Ύστερα από λίγο καιρό είχα βρεθεί στο καφέ Μουζέουμ με τον Γκέρχαρτ Φριτς, που ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής και μέχρι τότε φίλος μου, και είχαμε καθίσει μάλιστα στο ίδιο τραπέζι στο οποίο συνήθιζε να κάθεται ο Ρόμπερτ Μούζιλ, και τον είχα ρωτήσει αν μετά απ΄ αυτή την αθλιότητα του Συνδέσμου Βιομηχάνων σκεφτόταν να διαμαρτυρηθεί για τον τρόπο που είχαν φερθεί και να παραιτηθεί από την κριτική επιτροπή και να εγκαταλείψει τη θέση του. Αλλά ο Φριτς δεν είχε την πρόθεση ούτε να διαμαρτυρηθεί ούτε να παραιτηθεί από την κριτική επιτροπή. Είχε να θρέψει, μου είπε, τρεις γυναίκες και κάμποσα παιδιά που είχε κάνει μ΄ αυτές τις γυναίκες και δεν είχε περιθώρια ούτε για μια τέτοια αυτονόητη για μένα διαμαρτυρία ούτε για μια τέτοια εξίσου αυτονόητη για μένα παραίτηση από την κριτική επιτροπή του Βραβείου Βίλντγκανς. Αυτός που ήταν πατέρας τόσων παιδιών και συντηρούσε τρεις γυναίκες, ξέρεις τι μου κοστίζουν αυτές; μου κλάφτηκε και με παρακάλεσε να δείξω κατανόηση, σε έναν τόνο που μου ήταν αποκρουστικός.Ο κακομοίρης, ο ασυνεπής, ο αξιολύπητος, ο αξιοθρήνητος. Λίγο μετά απ΄ αυτή τη συζήτηση ο Φριτς κρεμάστηκε από το γάντζο της εξώπορτας του σπιτιού του, έτσι όπως την είχε καταντήσει ο ίδιος τη ζωή του δεν την άντεχε πια. Κι αυτή τον συνέτριψε.
Τόμας Μπέρνχαρντ, Τα βραβεία μου, μτφρ. Σπύρος Μοσκόβου, εκδ. Εστία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου