωπος! Όχι δε θα συνθηκολογήσω!... ΔΕ ΘΑ ΓΙΝΩ ΣΑΝ ΚΙ ΕΣΑΣ!
ΤΕΛΟΣ
Eugène Ionesco (26 Νοεμβρίου 1909 - 28 Μαρτίου 1994)
Ο Ρινόκερος (Rhinoceros), 1960
Πηγή: http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=326
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου