Πόσο γαλήνια είν’ η ώρα και το πρόωρο τέλος της εσπέρας πόσον αβρά χρωματισμένο. Παραθυρόφυλλα σπρωγμένα βίαια δεξιά και αριστερά, με ρωμαλέα κίνηση κολυμβητή βυθίζομαι στην έκσταση του χώρου. Είναι άδολο, είναι παρθενικό, είναι γλυκό και άγιο.Από παντού σε χαιρετώ, αρχή κάθε διαφάνειας.Τι γεγονός για το πνεύμα αυτό το αχανές. Θα ‘θελα, πάνω απ’ όλα, να σ’ ευλογήσω, αν ήξερα μονάχα… Στ’ άνδηρα, περιπλεγμένα τρυφερά από φυλλωσιές, στο κατώφλι της πρώτης ώρας, στο κατώφλι του εφικτού, κοιμούμαι κα ξυπνώ, είμαι μέρα κα νύχτα, προσφέρω τρυφηλά μιαν άσωστη αγάπη, έναν ανυπολόγιστο τρόμο. Η ψυχή μου σβήνει την δίψα της στου χρόνου τον κρουνό, πίνει λίγο λυκόφωτο και λίγη χαραυγή, νιώθει πως είναι μια γυναίκα νικημένη από τον ύπνο, ένας άγγελος καμωμένος από φως, κοινωνεί με τον εαυτό της, πέφτει σε μια κατήφεια και πετά με τη μορφή πουλιού σ΄ ένα ημίγυμνο ύψος όπου ο βράχος του- χρυσός και σάρκα- διαπερνά το κυανό της νύχτας. Μια νεραντζιά αναπνέει εκειδά στον ίσκιο.Πολύ υψηλά κάτι άστρα μοναχικά, τρεμίζουν, υποφώσκουν. Αυτό απολειφάδι πάγου είναι το φεγγάρι. Γνωρίζω κάλλιστα (και διαμιάς) πως ένα ασπρομάλλικο αγόρι αποστηθίζει αρχαίους θρήνους, ημιθανές, ημίθεο, πάνω στο ουράνιο αυτό αντικείμενο καμωμένο από μια σπιθόβολη, θανάσιμη ουσία, κρύα και τρυφερή που βαθμηδόν διαλύεται. Το κοιτάζω λες και δεν έχω μέσα μου καρδιά. Η νιότη μου πάλαι ποτέ ένοιωθε δάκρυα ν’ αναβλύζουνε την ίδια τούτην ώρα και κάτω από την ίδια μαγγανεία της λιπόθυμης σελήνης. Η νιότη μου ατένιζε την ίδια αυγή και ατενίζω τον εαυτόν μου στο πλευρό της νιότης μου. Διαιρεμένος πως να προσευχηθώ; Πως να προσευχηθείς σαν ένας άλλος εαυτός αφουγκράζεται την προσευχή σου;Να γιατί πρέπει να προσεύχεται κανείς με λέξεις άγνωστες. Απόδωσε αίνιγμα στο αίνιγμα, αίνιγμα για αίνιγμα.Ανέβασε κάθε μυστήριο εντός σου σε αληθινό μυστήριο. Υπάρχει κάτι εντός σου που ισοδυναμεί με ο,τι σε ξεπερνά.
Πηγή:Ξένη ποίηση του 20ού αιώνα, Μαρία Λαϊνά, Εκδόσεις ελληνικά γράμματα, 2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου