Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανόστην Πελοπόννησο δεν έχει) εις παριανόμάρμαρο επεξεργάζεται την συνοδείατου Διονύσου. Ο θεός με θεσπεσία δόξαν εμπρός, με δύναμι στο βάδισμά του.Ο Άκρατος πίσω. Στο πλάγι του Ακράτουη Μέθη χύνει στους Σατύρους το κρασίαπό αμφορέα που τον στέφουνε κισσοί.Κοντά των ο Ηδύοινος ο μαλθακός, τα μάτια του μισοκλειστά, υπνωτικός.Και παρακάτω έρχοντ’ οι τραγουδισταίΜόλπος κι Ηδυμελής, κι ο Κώμος που ποτένα σβήσει δεν αφήνει της πορείας την σεπτήλαμπάδα που βαστά· και, σεμνοτάτη, η Τελετή.— Αυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’ αυτάο λογισμός του κάθε τόσο μελετάτην αμοιβή του από των Συρακουσώντον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.Με τ’ άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζί σαν μπουν, ως εύπορος σπουδαία πια θα ζει,και θα μπορεί να πολιτεύεται — χαρά! —κι αυτός μες στην βουλή, κι αυτός στην αγορά. [1903, 1907*] |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου