Δεν ήτανε σε κήπο
δεν τα πότιζε ούτε βροχή –
κανένας.
Περνούσαν άλογα
με νύχια στο βαμπάκι
βούλιαζαν σε γαλάζιο του ματιού
κι η νύχτα στέναξε.
Ήτανε Αύγουστος με τάφους
με φτερά
με ξένα λόγια.
Παίρναν τα λόγια τα φτερά
και τα φτερά τους τάφους
και τ’ άλογα εμαρμάρωσαν.
Ποιος άκουσε την ντουφεκιά;
Έσπασαν τ’ άλογα τινάχθηκαν
κομμάτια· και δεν έπεφταν
εγύριζαν αργά
-σκυλιά του χάους-
έβγαινε κι αίμα
δεν χυνόταν πουθενά
πάγωνε τα ρολόγια. Γιατί
στου Μοντιλιάνι εφύτρωναν το στόμα
τα τριαντάφυλλα.
Μετά τα μυθικά, 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου