Με τη χιτλερική κατοχή, η βασική δουλειά μου ήταν ο παράνομος τύπος. Μέσα στους άλλους υπεύθυνους ήταν κι' ένας σύντροφος που ερχόταν κάθε τόσο και μούλεγε: «Συντρόφισα θέλω ένα τρικ! Αλλά κοίτα καλά! Νάναι πολύ φλογερό!»... Ώσπου έρχεται εκείνος ο σύντροφος και μου λέει μια μέρα:
«Συντρόφισα, τα δυνατά σου! Βγάζουμε μια προκήρυξη για τους ανάπηρους που τους μπλοκάρανε μες στα νοσοκομεία και τους κατασκοτώσανε. Κι' εμείς πρέπει να τους δόσουμε κουράγιο. Καταλαβαίνεις τι θάναι αυτή η προκήρυξη: να σηκωθεί ο ανάπηρος χωρίς ποδάρια και να περπατήσει!».
Θυμούμαι ακόμα πως είχα γράψει σ' εκείνη την προκήρυξη:
«Τα χέρια σας, τα πόδια σας, τα μάτια σας, τα σπλάχνα σας, τ' αφίσατε, για τον ελληνικό λαό, μες στα βουνά και στα φαράγγια».
Ο σύντροφος κατόπι μούπε πως οι ανάπηροι το διάβαζαν κι' έκλαψαν. Μα αμέσως ύστερα απ' το κλάμα τους, σηκώθηκαν οι ανάπηροι χωρίς ποδάρια και περπάτησαν. Μπήκαν μπροστά απ' τα πλήθη... στα καρότσια τους μέσα στη διαδήλωση, και με την πατερίτσα τους υψώνοντάς την λάβαρο, στους δρόμους της Αθήνας τους γέμισαν με πίστη εκείνη την ημέρα, και τον εχθρό με απόγνωση.
Κι' εγώ σκέφτηκα τότε, πως η λογοτεχνία είναι φορές που γίνεται ένα βαρύ κανόνι που βάζει κατευθεία όπου στρέψεις τη μπούκα του.
Πηγή: Άννα Ματθαίου, Πόπη Πολέμη, Διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη 1947-1955, Θεμέλιο 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου