Έσκυψα στον γκρεμό του προσκέφαλου
και κοίταξα κάτω
και είδα τις κουτσουπιές ανθισμένες
είχε πέσει ο ήλιος στη θάλασσα
και πέρα από το ερημόνησο το φως της μέρας
ήταν σταματημένο και φευγάτο
και κάποιος κήδευε κάποιον σε μια βάρκα
έλαμνε αργά κι άκουγα τα κουπιά
και καθώς έμπαινε η βάρκα κάτω από το βράχο
στο σκοτάδι του βράχου
έλα πάλι του φώναξα
και πιο βαθειά ο αντίλαλος
έλα πάλι έλα πάλι έλα πάλι
αλλά δεν ήξερα σε ποιόν ήθελα να φωνάξω
γιατί ο άνθρωπος με τα κουπιά κι ο πεθαμένος
ήμουν εγώ
κι ένα σκυλί στεκόταν τώρα στην άκρη του γκρεμού
γάβγιζε τον ίσκιο της βάρκας
κι εγώ είχα γείρει στο προσκέφαλο
και δεν σκεφτόμουν τίποτε πια
δεν έκλαιγα δεν έβλεπα μήτε θυμόμουν τίποτα
μονάχα τα κουπιά στον ύπνο μου
αργά και πιο αργά
με λίκνιζαν αδιάκοπα.
Πηγή: «Τα αντικλείδια» στη Συγκεντρωτική Έκδοση: Ποιήματα 1943-2008, Κίχλη 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου