Στη Βορινή Πύλη, φυσά ο άνεμος γεμάτος άμμο, Μοναχικός αφότου υπάρχει χρόνος ως τα τώρα!
Δέντρα πέφτουν, το χορτάρι κιτρινίζει με το φθινόπωρο.
Σκαρφαλώνω στους πύργους και πύργους
ν’ αγναντέψω τη βάρβαρη χώρα:
Παντέρημο κάστρο, ο ουρανός, η απέραντη έρημος. Δεν απόμεινε τοίχος σ’ αυτό το χωριό.
Ξασπρισμένα κόκαλα από χίλιες παγωνιές,
Αψηλοί σωροί, σκεπασμένοι με δέντρα και χορτάρι· Ποιος φταίει για όλα αυτά;
Ποιος έφερε τη φλογερή αυτοκρατορική οργή;
Ποιος έφερε τ’ ασκέρι με τύμπανα και με ταμπούρλα;
Βάρβαροι βασιλιάδες.
Μια πρόσχαρη άνοιξη, που γίνηκε αιμοβόρο φθινόπωρο,
Μια χλαλοή πολεμιστών, που απλώθηκε στο μεσιανό βασίλειο,
Τριακόσες εξήντα χιλιάδες,
Και λύπη, λύπη σα βροχή.
Λύπη να πας, και λύπη, λύπη να γυρίσεις.
Έρημοι, παντέρημοι κάμποι,
Κι ούτε παιδιά πολέμου πάνω τους,
Χάθηκαν πια οι άντρες για επίθεση και για άμυνα.
Αχ, πώς θα μάθετε την άραχλη λύπη στη Βορινή Πύλη,
Με του Ριχάκου τ’ όνομα λησμονημένο,
Κι εμάς τους φρουρούς φαγωμένους απ’ τις τίγρεις;
Του Ριχάκου
Μετάφραση: Κλείτος Κύρου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου