Φύλλα ἀπ’ τ’ ἀγέρι τοῦ βουνοῦ ξελλογιασμένα πάλι,
Κανένα δὲν ἀγάπησα στὸν κόσμο ἐγὼ λουλοῦδι
Ὡσὰν ἐσᾶς, ποὺ σμίγετε καὶ τραγουδᾶτε ἀγάλι
Τ’ ἀξέννοιαστό σας, τὸ τρελλὸ μέσα στὸ φῶς τραγοῦδι.
Ὅλ’ ἡ ζωή σας εἶν’ αὐτό! Τὸ λέτε νύχτα-μέρα
Τὸ λέτε ἀπάνω στὰ βουνὰ καὶ στὴ θλιμμένη χώρα
Τὸ λέτε δίπλα στὸ γιαλό, στὸν κάμπο πέρα ὡς πέρα,
Καὶ τέλος, σὰν ξανάρχεται τοῦ φθινοπώρου ἡ μπόρα,
Σὰν ἔρχεται καὶ σᾶς μαδᾶ καὶ σᾶς κυλᾶ στὸ χῶμα
Ἐσεῖς ἐκεῖ ποὺ πέφτετε καὶ φεύγετε καὶ πᾶτε,
— Ὤ! πῶς νὰ μὴ σᾶς ἀγαπῶ;— ποὺ ἐσεῖς καὶ τότε ἀκόμα
Ἐνῶ σκορπάτε, ἀξέννοιαστα σὰν πρὶν τὸ τραγουδᾶτε.
Οι Μουσικές Φωνές, 1934 (μεταθανάτια έκδοση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου