Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

John Steinbeck - Άνθρωποι και ποντίκια (απόσπασμα)

 Ο Λένι έπαιξε ρυθμικά τα δάχτυλά του πάνω στο τραπέζι. "Τζορτζ;"

 "Ναι;"

 "Τζορτζ, σε πόσο καιρό θα πάρουμε κείνο το σπιτάκι και θα την περνάμε ζωή και κότα... και θα'χουμε τα κουνέλια;"

 "Δεν ξέρω" είπε ο Τζορτζ. "Πρέπει να κάνουμε ένα καλό κομπόδεμα οι δυο μας. Ξέρω ένα μέρος που δε θα μας κοστίσει πολύ, αλλά δεν το χαρίζουν κιόλας".

 Ο γερο-Κάντι γύρισε αργά. Τα μάτια του ήταν ολάνοιχτα. Παρατήρησε προσεχτικά τον Τζορτζ.

 Ο Λένι είπε: "Πες για κείνο το μέρος, Τζορτζ".

 "Χτες βράδυ δε σου'πα;"

 "Έλα, πες ξανά, Τζορτζ".

 "Λοιπόν, έχει κάπου τριάντα στρέμματα" είπε ο Τζορτζ. "Έχει έναν μικρό ανεμόμυλο. Έχει ένα μικρό καλύβι και κοτέτσι. Έχει μαγερειό, περιβόλι, κεράσια, μήλα, ροδάκινα, βερίκοκα, καρύδια, φράουλες. Υπάρχει τόπος για τριφύλλι και νερό μπόλικο, να το πλημμυρίσεις. Υπάρχει στάβλος για γουρούνια..."

 "Και για κουνέλια Τζορτζ". 

 "Δεν υπάρχει μέρος για κουνέλια τώρα, αλλά μπορώ εύκολα να φτιάξω μερικά κλουβιά κι εσύ θα μπορούσες να ταΐζεις με τριφύλλι τα κουνέλια".

 "Ναι, θα μπορούσα" είπε ο Λένι. "Και βέβαια θα μπορούσα".

 Τα χέρια του Τζορτζ σταμάτησαν να ρίχνουν τα χαρτιά. Η φωνή του γινόταν όλο και πιο ζεστή. "Και θα'χαμε και γουρούνια. Θα'φτιαχνα ένα καλύβι για το κάπνισμα του κρέατος, σαν εκείνο που είχε ο παππούς μου, κι όποτε σκοτώναμε ένα γουρούνι θα καπνίζαμε το μπέικον και το χοιρομέρι, θα φτιάχναμε λουκάνικα. Κι όταν οι σολομοί θ'ανέβαιναν τον ποταμό, θα πιάναμε καμιά εκατοστή και θα τους παστώναμε ή θα τους καπνίζαμε. Θα τους τρώγαμε για πρωινό. Δεν υπάρχει άλλο τίποτα τόσο νόστιμο όσο ο καπνιστός σολομός. Θα'χουμε φρούτα, και ντομάτες, που'ναι εύκολες στο κονσερβάρισμα. Τις Κυριακές θα σκοτώναμε κάνα κοτόπουλο ή κάνα κουνέλι. Μπορεί να'χαμε μια αγελάδα ή μια κατσίκα, και το καϊμάκι θα'ναι τόσο πηχτό που θα το κόβεις με το μαχαίρι και θα το βγάζεις με το κουτάλι".

 Ο Λένι τον παρακολουθούσε μ'ολάνοιχτα μάτια κι ο γερο-Κάντι τον παρακολουθούσε κι αυτός. Ο Λένι είπε σιγανά: "Θα την περνούσαμε ζωή και κότα".

 "Βέβαια" είπε ο Τζορτζ. "Κάθε λογής ζαρζαβατικά στον κήπο, κι αν θέλουμε λίγο ουίσκι, θα πουλάμε κάνα αβγό ή λίγο γάλα. Θα ζούσαμε εκεί. Θ'ανήκαμε εκεί. Δε θα τριγυρνούσαμε πια σ'όλη τη χώρα, ούτε θα μας τάιζε ένας Γιαπωνέζος μάγερας. Όχι, κύριε, θα ριζώναμε σ'έναν τόπο, θα'χαμε το δικό μας σπιτικό και δε θα κοιμόμασταν σε κοιτώνες".


Μετάφραση: Μιχάλης Μακρόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου