Ο Έρωτας ανυφαντής με πονηριάν εγίνη
αράχνη ήστεσε ψιλή κι επιάστηκα σ' εκείνη.
Σαν το μωρό εκομπώθηκα οπού δεν έχει γνώση
και βουηθισμό πλιο πού να βρω και τις να με γλυτώσει;
Ο Έρωτας μ' εμπέρδεσε και σκλάβο του κρατεί με
και δουλευτής του εγράφτηκα και μετά κείνον είμαι.
Κατέχεις πως εθέλησα να φύγω από το βρόχι
κι απάνω, κάτω, επά κι εκεί αυτός στεμένο το 'χει
κι αν ξεμπερδέσω σ'μια μερά, σ' άλλη καταμπερδένω
και πάντα βρίσκω μπερδεμούς εις όποιον τόπο πηαίνω.
Αρνήθηκα του παλατιού τη στράτα και μισώ τη
κι εγώ 'χω πλια την παιδωμήν εδά παρά την πρώτη.
Κι απόσταν τ' απαρνήθηκα και πλιο μου εκεί δεν πάγω,
δεν ημπορώ να κοιμηθώ, να πιω, μηδέ να φάγω
κι όλπιζα να λησμονηθούν οι πόνοι που μ' εκρίνα,
μα 'γω θωρώ χειρότεροι και πλιά βαροί απομείνα.
Κι όσο μακραίνω απ' τη φωτιά, θωρώ πως πλιά με καίγει
κι ο πόθος με χερότερα άρματα με παιδεύγει.
Ερωτόκριτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου