ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
Δια γενεών τε και γενεών ανέδειξαν,
καθόρισαν οι άνθρωποι τη νύχτα.
Εν αρχή ην η τύφλωσις και ο όνειρος ύπνος
και αγκάθια που πληγώναν το γυμνό το πόδι
και των λύκων ο τρόμος.
Ουδέποτε θα μάθουμε τη λέξη ποιός εχάλκεψε,
το σκοτεινό να ονομάσει διάλειμμα
που το λυκόφως απʼ το λυκαυγές χωρίζει·
και ουδέποτε θα μάθουμε πότε έγινε αριθμός
του έναστρου διαστήματος.
Τον μύθο της άλλοι τον εγέννησαν.
Την έκαναν μητέρα των ήρεμων Μοιρών
που κλώθουνε τα ριζικά, τα πεπρωμένα,
και της εσφάζαν μαύρα πρόβατα θυσία
και τον αλέκτορα που το δικό της τέλος προαγγέλλει.
Οίκους τής προσέφεραν οι Χαλδαίοι δώδεκα·
και οι Στωικοί κόσμους απείρους.
Λατινικοί εξάμετροι τής δώσαν σχήμα και μορφή,
όπως και του Πασκάλ ο τρόμος.
Ο Λουίς δε Λεόν την είδε λίκνο
της ταραγμένης του ψυχής.
Εμείς τώρα πάλι τη νιώθουμε αστείρευτη
σαν παλιό κρασί,
και όποιος τη σκεφτεί τον πιάνει ίλιγγος,
και ο χρόνος την έχει αιωνιότητα καργάρει.
Και να σκεφτείς πως καν δεν θα υπήρχε
Δίχως τούτα μας τα λεπταίσθητα όργανα: τα μάτια.
`
*
Σʼ ΕΝΑΝ ΠΑΛΙΟ ΠΟΙΗΤΗ
Στον κάμπο περπατάς που ορίζει την Καστίλλη,
μα δεν τον βλέπεις μάλλον. Σʼ ένα μπερδεμένο
χωρίο του Ιωάννη έχεις τον νου συγκεντρωμένο
και ίσα-ίσα μόνο πρόσεξες την κίτρινη ύλη
του ηλίου. Φως αμυδρό παραληρώντας πέφτει,
ενώ στην ούγια της Ανατολής προβάλλει
εκείνη η λοίδορη, η άλικη σελήνη ως άλλη
μορφή ίσως της Οργής που πλέχει στον καθρέφτη.
Το βλέμμα υψώνεις, την κοιτάς. Κι εκεί με χάρη
δικό σου κάτι ανάβει για να σβήσει. Ακόμη
την κεφαλή σου με την πολιά της κόμη
κρατάς γερμένη προχωρώντας, όμως δίχως
πια να θυμάσαι τι έλεγε ο παλιός σου ο στίχος:
Στο μνήμα του αιμορραγούσε το φεγγάρι.
`
*
EVERNESS
Μονάχα ένα δεν υπάρχει πράγμα. Η λήθη.
Το μέταλλο ο Θεός και τη σκουριά του σώζει,
και στην προφητική του μνήμη προσαρμόζει
μελλούμενα φεγγάρια με ό,τι προηγήθη.
Τα πάντα εδώ είναι πια. Τʼ αντιφεγγίσματα όλα
που ανάμεσα στον όρθρο και στην αμφιλύκη
εσκόρπισε η όψη σου σε τζάμια ακτινοβόλα,
που κι ό,τι γεννηθεί, κι εκείνο εκεί θʼ ανήκει.
Τα πάντα ως μέρη κάποιου πολυποίκιλου ήμπαν
κρυστάλλου αυτής εδώ της μνήμης, που ʼνʼ το σύμπαν.
Οι διάδρομοι άπειροι – πώς να τους παρακάμψεις;
Κι οι πόρτες κλείνουν πίσω σου, σαν τις περάσεις.
Στο verso μόνο της εσπέρας θα διαβάσεις
των Αρχετύπων και των Θαυμασίων λάμψεις.
`
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Αναδημοσίευση από: https://www.poiein.gr/2018/09/12/jorge-luis-borges-onssa-dhiethiaoa-iaoon-aethnaio-eaionuotho/?fbclid=IwAR1EVLT-jIyLT4Dg3Vj6j23HcJSwVPWy5jA87tWv458Rk88LLtGJ31cffaY
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου