Τετάρτη 30 Αυγούστου 2023

Δημήτρης Κάββουρας - Ποιήματα

 

ΚΑΤΙ

Θέλω να πάρω κάτι από τα χέρια σου
κάτι σαν κέντημα, σαν πέτρα, σα λουλούδι
τόσο απαλό κιʼ ωραίο που να μοιάζει σου
και νάναι απείραχτο απʼ του χρόνου τʼ άγριο χνούδι.
Νάναι πλεγμένο, θέλω, από τα χέρια σου
νάναι σαν κράξιμο απʼ τα δικά σου χείλη
κάτι σα δάκρυ απʼ την χλωμήν εικόνα σου
κάτι θαμπό σα φλόγα από καντήλι.
Θέλω από σένα κάτι̇̇ κι έχω φύλαγμα
τέτοιο, που ανέγγιχτο ό,τι δώσεις μου θα μείνει:
Έχω έναν ίσκιο στης καρδιάς τα τρίσβαθα
για των λευκών σου των χεριών την καλωσύνη.

«ΟΙΩΝΟΙ» (1959)

ΑΡΚΕΙ

Κάθε που ρχόσουν φέρνοντας μιας νέας στιγμής το θάμπος
έτσι που δεν ξεχώριζα το τώρα από το χτες
ανθοβολούσε η κάμαρα κι όρμαγε μέσα ο κάμπος
κι έλεγα τέτοια ονείρατα πως δεν ξυπνούν ποτές.

Μα όπως γεφύρωνε ο καιρός καιρούς μʼ ανθούς και χιόνια
ξεχώρισαν οι στράτες μας, μʼ αλάργεψες και συ
κι ούτε που το κατάλαβα πως ρχόσουν τόσα χρόνια
κι έλεγα ως το σκεφτόμουνα: που το θυμάμαι, αρκεί.

«ΑΙΘΡΙΑ» 1962

στερνη φωνη

Είναι πολλές της ζωής οι μονές
κι οι θάνατοι πολλοί.
Ένα χέρι φυτεύει το δέντρο
ένα χέρι το ορίζει.
Δίνει τον ήσκιο του
παρηγοριά των αποσταμένων.
Καρπίζει και φυλλώνει
ο μόχθος να πλερωθεί.
Μιας γενιάς θα γίνει το δέντρο της ζωής
μιας πολιτείας το σύνορο.

Είναι πολλές της ζωής οι μονές
κι οι θάνατοι πολλοί.
Ένας χειμώνας
που δεν ξυπνάει του Μάρτη το πρωινό
ένα τσεκούρι ανελέητο,
η φωτιά.
Στη ζωή και στο θάνατο
ωραίο, ανθρώπινο, αγαθό.

Όπως ζει κανείς, πεθαίνει.
Έτσι ο θάνατος έρχεται νωρίτερα
για το πουλί που δεν κελαδεί
για το μύλο που δεν γυρίζει
για το στάχυ που δεν καρπίζει
για το μαχαίρι που στομώνει
για το σουραύλι που σιωπά.

Μην αρνηθούμε τούτο το αγαθό
πούχει δέσει κόμπο την καρδιά του ανθρώπου
για να χτυπάει
για κάποιο στη ζωή σκοπό.

Αυτόν τον άνθρωπο, ήθελα να πω,
αν δεν του απλώσουμε τα φτερά
αν του μαγκώσουμε τη φτερωτή
αν του σπάσουμε τις χορδές
τον σκοτώνουμε.

Ζεις, για να θέλεις και να μπορείς.
Ζεις, όσο θέλεις και μπορείς.

Πάτρα,
Νοέμβριος 1967, Ιούνιος 1968.

«ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΜΥΘΟΥ» 1978

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ

ΣΤΕΚΟΜΟΥΝ στην άκρη του γκρεμού
και δε μου άπλωνες το χέρι.
Με κυττούσες μόνο και δεν έλεγες
τίποτε. Δεν ήξερες όμως
πως απʼ αυτό το βλέμμα σου
κρατιόμουν.

«ΣΥΜΦΙΛΙΩΣΗ» 1985

ΕΙΜΑΙ

Ένα δέντρο είμαι που περπατεί.
Η σκιά μου σαν έμμονη ιδέα με ακολουθεί
και το τραγούδι μου φυλλορροεί στους τέσσερις ανέμους.
Ένα σκιάχτρο είμαι στην ερημιά.
Τα τραίνα που περνούν
με ταχύτητα αστραπής διαβάζουν τη σκέψη μου
που γίνεται καπνός στη μνήμη των ανθρώπων.
Ένα πέλμα είμαι πάνω στη γη.
Το άλλο μου σώμα αεροβατεί
κι επισκοπεί τα παράξενα του κόσμου.
Ένα δέντρο είμαι σαν ουρανός.
Στους κλώνους μου παγιδεύω τους ανέμους
κι όταν αποδημούν τα πουλιά
ξεμένω με τους απελπισμένους.

«ΕΣΤΩ» 1988

ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ

Σʼ αυτά τα σπίτια δεν υπάρχουν γωνιές να καταχωνιάσεις τα μυστικά σου,
ούτε παράθυρα με ορίζοντες ανοιχτούς για να τα φυγαδεύσεις.
Κι οι δρόμοι στις πόλεις είναι απέραντοι και με φώτα πολλά, που κάνουν
τη νύχτα μέρα. Πουθενά δεν βρίσκεις λίγη διάκριση, λίγη μοναξιά – τόπο και χρόνο-
για να συναντήσεις ήσυχα τον εαυτό σου, εξόν κι είναι φθινόπωρο, που αδειάζουν
οι δρόμοι κι οι πλατείες, καθώς πιάνει βροχή και σκορπάει ο κόσμος.
Τότε γυρίζεις στο σπίτι κυνηγημένος από την μπόρα, με τους δικούς σου
να σε περιεργάζονται και να ρωτούν για τον καιρό.
Την κρυφή χαρά που σε συνέχει, οι άλλοι δεν την μαντεύουν: τη χαρά πως αντάμωσες
πάλι τους ήρωες σου, σαν τότε που κρυβόσουν -παιδί – στο κελλάρι,
πλέκοντας δικούς σου θρύλους στη βροχή. Κι ευχαριστημένος, κρατώντας το μυστικό
αυτής της αναδρομής, τινάζεις το παλτό σου………………………………………………………………..

«ΙΔΙΩΣ ΤΗ ΝΥΧΤΑ» 1990

ΓΙΑ ΦΑΝΤΑΣΟΥ

Για φαντάσου να πήγαιναν όλα καλά.
Να είχαμε παντρευτεί τον πρώτο μας έρωτα
να είχαμε μπει με την πρώτη στο πολυτεχνείο
να είχαμε κερδίσει την πρώτη δημοπρασία.
Να μην ξέρουμε πως χτυπά η καρδιά από νοσταλγία
να μην έχουμε ξαναδοκιμάσει, να μην έχουμε απογοητευτεί.
Για φαντάσου να είμαστε ικανοποιημένοι.

«Η ΡΟΒΜΙΑ» 1997

Η ΚΟΥΖΙΝΑ

Ένας φτωχός ίσως πλούσιος.
Β.ΟΥΓΚΟ (Οι Άθλιοι)

Κάποια ώρα, προς το βράδυ, μια άφωνη κλήση μας
αποσπούσε από ό,τι κι αν κάναμε, από όπου κι αν
βρισκόμαστε. Και σαν από κάποιο ένστικτο οδηγημένοι,
τραβούσαμε ένας ένας για την κουζίνα.
Ο πατέρας παράταγε την εφημερίδα, εμείς τα παιχνίδια,
για να βρεθούμε μπερδεμένοι στα πόδια της μάνας,
που εκείνη την ώρα πάντα κάτι ανακάτευε
πάνω στη φωτιά. Ο τσοπάνος δρόμος μας λευτέρωνε
από την επιτήρηση του μόλις άρχιζε να σκοτεινιάζει
και γυρίζαμε μόνοι μας στο μαντρί
-οδοιπόροι της νύχτας που κάπου διακρίνουν φως.
Τότε ο κόσμος όλος γινόταν ξαφνικά μικρός.
το σύμπαν συσπειρωνόταν γύρω από την εστία,
το σπίτι μεταμορφωνόταν σε βασίλειο, η γωνιά μας
γινόταν απόρθητη̇ κι εγώ ξεχνούσα πώς ήθελα να
γίνω θαλασσοπόρος.

«ΠΑΙΔΙΟΘΕΝ» 1997

ΤΕΤΑΡΤΗ

Το γκρίζο απόγευμα ξεθωριάζει
καταχωνιασμένο πίσω απʼ τις θαμπές κουρτίνες
που κρέμονται απεγνωσμένα.
Οι ανταύγειες από τα φώτα του δρόμου
ξυπνούν το φάντασμα της φωτογραφίας
που επιμένει να έχει γνώμη, ή, έστω, να θυμίζει.
Ένα σύννεφο καπνού σαν ξέφτι από σκοτάδι
ανεβαίνει κάθε τόσο από τα πνευμόνια της πολυθρόνας
και σαν φύλλο ξερό έτοιμο να πέσει
θροΐζει η σελίδα του βιβλίου που σκοτώνει
τον ήρωά του. Η ρόμπα
που περιφερόταν στο ημίφως ζητώντας το κορμί της
παρουσιάζεται μόλις γυρίσει ο διακόπτης
με τη σουπιέρα νʼ αχνίζει. Και μʼ ένα δείπνο
η μέρα τελειώνει.

«ΛΕΖΑΝΤΕΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ» 2001

ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ

Να μετακομίζεις βράδυ, είναι η καλύτερη ώρα.
Δεν σε παίρνει είδηση κανένας. Σβήνεις το φως
τρυπώνεις στα σκεπάσματά σου, βάζεις σπινά το κασετόφωνο
κι αρχίζεις να κουβαλάς ένα – ένα τα πράγματά σου
από την παλιά σου κάμαρα.
Καταφθάνουν ύστερα οι παιδικοί σου φίλοι
μοιράζεσαι μερικές ώρες μαζύ τους
και σαν τότε, σήμερα, ένα άλλο σήμερα ονειρεύεσαι.

ΑΜΗΧΑΝΙΑ

Το χαρτί τελειώνει̇̇̇ το μολύβι μου
άφησε κιʼ αυτό την τελευταία του πνοή̇
νυχτώνει και δεν έχω φως. Και τώρα
τι γίνεται; Τώρα, θεέ μου, συγκράτησέ με̇
τώρα μη μου κατεβάσεις καμιά καλή ιδέα
και δεν έχω τι να την κάνω.

ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ

Μου άφησες την ψάθα
για να μη με καίει ο ήλιος̇
μου άφησες την ομπρέλλα
σε περίπτωση βροχής̇
μου άφησες τα γάντια
για να μη ξυλιάζουν τα δάχτυλά μου.
Μου άφησες τόσα τέλοσπάντων
ώστε η φτώχεια μου
να σπαταλιέται μέσα σε πολλά.
Όμως μου πήρες τα παπούτσια.
Στην ουσία με αφόπλισες. Γιατί
πώς να διασχίσω ανυπόδητος
αυτόν τον χέρσο τόπο με ταʼ αγκάθια
που μας χωρίζει.Πώς να θυμάμαι,
ακολουθώντας τʼ αχνάρια σου,
χωρίς να ματώνω.

«ΕΥΘΕΤΟΣ ΧΡΟΝΟΣ» 2005

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ

Γύρω γύρω θάλασσα και παντού βράχια.
Πράσινο του πεύκου, σταχτί της ελιάς, κίτρινο του σπάρτου.
Κι ο κάμπος παλέτα. Από αγρός, τοπίο.
Του κόσμου τα επιφάνεια σʼ ένα σβώλο χώμα.
Κι ό,τι πιάσει του μάστορη το χέρι
δένει με το φως. Κι αν είναι πέτρα,
ριζώνει̇ κι αν είναι πλίθα, χτίζει
κι αν είναι λάσπη, κολλάει.
Ασβέστης και κοκκινόχωμα̇ κεραμιδί και σχιστόλιθος.
Θεός και χτίστης ο κύριος της γης.

Σε μια μέρα γίνηκε ο κόσμος
σε μια νύχτα πάλιωσε. Νυχτόημερο
η αιωνιότητα.

Γύρω γύρω θάλασσα και παντού βράχια.
Κι ο ξωμάχος κι ο θαλασσινός εικόνα και
ομοίωση:
κορμί ξερακιανό, κούτελο σκαμμένο.
Ο ήλιος τρώει το δέρμα, η αρμύρα
την ψυχή.

«ΤΟΠΙΑ ΜΝΗΜΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΑ» 2007

ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ (Ανέκδοτα ποιήματα)

Από μια φυλακή
χωρίς φρουρούς και κάγκελα
πώς να δραπετεύσω.
***
Τι πληκτική μέρα η σημερινή!
Τίποτα δεν επιθύμησα.
***
Με τη φαντασία μπορείς
να ταξιδέψεις, νʼ ανατρέψεις
το χρόνο, να μεταμορφωθείς.
Δε μπορείς νʼ αποκτήσεις.
***
Ένα τριζόνι μπορεί
να βγάλει πέρα μόνο του
ολόκληρη νύχτα.
***
Σε κατοικίες μια πολυκατοικία
είναι όσο ένα χωριό
χωρίς συγχωριανούς και πλάτανο.
***
Είμαστε τόσοι
όσοι αυτοί
που μας ξέρουν.
***
Ξαναγυρίζουμε στα παλιά
γιατί τα καινούργια πάλιωσαν.
***
Η αγάπη συγχωρεί τον φταίχτη.
Ο έρωτας τιμωρεί τους αθώους.


Πηγή: http://www.poiein.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου