Ένα μισοζώντανο κορμί με απλανές βλέμμα, σωριασμένο στο χιονισμένο δρόμο, ανίκανο να κουνηθεί, της έγνεφε με ένα κομματιασμένο χέρι που σπαρταρούσε. Τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι, και τα δικά του και τα δικά της. Τον φόρτωσε όπως-όπως στο μουλάρι και τον πήρε στο μαντρί. Τρεις ημέρες αργότερα τον έθαψε στον αυλόγυρο. Δεν μπόρεσε να της πει ούτε τ’ όνομά του. Μόνο «μάνα» έλεγε. Εκείνη τον φιλούσε στο μέτωπο κι αυτός ξανά «μάνα, μάνα», μέχρι που έσβησε. Η μεταλλική ταυτότητα στο λαιμό του κάτι έγραφε, μα εκείνη γράμματα δεν γνώριζε.
-ο-ο-ο-
«Η δασκάλα μας είπε να ψάξουμε για ενθύμια ή μαρτυρίες από τον πόλεμο του σαράντα για τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου», ανάγγειλε ο κανακάρης της. «Θα ρωτήσω τον παππού», συνέχισε και η μαμά του έχασε τον ύπνο της.
«Τι γυρεύει πάλι αυτή η χαμένη», έβρισε μέσα της καθώς θυμήθηκε πως ο πατέρας της, ο μεγαλομπακάλης της μικρής τους κωμόπολης, το μόνο που έκανε στην Κατοχή ήταν να κρύβει και να μοσχοπουλά τα τρόφιμα και να γεμίζει με λίρες το σεντούκι τους.
«Το σημαιοφόρο τον ανακοίνωσε;», ρώτησε δειλά.
«Είπε θα μας πει την ημέρα της γιορτής», απάντησε ο μικρός.
Ως προνοητική μαμά είχε καταστρώσει μακροχρόνιο σχέδιο. Τα είχε οργανώσει όλα στην εντέλεια. Όταν ο μοναχογιός πήγε στο σχολείο, εκείνη φρόντισε να εκλεγεί στο Σύλλογο Γονέων. Όσο ανέβαινε τις τάξεις ο κανακάρης, τόσο ανέβαινε κι εκείνη στην ιεραρχία του Δ.Σ.: μέλος, γραμματέας, ταμίας, αντιπρόεδρος και φέτος, ο γιος στην Έκτη κι εκείνη πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων-Κηδεμόνων. Είχε γίνει το δεξί χέρι του Διευθυντή. Αυτή να φροντίσει να πλυθούν και να κρεμαστούν οι κουρτίνες, αυτή να βρει μπογιατζή για την αίθουσα εκδηλώσεων, αυτή να νοικιάσει τη μικροφωνική για τις σχολικές γιορτές. Έ, φέτος ήταν η σειρά του Διευθυντή να της το ανταποδώσει, τουτέστιν να χρίσει τον γιόκα της σημαιοφόρο.
Από τότε που τον γέννησε, ονειρευόταν αυτή τη στιγμή. Να τον δει να βαδίζει με βήμα καμαρωτό στην κεντρική λεωφόρο, με τη μπλε στολή κρατώντας τη γαλανόλευκη, να φθάνει στην εξέδρα, στην κεντρική πλατεία, μπροστά από τους επισήμους και εκείνη, καλοχτενισμένη, καλοβαμμένη, με την μεταξωτή εσάρπα στους ώμους, με τα χρυσαφικά της να αστράφτουν στα αυτιά, στο λαιμό και στα χέρια της, να δέχεται τα συχαρίκια από την μικρή κοινωνία της μικρής κωμόπολης.
Να ξεπλύνει και την ντροπή που ένιωθε από παιδάκι, όταν έβλεπε να ξινίζουν τη μούρη τους κάτι ψηλομύτες, μόλις έλεγε το επώνυμό της και τη ρωτούσαν «του παντοπώλου;». Αυτό το «παντοπώλου», που έκρυβε πίσω του τη σπόντα «του μαυραγορίτη» -όλα ήταν πασίγνωστα στην μικροκοινωνία τους- είχε φροντίσει να το διορθώσει καθώς από τα δεκαεννιά της είχε γίνει σύζυγος ανθυπασπιστού. Μόνο που της βγήκε αχαΐρευτος, μπαστουνόβλαχο τον έλεγε η μάνα της, ούτε στις δεξιώσεις την πήγαινε ούτε στα επίσημα γεύματα, ούτε καν στο τσάι της κυρίας διοικητού. Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, στο καφενείο για τάβλι και την Κυριακή στο γήπεδο να φωνάζει για την ομάδα.
Αλλά τον κανακάρη της τον μεγάλωνε αλλιώς. Είχε όνειρα αυτή. Για Εύελπι τον προόριζε και για την ώρα σημαιοφόρο. Το Διευθυντή τον είχε του χεριού της, ήταν όλα καλά μελετημένα. Άλλωστε, τη δικαιούταν τη σημαία το αστέρι της. Δεκάρι σε όλα τα μαθήματα είχε στην Πέμπτη. Εντάξει, υστερούσε λίγο στην έκφραση, στις εκθέσεις, αλλά είχε βοηθήσει εκείνη καλώντας τη δασκάλα στο σπίτι δυο τρεις φορές, είτε για καφέ είτε για ένα απεριτίφ, οπότε σιγούρεψε το δεκάρι και στην έκθεση-έκφραση.
Με την περσινή δασκάλα τα είχε πάει καλά, αλλά η φετινή, της Έκτης, προέκυψε κάπως ακατάδεχτη και πάει να της καταστρέψει το σχεδιασμό. Άκου, ενθύμια από το σαράντα! Ποιος φυλάει παλιατσαρίες κυρά μου; ήθελε να της πει, αλλά συγκρατήθηκε. Έπρεπε να διατηρήσει την ψυχραιμία της, διότι είχε ένα στόχο να επιτύχει.
Στη σκέψη της επανήλθε το προσφιλές θέμα. Μόνο τρεις από την τάξη είχαν πλήρη δεκάρια, το ένα το είχε η κόρη μιας Αλβανίδας καθαρίστριας που αν δεν αδιαφορούσε από μόνη της θα εύρισκε τρόπο να την παραγκωνίσει, οπότε ο υιός είχε σίγουρη τη σημαία για τη μία από τις δύο παρελάσεις είτε της 28ης Οκτωβρίου είτε της 25ης Μαρτίου.
«Μαμά», ήρθε τρέχοντας ο μικρός. «Κοίτα τι μου έδωσε ο παππούς;», φώναξε κρατώντας έναν στρατιωτικό μπερέ. «Τον φορούσε όταν πολέμησε στην Αλβανία», καμάρωσε ο πιτσιρικάς και τον φόρεσε κι εκείνος χαιρετώντας στρατιωτικά.
Εκείνη δαγκώθηκε. Ήξερε πως ο πατέρας της δεν είχε πολεμήσει. Είχε επιστρατευτεί, όπως όλοι οι συνομήλικοί του, αλλά δεν είχε πάει στο μέτωπο, καθότι είχε τις προσβάσεις του στο καθεστώς.
«Ωραία! Είναι ό,τι πρέπει», απάντησε ενώ μέσα της παρακαλούσε να μη βρεθεί καμιά πικρόχολη και θυμηθεί την αλήθεια για τον παντοπώλη.
-ο-ο-ο-
Όπως κάθε μεσημέρι, η Φλώρα πρόσμενε με στρωμένο το τραπέζι την εγγονή της, την Ελβίρα, να γυρίσει από το σχολείο. Στα εβδομήντα πέντε χρόνια της είχε ζήσει πολλά, μα ήταν ακόμα δραστήρια και ενεργή. Όταν έπεσε το παλιό καθεστώς, η ζωή στο χωριό τους, το Ντρένοβο, έξω από την Κορυτσά, έγινε δύσκολη. Ο γιος και η νύφη της, τής άφησαν την Ελβίρα και ήρθαν στην Ελλάδα προς αναζήτηση τύχης. Τρία χρόνια αργότερα έφεραν κι αυτήν στην ορεινή κωμόπολη όπου έστησαν το νέο τους σπιτικό. Ο γιος στις οικοδομές, η νύφη της καθαρίστρια σε σπίτια, κι εκείνη στη φροντίδα της μικρής Ελβίρας, που ήταν το καμάρι και η ελπίδα της. Φέτος τέλειωνε το δημοτικό. Ρουφούσε τα γράμματα, όπως το σφουγγάρι το νερό.
«Δασκάλα θα γίνω γιαγιά», έλεγε και ξανάλεγε και η Φλώρα θυμόταν τη δική της ζωή στα βουνολάγκαδα της Μοράβα και σκούπιζε κρυφά ένα δάκρυ. Θυμόταν το μαντρί που μεγάλωσε, μαζί με τα πρόβατα του πατέρα της. Το καλοκαίρι στα κορφοβούνια, το χειμώνα κοντά στο χωριό, στο οροπέδιο του Ντρένοβο. Θυμόταν τους Ιταλούς που λέγανε ότι η γλώσσα που μιλούσαν μοιάζει με Ιταλικά. Μετά τους Έλληνες που λέγανε ότι αφού είστε ορθόδοξοι πρέπει να μάθετε ελληνικά ώστε να καταλαβαίνετε το Ευαγγέλιο. Κι έπειτα τους κομμουνιστές που τους άφησαν να μιλάνε όπως ήθελαν αλλά τις εκκλησιές τις έκλεισαν και δεν τους άφηναν να βαφτίζουν τα παιδιά με θρησκευτικά ονόματα. Έτσι το γιο της τον έβγαλε Λεόν αλλά τον φώναζε Λιόντα και την εγγονή της Ελβίρα, που πα να πει «πανέμορφη», τους είχε πει ο ληξίαρχος.
Μπερδεμένοι οι συντοπίτες της, ανάκατοι, ούτε ήξεραν τι να πιστέψουν. Οι περισσότεροι ήταν Χριστιανοί, άσχετα αν δεν πατούσαν στην εκκλησία. Άλλοι μιλούσαν σλάβικα μα σε πολλά σπίτια υπήρχε και μια γιαγιά Αρβανίτισσα, άλλοι λαλούσαν τα γκρέκικα αλλά με βαριά προφορά, διαφορετική από εκείνους στο Αργυρόκαστρο, και οι περισσότεροι τα αρμούνικα μα κάποιοι είχαν και έναν παππού που γνώριζε ελληνικά κι έψελνε στην εκκλησιά. Υπήρχαν και μουσουλμάνοι που μιλούσαν αλβανικά και μερικοί τούρκικα ή βουλγάρικα. Μπερδεμένες φυλές με κοινή μοίρα, συνέχιζαν για δεκαετίες να δουλεύουν στα χωράφια και στα βοσκοτόπια τους, στα εργαστήρια ή στα μαγαζιά τους, χωρίς να σκέφτονται και πολύ το μέλλον καθώς το καθεστώς τους είχε πείσει ότι περιβάλλονται από εχθρούς. Ώσπου προέκυψε η ανατροπή και οι νέοι σκαρφάλωσαν την οροσειρά της Μοράβα και ξεχύθηκαν να χορτάσουν την πείνα τους στην Ελλάδα. Εκεί όλοι έγιναν Κώστας, Γιάννης, Νίκος ή Βαγγέλης. Τι σημασία είχαν τα ονόματα πλέον;
«Γιαγιά», η Ελβίρα, που μπήκε φουριόζα στο σπίτι, διέκοψε την αναπόλησή της.
«Κοπιλούδαμ’», χαμογέλασε η Φλώρα και την αγκάλιασε.
«Η δασκάλα είπε να βρούμε κάτι από τον πόλεμο του σαράντα για τη γιορτή. Θυμάσαι να μου πεις καμιά ιστορία;».
Έβαλε φαγί στα πιάτα και έπιασε να τρώει αλλά το μυαλό της ταξίδεψε πάλι στο βουνό της, στη χιονισμένη Μοράβα του σαράντα. Νιόπαντρη βοσκοπούλα ήταν, όταν φτάσανε οι Έλληνες. Τους καλοδέχτηκαν, γιατί με τους Ιταλούς είχαν υποφέρει καθώς συμπεριφέρθηκαν σαν κατακτητές. Συνεργάστηκαν μόνο με όσους δήλωσαν υποταγή στον Πάπα και με τους μουσουλμάνους. Όσο για τους υπόλοιπους, τους έπαιρναν τα ζώα χωρίς να πληρώνουν, μπαίνανε στα σπίτια όποτε γούσταραν, άρπαζαν κορίτσια για το κέφι τους, δεν τους σταματούσε κανείς.
Ναι, τους καλοδέχτηκαν τους Έλληνες. Θυμήθηκε τα λασπωμένα πρόσωπα, τα παγωμένα πόδια τους, την κούραση, μα και το φωτεινό χαμόγελο της νίκης που είχαν όλα τα παλληκάρια.
Ναι, τους είχαν καλοδεχτεί τους Έλληνες. Τους ένιωθαν δικούς τους ανθρώπους, αν και δεν μπορούσαν να καταλάβουν καλά-καλά τι τους λέγανε. Τους βοήθησαν. Κι εκείνη είχε βοηθήσει. Στη μεγάλη μάχη της Μοράβα, στην προέλαση προς την Κορυτσά, είχε κουβαλήσει στην πλάτη της παξιμάδια για το τσάι τους και ξύλα για τα καζάνια και για να ζεσταίνονται. Και κάλτσες είχε πλέξει από το μαλλί των προβάτων τους.
Ναι, τους είχαν καλοδεχτεί τους Έλληνες, κι ας μην συνταιριάζανε οι λαλιές τους.
Ήταν ακόμα στο βουνό εκείνο το Νοέμβρη, γιατί φοβήθηκαν να κατεβούν στην κοιλάδα. Στο μαντρί τους, τους βρήκε ο πόλεμος. Τα ζωντανά τους ήταν τα πρώτα θύματα. Μέσα Νοέμβρη ήταν, οι φαντάροι είχαν φύγει βιαστικά προς την Κορυτσά να προλάβουν τους Ιταλούς που υποχωρούσαν, όταν βρήκε γερμένο κάτω από ένα έλατο, σωριασμένο στο χιόνι, ένα μισοζώντανο κορμί με απλανές βλέμμα. Ανίκανος να κουνηθεί, της έγνεφε με το κομματιασμένο του χέρι. Σπαρταρούσε τυλιγμένος σε ένα γαλανόλευκο πανί. Τα δάκρυα τρέχανε ποτάμι, και τα δικά του και τα δικά της. Τον φόρτωσε στο μουλάρι και τον πήρε στο μαντρί. Τρεις ημέρες αργότερα τον έθαψε στον αυλόγυρο. Δεν μπόρεσε να της πει ούτε τ’ όνομά του. Μόνο «μάνα» έλεγε. Εκείνη τον φιλούσε στο μέτωπο κι αυτός ξανά «μάνα, μάνα», μέχρι που έσβησε. Η μεταλλική ταυτότητα στο λαιμό του κάτι έγραφε, μα εκείνη γράμματα δεν γνώριζε.
«Τον βάφτισα σημαιοφόρο», τέλειωσε την ιστορία της η Φλώρα. Έτσι τον θυμόταν στις αναμνήσεις της, όταν χάιδευε το λερωμένο από το αίμα του λασπωμένο πανί που φύλαξε στο σεντούκι της.
-ο-ο-ο-
Η σχολική γιορτή είχε σχεδόν τελειώσει. Τα παιδιά έδειχναν τα ενθύμια που είχαν φέρει από τα σπίτια τους και διάβαζαν τις ιστορίες τους. Η κυρία ανθυπασπιστού καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Σε λίγο θα γινόταν η κλήρωση για τους σημαιοφόρους αλλά δεν είχε καταφέρει να πείσει τη δασκάλα. Καλά το κατάλαβε από την αρχή ότι είναι μυστήρια. Στο γραφείο που πήγε και τους βρήκε, ο Διευθυντής -άλλος μουρόχαβλος και αυτός- είπε μια κουβέντα ότι θα ήταν καλό για το σχολείο να επιλεγεί ως σημαιοφόρος ο γιος της προέδρου του Συλλόγου Γονέων, η οποία τόσο βοηθάει το σχολείο, αλλά μόλις εκείνη η κατσίκα της Έκτης επέμεινε να τηρηθεί ο κανονισμός και να γίνει κλήρωση μεταξύ των τριών αριστούχων, αυτός δεν μίλησε καθόλου. Διευθυντής… σου λένε μετά. Της ήρθε να βάλει τις φωνές. «Πού τους βλέπεις τους τρεις αριστούχους, κυρά μου; Η μάνα της Αλβανίδας δεν καταδέχθηκε να έρθει καν στη γιορτή».
«Τα αριστεία δεν είναι για τους γονείς», της πέταξε η κατσίκα σα να είχε ακούσει τη σκέψη της κι απομακρύνθηκε. Ευτυχώς, γιατί με την φούρκα που είχε, θα την ξεμάλλιαζε.
Στη γιορτή κόντεψε να λιγοθυμήσει. Η αφήγηση του γιού της -εκείνη του την είχε γράψει αποβραδίς- που μίλησε για τα ανδραγαθήματα του παππού του στο μέτωπο φορώντας τον μπερέ, πέρασε σχεδόν απαρατήρητη. Χλιαρά χειροκροτήματα, ενώ το αυτί της έπιασε και ένα πικρόχολο σχόλιο: «Σιγά μην τα έκανε αυτά ο παντοπώλης».
Το χειρότερο ήρθε, όταν η κόρη της Αλβανίδας αφηγήθηκε την ιστορία της γιαγιάς της. Σείστηκε το θέατρο από το χειροκρότημα, όταν σηκώθηκε η γιαγιά Φλώρα, που τόλμησε το παλιοθήλυκο να την φέρει στη γιορτή ντυμένη με την ηπειρώτικη στολή που είχε φυλάξει, λέει, από το γάμο της.
«Έχουμε μπροστά μας την ιστορία ζωντανή», αναφώνησε ο Διευθυντής και έδωσε συγχαρητήρια στο κορίτσι. «Αυτές οι γυναίκες κουβάλησαν στην πλάτη τους τη λευτεριά», συνέχισε. Η κυρία ανθυπασπιστού είχε χάσει το χρώμα της. Μα το χειρότερο γι’ αυτήν δεν είχε έρθει ακόμα.
Η γιαγιά Φλώρα ξεδίπλωσε την ποτισμένη με το αίμα του άγνωστου σημαιοφόρου, λασπωμένη σημαία, που είχε φυλάξει για πενήντα πέντε χρόνια στο σεντούκι της και την παρέδωσε στην εγγονή της.
«Νομίζω πως δικαιωματικά η Ελβίρα Τόπη είναι η φετινή σημαιοφόρος μας», αναφώνησε ο Διευθυντής, την ώρα που η κυρία ανθυπασπιστού έβγαινε από την αίθουσα κυνηγώντας τα έξι χαμένα χρόνια της ζωής της.
Θοδωρής Μπελίτσος
Ν. Σμύρνη, 28η Οκτωβρίου 2017
Από τη συλλογή διηγημάτων "Λογισμοί στο σύθαμπο", 2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου