Τα σκλαβωμένα σου εξεχείλιζαν μαλλιά,
φτωχούλα μου, απ΄ το μαύρο σου μαντίλι,
κι η χειμωνιάτικη τα χάιδευε αντηλιά,
χλωμή σαν απ΄ αρρώστου αχνό καντήλι.
Κάτω απ΄ τη μαραμένη μας κληματαριά
το χέρι σου στο χέρι μου ακουμπούσε
κι ήταν η μόνη πεταλούδα απ΄ το βοριά
που εσώθη και στον ήλιο ακόμα εζούσε.
Δάκρυα και λόγια δεν εβγαίνανε πικρά
να πούνε το θλιμμένο χωρισμό μας,
μ΄ εκοίταζες βουβή, και τα ξερά
κλωνάρια μόνο ελέγαν τον καημό μας.
Κοντάς μας κι η μανούλα σου η γριά, σκυφτή,
μαυροντυμένη δίπλα εκεί στη θύρα,
αχ! έτσι όπως στεκότανε, βουβή κι αυτή,
του χωρισμού μας έμοιαζε η Μοίρα.
Λάμπρος Πορφύρας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου