Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023

Λάμπρος Πορφύρας - Διαβάτης



Δεν το ξεχνώ το θλιβερό δρομάκι προς το βράδυ,
που η βρύση του νανούριζε τη σιωπηλή ζωή,
κι απ’ τον κισσό που εσκάλωνε στο σκοτεινό ρημάδι
το πλημμυρούσε των στρουθιών η μουσική πνοή.

Άλλο δεν ξέρω ν’ αγαπώ, μες στις πλατιές τις ρούγες
παρά τις γλάστρες τ’ ανοιχτού στο φως παραθυριού,
τις στέγες που χιονίζουνε περιστεριών φτερούγες,
κι ό,τι μου λέει το σήμαντρο παλιού καμπαναριού.

Στο μονοπάτι ώρα καλή, που την πρασινισμένη
πλαγιά του λόφου ετύλιγε κι ανέβαινε τερπνό,
τόσ’ όμορφο, τόσο καλό, θαρρούσες πώς πηγαίνει
την Άνοιξη με τ’ άνθη του ψηλά στον ουρανό.

Κι αντί να πάη στον ουρανό, το παραστρατισμένο,
μας ετραβούσε λιόχαρο μέσα στη σιγαλιά,
μας έσερνε στο τέλος του, φτωχό κι ευτυχισμένο,
κάτω από μιαν ολόανθη λευκήν αμυγδαλιά.

Μ’απ’όλα εσύ με μάγεψες απ’τα μικρά μου χρόνια,
ω μονοπάτι των στοιχειών, που χάνεσαι μακριά,
ατελείωτο στη λαγκαδιά, σκοτεινιασμένο αιώνια,
σα να ’σαι εκείνο που ’λεγεν η πεθαμένη γριά,

σα να ’σαι ο δρόμος που ποτέ δε γνώρισε διαβάτη,
και τάχα στων παραμυθιών μονάχα τον καιρό,
τα παλληκάρια σ’ έπαιρναν, στρατί το μονοπάτι,
να φέρουν στην αγάπη τους τ’ αθάνατο νερό.

Σκιές, 1920

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου