Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

Οδυσσέας Ελύτης - Τρεις φορές η αλήθεια


                                                    Ι

Μετατόπιζε το αγριοπούλι πιτ-πιτ πάνω στους βράχους την αλήθεια
Μες στις γούβες τ' αρμυρό νερό τλιπ-τλιπ όλο τσιμπολογούσε     Κά-
τι κάτι     Κάτι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει

Μα την πίστη μου άγιασα να περιμένω     Πέταξα γένι καλογερικό
που όλο χάιδευα κι έξυνα     Κάτι κάτι     Κάτι άλλο να βρεθεί

Κάποια φορά το πήρ' απόφαση     Τράβηξα     έτσι όπως τραβάς μια
βάρκα στη στεριά     τον άνθρωπο     από μέρος που να βλέπεις μέσα του

-Ε ποιός είναι αυτός;- Ο φονιάς που πέρασε - Κι ο τόσος σαματάς
γιατί;-Το γεράκι το γεράκι φτάνει έφτασε - Καλά και ποιος ορί-
ζει εδώ; - Ούτις Ούτις - Δεν άκουσα     ποιος λέει;

Αλλά κιόλας λιγόστευαν τα λόγια    Τι να πεις πια     Τέτοια η αλήθεια.

                                                     II

Τέτοια η αλήθεια     Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια     τι να πεις πια
φάνηκε     περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό υποστατικό το
πέλαγος

Καθισμένη στα ρηχά     μια γυναίκα πέτρινη     κει που χτενίζονταν
απόμεινε με το χέρι της ψηλά στον αέρα     Δυο βαπόρια πέρα ταξι-
δεύανε     όλο καπνούς     δίχως να προχωράνε     Και παντού στις βρύ-
σες και στα δεντρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ ημών που ανέ-
βαινε πριχού σπάσει σε δρόσο

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς     εγώ που αγάπησα     εγώ που τήρη-
σα το κορίτσι μου σαν όρκο     που 'φτασα να πιάνω τον ήλιο απ' τα
φτερά σαν πεταλούδα     Πάτερ ημών

Μ' ένα τίποτα έζησα.

                                                    III

Μ' ένα τίποτα έζησα     Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε     Σ' ενός
περάσματος αέρα     ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ' αυτιά μου     φχιά
φχιού φχιού     εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα     Τι γυαλόπετρες
φούχτες     τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου
άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας

Κάτι κάτι     Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο
σχήμα του Αρχαγγέλου     Παραλαλούσα κι έτρεχα     Έφτασα κι
αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ' τη γλώσσα

-Ε καβάκια μαύρα     φώναζα     κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από
μένα;-Θόη θόη θμός - Ε; τί; - Αρίηω ηθύμως     θμός - Δεν άκου-
σα     τι πράγμα; - Θμός θμός άδυσος

Ώσπου τέλος ένιωσα     κι ας πά' να μ' έλεγαν τρελό     πως από 'να τί-
ποτα γίνεται ο Παράδεισος.


Πηγή: ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ


                      ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ


                                                (1971)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου