Είδα στην εκκλησία μια γριά γυναίκα, είχε ακουμπή-
σει το μέτωπό της στον πάγκο του στασιδιού, ναι,
στον πάγκο του στασιδιού, ή μάλλον ήδη στο φέρετρο,
ήταν πολύ γριά, έτοιμη να γίνει χίλια κομμάτια, τυ-
λιγμένη σε μαύρο μετάξι. Στο χέρι της, που έμοιαζε
να το έπλασε λαϊκός καλλιτέχνης ή παιδί με άμμο και
πηλό –τόσο οδυνηρά αξιαγάπητη ήταν μέσα στην
εύγλωττη αδυναμία της–, στο χλομό μαραμένο χέρι
της κρατούσε έν’ άσπρο μαντιλάκι, που μ’ αυτό σκού-
πιζε τον ιδρώτα της, τον ιδρώτα της κούρασης, όχι
της σημερινής, γιατί ήταν ακόμα η πρώτη λειτουργία
της ημέρας, ο όρθρος, κι είχε δροσιά, αλλά τον μυστη-
ριώδη ιδρώτα των ογδόντα χρόνων, την άφθονη ξινή
και γόνιμη γύρη των γηρατειών, που χύνεται σε στα-
γόνες, το χνότο του θανάτου πάνω στο κρύο της μέ-
τωπο και στους κροτάφους, που κάνει τους φεγγίτες
των σβησμένων ματιών της να θαμπώνουν… Αυτό το
μαντιλάκι παραείναι τραχύ, δεν κάνει για να ρουφάει
τέτοιον πολύτιμο ιδρώτα, θέλω να σου δώσω ένα απα-
λό, που θα σε χαϊδεύει, υφασμένο με του μικρού καλο-
καιριού τα νήματα, που μοιάζουν με τα μαλλιά σου κι
είναι, αν και λιγότερο σεβάσμια, ακόμα πιο φίνα και
γεμάτα συμπόνια και συμφιλίωση. Έχω ολόκληρο το
φθινόπωρο μέσα στην καρδιά μου, μαζί λοιπόν και
πολλές αράχνες-υφάντρες· περίμενε, θα μου το υφά-
νουν το μαντιλάκι κι εγώ θα σου το δώσω…
Πηγή: Bohuslav Reynek (1892 – 1971), Μικρά Πεζά, Μετάφραση από τα γερμανικά: Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις Σφεντάμι, 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου