Μέρες και νύχτες στο σπίτι κυλούν και διαβαίνουν
σαν το θολό και μονότονο ρέμα θλιμμένες,
κι οι γριές οι Μοίρες παράμερα κλώθουν κι υφαίνουν
κι οι γριές οι Μοίρες παράμερα κλώθουν κι υφαίνουν
της μυστικής μου αγάπης τον πέπλο σκυμμένες.
σε μια χρυσή, που οι Νεράιδες μου έδωσαν, φλογέρα,
όλους τους ήχους, που κλαιν και στενάζουν στη φύση·
της ρεματιάς, της βροχής, των δεντρών και του αγέρα.
Και το φθινόπωρο αιώνιο στο σπίτι μας πέφτει,
μια καταχνιά μένει εκεί, που χαρούμενα ζούσα,
φαίνεται μόνο βαθιά στο θαμπό μας καθρέφτη
κάποια σκιά, μια σκιά μορφονιάς π’ αγαπούσα.
Λησμονημένον ακόμα χαμόγελο ανθίζει
στα μαραμένα της κάλλη, στ' ανέγγιχτα χείλη,
το χαμογέλιο το αιθέριο πού αχνά το φωτίζει
σε κάτι εικόνες παλιές το φτωχό το καντήλι.
Κι έμεινα εκεί όπου οι μέρες κυλούν και διαβαίνουν
σαν το θολό και μονότονο ρέμα θλιμμένες,
κι όπου οι γριές Μοίρες παράμερα κλώθουν κι υφαίνουν
της μυστικής μου αγάπης τον πέπλο σκυμμένες.
Για κάποιον ίσκιο στο έρμο κρουστάλλι πνιγμένο,
έμεινα παίζοντας πάντοτ’ εκεί τη φλογέρα,
έναν ανθρώπινο θρήνο απ’ τους θρήνους βγαλμένο
της ρεματιάς, της βροχής, των δέντρων και του αγέρα.
Σκιές, 1920
Πηγή: Τα Ποιήματα (1894-1932), Εκδόσεις Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1993, σ.162.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου